Σύμφωνα με δημοσιογραφικό ρεπορτάζ το αμερικανικό Υπουργείο Δικαιοσύνης σκοπεύει να αναγκάσει την Google να πουλήσει τον browser Chrome, προκειμένου ο τεχνολογικός κολοσσός να συμβιβαστεί με τις διατάξεις για το μονοπώλιο. Το Υπουργείο θα ζητήσει από τον αρμόδιο δικαστή να εκδώσει σχετική απόφαση, όπως ανέφερε το Bloomberg.

Τον περασμένο Αύγουστο, κατά την εκδίκαση μιας υπόθεσης αναφορικά με ενδεχόμενη παραβίαση της νομοθεσίας περί ανταγωνισμού, ένα αμερικανικό δικαστήριο απεφάνθη πως, όσον αφορά τις online αναζητήσεις και τις διαφημίσεις που εμφανίζονται εκεί στους χρήστες, η Google έχει παράνομο μονοπώλιο, το οποίο διατηρεί καταβάλλοντας δισεκατομμύρια σε διάφορες πληρωμές.

Η Google φέρεται να πλήρωσε 26 δισεκατομμύρια δολάρια σε εταιρείες κατασκευής ηλεκτρονικών συσκευών, προκειμένου οι συσκευές που θα παράγονται να εμφανίζουν αυτομάτως ως browser αυτόν της Google. Προκειμένου να πλήξουν την ισχύ που έχει η Google στην αγορά, οι δικαστές είναι διατεθειμένοι να λάβουν δραστικά μέτρα – εξ ου και προτίθενται να υποχρεώσουν το Google να αποχωριστεί τον Chrome.

Για πρώτη φορά εδώ και χρόνια οι ΗΠΑ κατηγορούν έτσι μία εταιρεία πως έχει παράνομο μονοπώλιο και απαιτούν να υποστεί αυτή δυσμενείς συνέπειες. Η Google – ή μάλλον η Alphabet, η μητρική εταιρεία – έχει ανακοινώσει πως θα ασκήσει έφεση.

Ο Chrome είναι πολύ σημαντικός για τη Google

Η απώλεια του Chrome θα ήταν ένα σοβαρό πισωγύρισμα για την Google. Αν και το 90% των διαδικτυακών αναζητήσεων παγκοσμίως εκτελείται μέσω της Google, πάνω από το 60% αυτών εκτελείται μέσω Chrome. Και μέσα στον browser αυτόν η Google διαφημίζει τα προϊόντα της και κερδίζει πελάτες για τις υπηρεσίες που προσφέρει, όπως για παράδειγμα για το Gmail.

Ο Chrome είναι ταυτοχρόνως και το σημαντικότερο στοιχείο της βασικής δραστηριότητας της Google: την πώληση online διαφημίσεων. Μέσω του Chrome η Google μπορεί να συλλέγει σαφώς περισσότερα δεδομένα για τους χρήστες – όσον αφορά για παράδειγμα τις σελίδες που επισκέπτονται και τις αναζητήσεις τους. Με αυτόν τον τρόπο η Google βελτιώνει ολοένα και περισσότερο τη στόχευση των διαφημίσεων βάσει της συμπεριφοράς των χρηστών.

Τι θα γίνει με την Google εάν χάσει τον Chrome;

Η δραστηριοποίηση στον κλάδο των διαφημίσεων είναι πολύ σημαντική για την Google και την Alphabet – το 2023 η Alphabet είχε έσοδα άνω των 230 δισεκατομμυρίων δολαρίων από τις διαφημίσεις.

Γι’ αυτό και ο Νιλς Ζέμπαχ, ειδικός σε ζητήματα διαδικτύου και ψηφιοποίησης, επισημαίνει πως «εάν χάσει τον Chrome, η Google θα αντιμετωπίσει σοβαρότατα προβλήματα. Στην υπάρχουσα κατάσταση όμως ο Chrome αποτελεί αναπόσπαστο μέρος του επιχειρηματικού μοντέλου της Google κι επομένως δύσκολα θα μπορούσε να επιβιώσει αποκομμένος από την εταιρεία». Μία τέτοια εξέλιξη θα αποτελούσε μία σοβαρή δοκιμασία για την Alphabet, αλλά «και για την αγορά», όπως εξηγεί ο Ζέμπαχ στην DW.

Ο Ούλριχ Μίλερ από την οργάνωση κατά των μονοπωλίων Rebalance Now χαιρετίζει από την πλευρά του την απόφαση των ΗΠΑ. Εάν η Google αναγκαστεί να αποχωριστεί τον Chrome, ο Μίλερ εκτιμά πως η δραστηριότητα της εταιρείας στον διαφημιστικό κλάδο θα περιοριστεί, γεγονός που θα μπορούσε να οδηγήσει την Google «στο να εστιάσει ξανά περισσότερο στην ποιότητα των υπηρεσιών της».

Μία ιστορική δίκη

Η απόφαση του δικαστηρίου θα είναι σε κάθε περίπτωση ιστορική. Το αμερικανικό δίκαιο του ανταγωνισμού υπάρχει εδώ και πάνω από 100 χρόνια. Ήδη το 1911 το αντιμονοπωλιακό κανονιστικό πλαίσιο είχε διαλύσει το πετρελαϊκό μονοπώλιο της Standard Oil του Ροκφέλερ, ενώ συνέβαλε σημαντικά στο να μην ξεφύγουν εκτός ελέγχου οι επιχειρήσεις-κολοσσοί των δεκαετιών του 1960 και του 1970. Μέσα στη δεκαετία του 1980 ωστόσο η νεοφιλελεύθερη Σχολή του Σικάγο υποστήριξε πως η συγκέντρωση εξουσίας σε μία αγορά είναι αποδεκτή, εφ’ όσον η εκάστοτε επιχείρηση είναι αποδοτική. Και από τότε περιορίστηκαν ολοένα και περισσότερο τα αντιμονοπωλιακά μέτρα.

Παρ’ όλα αυτά το 1982 αποφασίστηκε η διάλυση του ομίλου τηλεπικοινωνιών AT&T – και μάλιστα το 2001 παραλίγο να είχε παρόμοια μοίρα και η Microsoft, η οποία ωστόσο κατάφερε να ανατρέψει την πρωτόδικη απόφαση στην κατ’ έφεση δίκη.

Πηγή: DW