Κοιτάζοντας έξω, έναν τοίχο παραθύρων, κάποιο ομιχλώδες απόγευμα στο Ρέικιαβικ, το 2006, η Μπιορκ αναζητούσε μια εικόνα για να περιγράψει έναν άνδρα με τον οποίο μόλις είχε περάσει έναν χρόνο γυρίζοντας μια ταινία και συνθέτοντας ένα soundtrack δυόμισι ωρών, το μεγαλύτερο και ίσως πιο φιλόδοξο μουσικό έργο της καριέρας της.

Βρισκόταν στην Ισλανδία για αρκετές ημέρες, οπότε η αγγλική γλώσσα δυσκολευόταν να πάρει τις στροφές, αλλά τελικά βρήκε τη λέξη που έψαχνε.

«Είναι λίγο υποβρύχιο», είπε και χαμογέλασε.

Ήταν μια εύστοχη περιγραφή, επειδή ο Μάθιου Μπάρνι, ο καλλιτέχνης, παραμυθάς, κινηματογραφιστής και φίλος της Μπιορκ, τότε, λειτουργούσε καλύτερα σε ένα είδος βαθιάς θάλασσας, σιωπηλά (φοβάται να μιλάει για τη δουλειά του) ανασύροντας φανταστικά και μερικές φορές τρομακτικά πλάσματα από το σκοτεινό βυθό της ανθρώπινης συνείδησης.

Ο χαρακτηρισμός ταίριαζε επίσης πολύ καλά με την ίδια την ταινία, «Drawing Restraint 9», η οποία θα μπορούσε να περιγραφεί καλύτερα ως ένα εννοιολογικό-ναυτικό-τελετουργικό ειδύλλιο, ή ίσως ως ένα σιντοϊστικό-πλοηγικό-γλυπτικό ραντεβού.

Δείτε το τρέιλερ του «Drawing Restraint 9»

Η Μπιορκ ελκύει τις καλλιτεχνικές διάνοιες γιατί «τέτοια είναι»

Οι δύο ρομαντικοί πρωταγωνιστές της ταινίας είναι η ίδια η Μπιορκ και ο Μπάρνι, αλλά η μοναδική ερωτική τους σκηνή δεν ακολουθεί ακριβώς την κινηματογραφική σύμβαση: κάθονται στο πάτωμα ενός τελεφερίκ πάνω σε ένα ιαπωνικό φαλαινοθηρικό σκάφος, και καθώς το δωμάτιο αρχίζει να πλημμυρίζει με ένα ζεστό, παχύρρευστο υγρό, κραδαίνουν μαχαίρια και αρχίζουν να ασχολούνται ο ένας με τα πόδια του άλλου, σκαλίζοντας τα συναινετικά, καθώς περνούν σταγόνες αίματος που μοιάζουν με σπέρμα.

Το έντονο ενδιαφέρον γύρω από αυτή την ταινία ήταν ότι επρόκειτο για την πρώτη καλλιτεχνική συνεργασία μεταξύ του Μπάρνι και της Μπιορκ.

Ήταν επίσης η πρώτη εμφάνιση της Μπιορκ στο soundtrack και στην οθόνη μετά το «Χορεύοντας στο Σκοτάδι», την ταινία του Λαρς φον Τρίερ που της χάρισε το βραβείο καλύτερης ηθοποιού στις Κάννες το 2000, αλλά έμεινε στην ιστορία για τη δημιουργική διχόνοια μεταξύ του σκηνοθέτη και της πρωταγωνίστριας, η οποία αργότερα περιέγραψε την ταινία ως μια οδυνηρή εμπειρία, μια μάχη μεταξύ μουσικής και λόγου.

Γνωρίστηκαν ενώ εκείνη βρισκόταν στη Νέα Υόρκη για την προώθηση του «Χορεύοντας στο Σκοτάδι»

Έργο του Μπάρνι από την ταινία, «Drawing Restraint 9»

Τα ιδιοσυγκρασιακά οράματα της Μπιορκ και του Μπάρνι

Καθ’ όλη τη διάρκεια της σχέσης τους, η Μπιορκ και ο Μπάρνι είχαν προστατεύσει έντονα την ιδιωτική τους ζωή.

Αποφάσισαν από νωρίς, κυρίως λόγω της επαγγελματικής τους εμμονής, να μην αναμειγνύουν την καριέρα τους και την κοινή τους ζωή.

Αλλά σε ξεχωριστές (έτσι απαίτησαν) συνεντεύξεις στους New York Times, το 2006, και οι δύο σε καφετέριες, η μία στο Ρέικιαβικ, όπου η Μπιορκ ηχογραφούσε ένα νέο άλμπουμ, και η άλλη στο Greenpoint του Μπρούκλιν, όπου ο Μάθιου Μπάρνι ολοκλήρωνε γλυπτά που σχετίζονταν με την ταινία, οι δύο μίλησαν εκτενώς για πρώτη φορά για το γιατί αποφάσισαν τελικά να συνεργαστούν και για την άλλοτε δύσκολη, άλλοτε εκπληκτικά ενστικτώδη διαδικασία του συνδυασμού των ιδιοσυγκρασιακών οραμάτων τους.

Επειδή οι δυο τους είναι τόσο καλλιτεχνικά και προσωπικά αντισυμβατικοί (για τον κύκλο ταινιών του, Cremaster, ο Μπέρνι μεταμορφώθηκε σε σάτυρο που χορεύει κλακέτες, ενώ για τα βραβεία Όσκαρ, η Μπιορκ μεταμορφώθηκε σε κύκνο) ήταν εξόχως δύσκολο να τους φανταστεί κανείς να κάνουν κάτι τόσο συμβατικό όσο το να βγαίνουν ραντεβού.

Αλλά το έκαναν, αφού γνωρίστηκαν ενώ εκείνη βρισκόταν στη Νέα Υόρκη για την προώθηση του «Χορεύοντας στο Σκοτάδι», και στη συνέχεια έζησαν μαζί κοντά στο Palisades της Νέας Υόρκης με τη μικρή τους κόρη.

«Ήθελα να μάθω τη δομή της ταινίας, τη συναισθηματική δομή. ‘Πού είναι οι συναισθηματικές κορυφές; Πού είναι τα συναισθηματικά κατώτατα όρια;’ Και εκείνος με κοίταζε σαν να έλεγε: ‘Τι;’»

Εικόνες από την κοινή τους ταινία «Drawing Restraint 9»

«Τον αγαπώ. Τον αγαπώ. Τον αγαπώ. Τον αγαπώ»

Από κοντά, ήταν μερικές φορές εντυπωσιακά διαφορετικοί, λένε όσοι τους έζησαν. Ο Μπάρνι, 38 ετών τότε, ήταν φιλικός αλλά αποστασιοποιημένος και αναλυτικός, αποπνέοντας μια εννοιολογική ψυχρότητα που αντανακλάται και στις ταινίες του.

Στη συνέντευξή του στους New York Times δεν απέφυγε ακριβώς τις ερωτήσεις σχετικά με τις πιο προσωπικές πτυχές της ταινίας του, αλλά απάντησε σε αυτές σαν να μιλούσε για κάποιον άλλον.

Αντίθετα, η 40χρονη τότε Μπιορκ, η οποία πήγε στη συνέντευξη των New York Times, φορώντας λευκές λαστιχένιες μπότες βροχής και ένα πουλόβερ με μια πλεκτή κουκουβάγια μπροστά, ήταν ζωηρή πλην εσωστρεφής.

Είπε ότι η μουσική της βασιζόταν πάντα στη ζωή της και στα συναισθήματά της. (Στο «Vespertine», το άλμπουμ του 2001 που ηχογράφησε όταν αυτή και ο Μπάρνι άρχισαν να βγαίνουν, τραγουδάει, αρκετά ξεκάθαρα: «Τον αγαπώ. Τον αγαπώ. Τον αγαπώ. Τον αγαπώ»).

Αυτό συχνά έκανε τη συνεργασία με τον Μπάρνι μια αποπροσανατολιστική εμπειρία.

Περιγράφοντας τις πρώτες τους συζητήσεις για το κοινό τους πρότζεκτ η Μπιορκ είπε: «Ήθελα να μάθω τη δομή της ταινίας, τη συναισθηματική δομή. ‘Πού είναι οι συναισθηματικές κορυφές; Πού είναι τα συναισθηματικά κατώτατα όρια;’ Και εκείνος με κοίταζε σαν να έλεγε: ‘Τι;’».

«Χρειαζόμουν κάτι για να το χτίσω», πρόσθεσε.

Η εμφάνιση-κύκνος της Μπιορκ στα Όσκαρ το 2001

Ο αφαιρετικός διάλογος μεταξύ τους, κατανοητός μόνο από τους ίδιους

Ο Μπάρνι σαφώς δεν απάντησε στις ερωτήσεις της Μπιορκ, τουλάχιστον όχι με τον τρόπο που το κάνουν οι περισσότεροι σκηνοθέτες. «Αυτός είναι ένας από τους λόγους για τους οποίους με γοητεύει», είπε η Μπιορκ.

«Επειδή είναι ένας γρίφος, κάποιος που δεν έχει εμμονή με τα συναισθήματα και δεν έχει εμμονή με τις συναισθηματικές κορυφώσεις. Είναι σαν, “Ουάου”».

Οι ταινίες του Μπάρνι δεν ήταν ποτέ ξεκάθαρες, αλλά τόσο ο ίδιος όσο και η Μπιορκ φαίνονταν επιφυλακτικοί, ότι το έργο θα μπορούσε να θεωρηθεί ως πρόσκληση στην ιδιωτική τους ζωή ή ως θόλωση της επαγγελματικής τους ζωής.

Τρανό παράδειγμα ότι αρνήθηκαν να φωτογραφηθούν ή να δώσουν συνέντευξη μαζί για τους New York Times. Δήλωσαν, όμως, κι οι δύο πώς η σχέση τους συχνά άλλαζε τον τρόπο που δούλευαν.

Κανείς, ωστόσο, από τους δύο δεν μπόρεσε να θυμηθεί ποιος έθεσε πρώτος την ιδέα να γράψει η Μπιορκ τη μουσική για την ταινία.

Σε ορισμένες περιπτώσεις, επειδή γνώριζαν τόσο καλά ο ένας τον άλλον, ο Μπάρνι δε χρειαζόταν να μιλήσει πολύ. Μπορούσε να δώσει μόνο την πιο έμμεση αίσθηση του τι ήθελε και αυτό θα καταγραφόταν. «Μου περιέγραφε κάτι, όπως, ‘επιθετικά πλοία’. Και εγώ έλεγα “εντάξει, το καταλαβαίνω”» θα πει η Μπιορκ, «γιατί πέρασα 14 χρόνια ζώντας κοντά στο λιμάνι εδώ στο Ρέικιαβικ και ήξερα πώς ακούγεται αυτό».

Ο Μάθιου Μπάρνι-τράγος στη σειρά ταινιών του, Cremaster

Αντίθετοι και συμπληρωματικοί

«Ο Μάθιου έχει εμμονή με την αυτοσυγκράτηση», θα πει η Μπιορκ, περιγράφοντας την αγάπη του Μπάρνι για το Μανχάταν ως παράδειγμα.

«Η ιδέα ότι είσαι κολλημένος ανάμεσα σε όλους αυτούς τους γιγαντιαίους ουρανοξύστες είναι ένας περιορισμός. Και βρίσκει ότι αυτό τον ανάβει, τον εξιτάρει.

»Το βρίσκω πραγματικά συναρπαστικό, γιατί εγώ είμαι το αντίθετο», είπε. «Είμαι σαν, βάλτε με στην κορυφή ενός βουνού με ελάφια να γλείφουν τα δάχτυλά μου ή κάτι τέτοιο, και αυτό είναι δημιουργικό για μένα. Αυτό είναι σαν παράδεισος.

»Στο Drawing Restraint 9, γινόμαστε κάτι καινούργιο», συνέχισε η Μπιορκ. «Γινόμαστε ζώα, φάλαινες, που ακολουθούν το πλοίο. Είναι προφανώς το υπερβολικά ρομαντικό μου ιδεώδες της ένωσης με τη φύση. Ή τουλάχιστον το ελπίζω» καταλήγει η Μπιορκ, η οποία αυτόν τον καιρό ασχολείται με τη σολομού δηλώνοντας ότι θέλει να γίνει «ο νέος Ντέιβιντ Ατένμπορο».

Το άδοξο τέλος του έρωτα και τα δικαστήρια

Το 2015, μια δεκαετία σχεδόν μετά η ιστορία φέρνει τους δύο καλλιτέχνες αντιμέτωπους. Ο Μάθιου Μπάρνι μηνύει τη Μπιορκ για την κηδεμονία της 12χρονης τότε κόρης τους, Ισαντόρα, ισχυριζόμενος ότι δεν παίρνει το μερίδιο του χρόνου που του αναλογεί μαζί της και ότι η κόρη του ζευγαριού θα προτιμούσε να μοιράζεται τον χρόνο της ισόποσα και με τους δύο γονείς.

Το ζευγάρι χώρισε το 2013 μετά από περίπου 13 χρόνια κοινής πορείας, κι ο Μπάρνι ισχυρίζεται, πλέον, ότι η «εγωκεντρική νοοτροπία της Μπιορκ απορρέει, εν μέρει, από την πεποίθησή της ότι ως μητέρα της Ντόα (Doa), έχει πολύ μεγαλύτερα δικαιώματα από ό,τι εγώ ως πατέρας της και, εν μέρει, από την επιμονή της ότι εγώ φταίω αποκλειστικά για τη διάλυση της σχέσης μας και το τέλος της οικογένειάς μας».

Ένα πολύ μπασκλάς και καθημερινό φινάλε για έναν τόσο φευγάτο έρωτα. Κρίμα.

H Μπιορκ έγγυος σε μία κοινή εμφάνιση με τον Μάθιου Μπάρνι 

*Η Μπιορκ γεννήθηκε στις 21 Νοεμβρίου του 1965 στο Ρέικιαβικ, στην Ισλανδία.