Ελαιόλαδο: Οι προκλήσεις, η κατανάλωση και η νέα σοδειά – Οι νέες προβλέψεις (γραφήματα)
Αυτή την περίοδο εν αναμονή της νέας σοδειάς, στην Ελλάδα η αγορά στο ελαιόλαδο είναι υποτονική, καθώς ελάχιστες είναι οι συμφωνίες που κλείνονται.
Στο φουλ βρίσκεται η συγκομιδή ελιάς αυτό το διάστημα σε όλες τις παραγωγικές χώρες της Μεσογείου, με το πρώτο ελαιόλαδο της νέας εσοδείας να κατευθύνεται στις αγορές. Το πλήρες άνοιγμα όμως της αγοράς αναμένεται το αμέσως επόμενο διάστημα όταν καινούργιες παρτίδες με ελαιόλαδο θα κάνουν την εμφάνισή τους.
Αυτή την περίοδο εν αναμονή της νέας σοδειάς, στην Ελλάδα η αγορά είναι υποτονική, καθώς ελάχιστες είναι οι συμφωνίες που κλείνονται.
Αντίστοιχη είναι η κατάσταση και στα μεγάλα παραγωγικά και εμπορικά κέντρα της Μεσογείου, όπου τα πρώτα δείγματα για ανάκαμψη της παραγωγής επαναφέρει την παγκόσμια αγορά σε μια ομαλότητα, με τις τιμές να φαίνεται ότι υποχωρούν, σε πρώτη φάση του παραγωγού και το επόμενο διάστημα του καταναλωτή.
Η παγκόσμια αγορά στο ελαιόλαδο
Την ίδια στιγμή, νέες εκτιμήσεις, οι οποίες βασίζονται στις τρέχουσες συνθήκες για την παραγωγή ελαιολάδου όσο και για την εξέλιξη των τιμών βλέπουν το φως της δημοσιότητας.
Σύμφωνα με την τελευταία έκθεση του Οργανισμού Τροφίμων και Γεωργίας των Ηνωμένων Εθνών (FAO), η Ισπανία το 2024 θα ξεπεράσει τα επίπεδα της τελευταίας δεκαετίας, ενώ αυξήσεις αναμένονται για την Ελλάδα, την Τυνησία και την Τουρκία, όχι όμως για την Ιταλία.
Οι διεθνείς τιμές του ελαιολάδου αυξήθηκαν δραματικά από τέλη του 2022 και έφθασαν σε ιστορικά υψηλά στις αρχές του 2024. Ωστόσο, οι υψηλές τιμές όπως αναφέρει ο οργανισμός, θα περιορίσουν προς το παρόν την παγκόσμια κατανάλωση. Αναλυτικότερα, στη Χαέν της Ισπανίας, οι τιμές χονδρικής του έξτρα παρθένου ελαιολάδου έφτασε τα σχεδόν 9.000 ευρώ (9.818 δολάρια ΗΠΑ)/ τόνο τον Ιανουάριο του 2024, σε σύγκριση με περίπου 3.350 ευρώ (3.655 δολάρια ΗΠΑ)/τόνο τον αρχές του 2022.
Οι τιμές στην Ελλάδα και την Ιταλία παρουσίασαν επίσης παρόμοια τάση. Σε αυτά τα επίπεδα, οι τιμές είναι σχεδόν τρεις φορές υψηλότερες από τους αντίστοιχους πενταετείς μέσους όρους (από το 2018 έως το 2022).
Η νέα σοδειά
Η καλλιέργεια ελιάς συγκεντρώνεται κυρίως γύρω από τις λεκάνη της Μεσογείου, με την Ισπανία, τον μεγαλύτερο παραγωγό ελαιολάδου στον κόσμο να αντιπροσωπεύει κατά μέσο όρο περίπου το 40% της παγκόσμιας παραγωγής.
Ακολουθεί η Ελλάδα και η Ιταλία, οι οποίες αντιπροσωπεύουν από 10% της παγκόσμιας παραγωγής. Άλλες χώρες κατά μήκος της μεσογειακές ακτές παράγουν λιγότερο, με το Μαρόκο, την Τυνησία και η Τουρκία, να κατέχουν το 5% -7%.
Εξετάζοντας την τρέχουσα περίοδο, η συγκομιδή του 2024 ξεκίνησε στις κύριες χώρες παραγωγής τον Οκτώβριο, και οι προκαταρκτικές προβλέψεις δείχνουν μερική ανάκαμψη της παγκόσμιας παραγωγής.
Στην Ισπανία, οι ευεργετικές βροχοπτώσεις της άνοιξης επέτρεψαν την ευνοϊκή ανάπτυξη των ελαιόδεντρων, και η συγκομιδή προβλέπεται να ανακάμψει σε σχεδόν 1,3 εκατομμύρια τόνους, πάνω από τη δεκαετή μέσο επίπεδο.
Αυξημένες αναμένονται σύμφωνα με τις εκτιμήσεις του FAO, στην Ελλάδα, την Τυνησία και την Τουρκία.
Αντίθετα, οι προοπτικές για την Ιταλία είναι μάλλον δυσοίωνες. Οι ελαιώνες στις νότιες καλλιεργητικές περιοχές υπέφεραν από την παρατεταμένη ξηρασία και τις υψηλές θερμοκρασίες, με αποτέλεσμα η παραγωγή ελαιολάδου να μειωθεί περισσότερο από το 30% συγκριτικά με την προηγούμενη σεζόν.
Η κατανάλωση στο ελαιόλαδο
Ως αναπόσπαστο μέρος της μεσογειακής διατροφής τόσο η ελιά όσο και το ελαιόλαδο καταναλώνεται κυρίως στις βασικές χώρες παραγωγής.
Την πρωτιά στην κατανάλωση φαίνεται να κατέχει η Ελλάδα. Σύμφωνα με τα στοιχεία της FAOSTAT, η κατά κεφαλήν κατανάλωση σε Ελλάδα κυμαίνεται σε περίπου 14 kg/ετησίως κατά μέσο όρο.
Άλλες ευρωπαϊκές χώρες ακολουθούν, με πρώτες την Ισπανία, την Ιταλία και την Πορτογαλία. Η Τυνησία είναι επίσης μεταξύ των κορυφαίων καταναλωτών, αν και κάτω από το εύρος των χωρών της βόρειας Μεσογείου, με την κατά κεφαλήν διαθεσιμότητά της να κυμαίνεται γύρω στα 4 κιλά ετησίως.
Η χρήση του ελαιολάδου στη διατροφή και εκτός της λεκάνης της Μεσογείου έχει κερδίσει έδαφος. Κατά τις τελευταίες δύο δεκαετίες, η παγκοσμιοποίηση και η αύξηση των εισοδημάτων συνέβαλαν ώστε καταναλωτές να στραφούν στο ελαιόλαδο σε πολλές χώρες, ενώ η αυξανόμενη ζήτηση ικανοποιείται από τις εισαγωγές.
Οι Ηνωμένες Πολιτείες παραμένουν ως ο κορυφαίος σε παγκόσμιο επίπεδο εισαγωγέας ελαιολάδου, απορροφώντας μεταξύ 29% και 36% του συνολικού εμπορίου (εξαιρουμένων των ροών εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης).
Οι προκλήσεις στο ελαιόλαδο
Ο τομέας του ελαιολάδου, ο οποίος παράγει προϊόντα υψηλής οικονομικής αξίας σε σύγκριση με άλλα βρώσιμα έλαια, κατέχει μια μη αμελητέα θέση στον αγροτικό τομέα.
Σύμφωνα µε τις εκτιμήσεις της FAOSTAT, η ακαθάριστη αξία που παράγεται από τον τομέα κατά μέσο όρο αντιστοιχεί στο 40% της συνολικής αξίας των αγροτικών προϊόντων. Μεταξύ των άλλων σημαντικών χωρών παραγωγής, η συμβολή του ελαιοκομικού τομέα στη αγροτικό τομέα κυμαινόταν από 3% έως 14%.
Αν και η συμβολή του ελαιολάδου στην εθνική οικονομία ποικίλλει από χώρα σε χώρα, ο ελαιοκομικός τομέας διαδραματίζει καθοριστικό ρόλο στη δημιουργία εσόδων και στην παροχή ευκαιριών απασχόλησης.
Ο τομέας δεν είναι όμως απαλλαγμένος από προκλήσεις. Πρώτα απ’ όλα, όπως πολλοί άλλοι τομείς, ο κλάδος του ελαιολάδου αντιμετωπίζει αυξανόμενο κόστος παραγωγής. Σε αντίθεση με τις αροτραίες καλλιέργειες, οι οποίες φυτεύονται σε επίπεδα χωράφια, τα ελαιόδεντρα συχνά καλλιεργούνται σε λόφους, και ως εκ τούτου μεγάλο μέρος του κόστους παραγωγής προέρχεται από τα έξοδα στη συγκομιδή και το κλάδεμα.
Ταυτόχρονα, το κόστος αυξάνεται σε όλες τις χώρες παραγωγής λόγω των αυξανόμενων πληθωριστικών πιέσεων, ιδίως το 2022 και το 2023, ενώ οι υψηλότερες τιμές των ενεργειακών και λιπασμάτων εντείνουν την πίεση.
Τα ελαιόδεντρα, αν και εξαιρετικά ανθεκτικά που τους επιτρέπουν να επιβιώνουν πολλούς αιώνες, αντιδρούν στις κλιματικές συνθήκες. Η κλιματική αλλαγή μπορεί να οδηγήσει σε απρόβλεπτα καιρικά φαινόμενα, επηρεάζοντας τις αποδόσεις της ελιάς, όπως παρατηρήθηκε τις δύο τελευταίες διαδοχικές περιόδους στην Ισπανία.
Οι αλλαγές στη θερμοκρασία και τις βροχοπτώσεις, καθώς και οι ακραίες καιρικά φαινόμενα επηρεάζουν την παραγωγή, οδηγώντας σε αυξημένες απαίτηση για άρδευση και άλλα μέτρα για τον μετριασμό της προκλήσεις που σχετίζονται με το κλίμα. Η λειψυδρία, είτε οφείλεται σε συνθήκες ξηρασίας ή σε ανταγωνισμό για τους υδάτινους πόρους, μπορεί να επιβάλει αυξημένες προσπάθειες άρδευσης, οι οποίες θα συνεπάγεται πρόσθετο κόστος παραγωγής.
Τέλος, η ελαιοπαραγωγή είναι επίσης επιρρεπής σε ζημίες από διάφορους εχθρούς και ασθένειες.
Σύμφωνα με τον FAO, προκειμένου να επιλυθούν ζητήματα στην καλλιέργεια, καλεί τους παραγωγούς να εξετάσουν πιο βιώσιμες πρακτικές διαχείρισης του νερού και του εδάφους. Από την άλλη πλευρά οι κυβερνήσεις, λαμβάνοντας υπόψη τις μεγάλες δυνατότητες που έχει το ελαιόλαδο, θα πρέπει να υποστηρίζουν τους ελαιοκαλλιεργητές μέσω συγκεκριμένων προγραμμάτων και χρηματοδοτικών μέτρων.
Πηγή: ot.gr
- Βρετανία: Με απολύσεις και αυξήσεις τιμών αντιδρούν οι λιανέμποροι στον προϋπολογισμό Στάρμερ
- Πανδαισία: Highlights από τα κορυφαία ευρωπαϊκά πρωταθλήματα – Όλα τα γκολ (vids)
- Θέλτα – Μπαρτσελόνα 2-2: Γκέλα στο «Μπαλαΐδος» για τους Μπλαουγκράνα
- Πάρμα – Αταλάντα 1-3: Έπιασε την Ίντερ στην κορυφή – 7η σερί νίκη!
- Εργασία: Η δυσαρέσκεια εργαζομένων χτυπάει κόκκινο, πιθανότητα μαζικών παραιτήσεων
- ΗΠΑ: «Ο υποψήφιος του Τραμπ για διευθυντής της Αντιτρομοκρατικής είναι απατεώνας» – Βγήκαν τα μαχαίρια