Η «βιογραφία» του «Μόμπι Ντικ»
Η εξαντλητική έκδοσή 2000 σελίδων του «Μόμπι Ντικ» που ετοιμάζεται στη Γερμανία και οι αναπαραστάσεις του μυθιστορήματος από τον κινηματογράφο έως το Φεστιβάλ Αθηνών
«H ίδια η φάλαινα μονίμως διαφεύγει. Κάποιες φορές ξεπροβάλλει η ουρά της, άλλες φορές η ράχη της διακρίνεται ανάμεσα στα κύματα. Αλλά ολόκληρη δεν εμφανίζεται ποτέ. Ακόμη κι όταν πληγωμένη και ματωμένη βυθίζεται στο νερό παρασέρνοντας στον όλεθρο τον Αχαάβ». Έτσι ξεκινάει η παρουσίαση της γερμανικής εφημερίδας «Die Zeit» -του Κρίστιαν Στάας- σχετικά με την εξαντλητική έκδοση των 2000 σελίδων του «Μόμπι Ντικ» που ολοκληρώνεται αυτό το διάστημα και αναμένεται το 2025 από τον εκδοτικό οίκο Fischer. Σε αυτήν θα περιέχεται η ανάλυση και των 135 κεφαλαίων του αριστουργηματικού μυθιστορήματος, όπου συμμετείχαν με σημειώσεις και σχόλια δεκάδες ερευνητές, με τα πρώτα συμπεράσματα να δημοσιεύονται ήδη από το 2012 στο παλαιότερο πολιτιστικό περιοδικό της Γερμανίας, το «Neue Rundschau» (neuerundschau.de).
Θα είναι μια έκδοση – Λεβιάθαν και θα ταιριάζει με το μεγαλείο του ίδιου του «Μόμπι Ντικ» αναλύοντας και επεξηγώντας από την ιστορία των ναυτικών τατουάζ έως την αφαίρεση λίπους στα φαλαινοθηρικά, διαδικασία που προαναγγέλλει τη γραμμή παραγωγής Φορντ. Και αυτός θα είναι ο τελευταίος σταθμός σε μια σειρά «αναγνώσεων» που εκτείνονται από τον κινηματογράφο έως το μουσικό θέατρο.
Άλλωστε, όταν μιλάμε για τον «Μόμπι Ντικ», μιλάμε για για το αμερικανικό έπος της αυτοπραγμάτωσης και της αυτοκαταστροφής, ανοιχτό στις διαφορετικές προσεγγίσεις. «Λέγε με Ισμαήλ» ακούγεται ο αφηγητής στην αρχή: θα μπορούσε όντως να λέγεται Ισμαήλ, αλλά αρκεί που ορίζει ο ίδιος την ταυτότητά του απέναντι στους αόρατους αναγνώστες του. Στον αντίποδα, πάλι, ο κάπτεν Αχαάβ ξεκινάει με σαιξπηρική στολή για να ξεκρεμάσει τη μάσκα της φύσης και καταλήγει κουρέλι στα παγωμένα κύματα. Ο θρύλος της λευκής φάλαινας αγγίζει με τον ίδιο τρόπο τις μεσοδυτικές Πολιτείες ή τη μυστική ελίτ της Νέας Υόρκης, συγκινεί τον «σατανά της λογοτεχνικής κριτικής» Χάρολντ Μπλουμ και παράλληλα αφήνει τα λουλούδια της ποπ κουλτούρας να ανθίσουν. «Μήπως τούτη η ασπρίλα, με την αοριστία της, υποδηλώνει το άψυχο κενό και την απεραντοσύνη του σύμπαντος και με τον τρόπο αυτό μας μαχαιρώνει από πίσω, μπήγοντας μέσα μας την ιδέα της μηδαμινότητας, όταν αντικρίζουμε την άσπρη άβυσσο του γαλαξία;» αναρωτιέται ο Ισμαήλ στο κεφάλαιο για την «Ασπρίλα της φάλαινας» (εδώ στη μετάφραση αναφοράς του Α.Κ.Χριστοδούλου, εκδ.Gutenberg, 2006, 16η ανατύπωση).
Οι αναπαραστάσεις που απέκτησε ο «Μόμπι Ντικ» στην παγκόσμια τέχνη μοιάζουν να αντανακλούν όντως αυτή την απεραντοσύνη. Το 1969 έγινε τραγούδι από τους σκληροπυρηνικούς Led Ζeppelin, που ονόμασαν «Μόμπι Ντικ» το drum solo του Τζον Μπόναμ στον δεύτερο δίσκο της καριέρας τους. Την ιδέα τους ζήλεψαν έκτοτε αρκετοί καλλιτέχνες: ο Στιβ Γκούντμαν της αμερικανικής φολκ τραγουδάει το «Μoby Βook», οι καναδοί ροκάδες Secret and Whisper τιτλοφορούν το δισκογραφικό τους ντεμπούτο «Η μεγάλη λευκή φάλαινα» και οι χεβιμεταλάδες Μastodon ονομάζουν «Λεβιάθαν» έναν δίσκο, όπου ξεχωρίζουν τα singles «Είμαι ο Έιχαμπ», «Θαλάσσιο κήτος» και «Αίμα και κεραυνός» (επιφώνημα του πληρώματος στο φαλαινοθηρικό «Πίκουοντ»).
Πόλοκ και Starbucks
Για τη δική του ιδιοσυγκρασιακή εκδοχή- γκουάς και μελάνι- ο Τζάκσον Πόλοκ χρειάστηκε το 1943 έναν πίνακα 46 επί 58 εκατοστά. Οι ιπτάμενες μορφές που κοσμούν το έργο του «Μπλε ή Μόμπι Ντικ»- στο Μουσείο Οχάρα του Κουρασίκι- μοιάζουν βυθισμένες στο νερό, όπως θέλει και η τεχνική της υδατογραφίας που χρησιμοποίησε. Πενήντα χρόνια μετά, ο ομότεχνός του Φρανκ Στέλα που μπήκε στην ιστορία της τέχνης με τους περίφημους «Μαύρους πίνακες», θέτει το μεγαλύτερο ορόσημο στην καριέρα του με τις εκτυπώσεις από τα 135 κεφάλαια του «Μόμπι Ντικ».
Από την ομότιτλη ταινία του Τζον Χιούστον το 1956- σε σενάριο του Ρέι Μπράντμπερι- μέχρι το φιλμ «Στην καρδιά της θάλασσας» του Ρον Χάουαρντ το 2015 (η αληθινή τραγωδία του φαλαινοθηρικού «Έσσεξ» το 1820) και το κόμικ του Γουίλ Άισνερ το 2001, σχεδιαστές, κινηματογραφιστές, ακόμη και marketeers θα αντλήσουν πρώτες ύλες από το έπος. Η πασίγνωστη αλυσίδα Starbucks έχει έναν λόγο παραπάνω, αφού οφείλει την επωνυμία της στο μέλος του θρυλικού φαλαινοθηρικού «Πίκουοντ», τον Στάρμπακ.
Ούτε η παγκόσμια λογοτεχνία θα μείνει ασυγκίνητη μπροστά στη μανία της μελβιλικής γραφής. Το υπαρξιακό ουρλιαχτό που ξεκίνησε με τον «Μόμπι Ντικ» θα το συνεχίσει ο Κόρμακ Μακάρθι στις αιματοβαμμένες περιπλανήσεις των απόκληρών του στην Άγρια Δύση, εκεί όπου η επική αφήγηση συναντάει τις βιβλικές απόκοσμες αναφορές. Η επίσημη βιογραφία της Cormac ΜcCarthy Society δεν αφήνει περιθώρια παρεξήγησης: «Εκτός από ορισμένες παραδοξότητες λίγα πράγματα ξέρουμε γι΄ αυτόν: δεν ενδιαφέρθηκε ποτέ για τον Χένρι Τζέιμς, ενώ το αγαπημένο του βιβλίο είναι ο “Μόμπι Ντικ”».
Και για να καταλήξουμε στα καθημάς το 2010 το Φεστιβάλ Αθηνών φιλοξενεί τους γερμανούς «Τrackworkers», οι οποίοι παρουσιάζουν την εντυπωσιακή εγκατάσταση «Whaletracking unlimited» συνδυάζοντας περφόρμανς, βιντεο-προβολές και την ηλεκτρικοακουστική μουσική του Τίμο Κρόουζερ στην κοιλιά μιας φάλαινας.
Την ίδια χρονιά η μεγάλη πετρελαιοκηλίδα στον Κόλπο του Μεξικού ήταν μια εικόνα που χτυπούσε το μαλακό υπογάστριο της ηθικής Αμερικής. Οι περιγραφές για την οικολογική καταστροφή δεν ήταν εύκολες, γι΄ αυτό και οι πεπειραμένοι γραφιάδες επέστρεψαν στις παλιές καλές συγκρίσεις. Σε μία από αυτές, οι «Νew Υork Τimes» παρομοίαζαν το πετρέλαιο με τον Μόμπι Ντικ και τους υπευθύνους της ΒΡ με τον κάπτεν Αχαάβ, που τα έβαλε με το κήτος και παρέσυρε το πλήρωμά του στον βυθό της ανυπαρξίας. Μια σύγκριση καλά μελετημένη: ο Μόμπι Ντικ δεν είναι με τίποτα μια ιστορία μανιχαϊσμού, όπου φύση=καλό, άνθρωπος=κακό και τα ρέστα χρεώνονται στον Θεό.
Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις