«Μικρά Πράγματα σαν κι Αυτά»: Το έγκλημα για το οποίο η Καθολική Εκκλησία δεν ζήτησε ποτέ συγγνώμη
Μια δραματική ταινία, χωρίς υπόνοια μελοδραματισμού και ένα δυνατό καστ, το φιλμ «Μικρά Πράγματα σαν κι Αυτά» είναι από τις καλύτερες ταινίες που βγήκαν στις αίθουσες αυτή την εβδομάδα.
Υπάρχουν κάποιες ταινίες στις οποίες πάνε όλα άψογα στα γυρίσματα, με τη χημεία που αναπτύσσεται ανάμεσα σε όλους τους συντελεστές, πίσω και μπροστά από τις κάμερες και αυτό τελικά βγαίνει με έναν μοναδικό επιβλητικό τρόπο στη μεγάλη οθόνη. Αυτό συμβαίνει και στα «Μικρά Πράγματα σαν κι Αυτά».
Η ταινία, με πρωταγωνιστή τον οσκαρικό Κίλιαν Μέρφι και σκηνοθέτη τον Βέλγο Τιμ Μίλαντς, της έξοχης σειράς «Peaky Blinders», καταπιάνεται με ένα τεράστιο σκάνδαλο, του εκτεταμένου εγκλεισμού κοριτσιών που έμεναν ανεπιθύμητα έγκυες σε δομές υπό την επίβλεψη της Καθολικής Εκκλησίας, μία θλιβερή ιστορία που ξεκίνησε τα μέσα του 18ου αιώνα και έκλεισε σιωπηλά το 1996.
Ο Κίλιαν Μέρφι, αφού διάβασε το θαυμάσιο ομώνυμο βιβλίο της Κλερ Κίγκαν, θα συγκεντρώσει, αμέσως μετά την ολοκλήρωση των γυρισμάτων του «Οπενχάιμερ», μία εξαιρετική ομάδα συνεργατών, για να το μεταφέρουν στη μεγάλη οθόνη. Τη στενή συνεργάτιδά του στο θέατρο για πάνω από 20 χρόνια, Έντα Γουόλς, για το υπέροχα μελετημένο σενάριο, τον Μίλαντς, ο οποίος αξιοποίησε το κείμενο με μία πρωτόγνωρη αυτοπεποίθηση και ακόμη μοντέρ, σκηνογράφο και διευθυντή φωτογραφίας – τον Ολλανδό μάστορα Φρανκ Φαν ντεν Ίντεν, να δουλεύουν ως ένα σώμα, με μία ματιά και με απίστευτη προσήλωση στο πνεύμα της ταινίας.
Δηλαδή όλα αυτά τα μικρά πράγματα, αλλά και τα ανείπωτα ή τα όσα υπονοεί το σενάριο, που αναδεικνύουν ένα έγκλημα διαρκείας, για το οποίο η Καθολική Εκκλησία δεν ζήτησε ποτέ συγγνώμη. Μία ιστορία που έπρεπε να ξαναειπωθεί, χωρίς καταγγελτικό τόνο, όπως σε άλλες κινηματογραφικές μεταφορές, αλλά ως σιωπηρή έκρηξη ενός ανθρώπου που πρέπει να παλέψει με το τραυματικό του παρελθόν και την υποκρισία της κοινωνίας.
Λίγα λόγια για το φιλμ «Μικρά Πράγματα σαν κι Αυτά»
Τα Χριστούγεννα του 1985, σε μία μικρή εργατική κωμόπολη της Βόρειας Ιρλανδίας, ο Φέρλονγκ συνεχίζει να δουλεύει σκληρά από τα ξημερώματα, προμηθεύοντας ξυλοκάρβουνα τα σπίτια και τα μαγαζιά της περιοχής. Όταν επιστρέφει στο σπίτι, στη σύζυγό του και τις πέντε κόρες του, ακολουθεί πάντα μία μικρή ιεροτελεστία στο μπάνιο. Γεμίζει με καυτό νερό την μπανιέρα και τρίβει την καρβουνίλα από το δέρμα του, ώστε να κάτσει στο τραπέζι του δείπνου εντελώς καθαρός. Η συνέχεια θα είναι μία μικρή ανάπαυλα, οικογενειακής θαλπωρής και διακριτικής τρυφερότητας με τη σύζυγό του.
Ο Φέρλονγκ, δεν έχει ανάλογες αναμνήσεις ως παιδί, καθώς η ανύπαντρη μητέρα του είχε βρει καταφύγιο ως οικονόμος στο κτήμα μιας πλούσιας γυναίκας. Εκεί θα μεγαλώσει, ως «μπάσταρδος γιος», όπως τον αποκαλούσαν οι συμμαθητές του. Η μητέρα του, όμως, ήταν από τις τυχερές, αφού οι περισσότερες κοπέλες που έμεναν έγκυες αστεφάνωτες κατέληγαν στα μοναστήρια της Καθολικής Εκκλησίας, τα διαβόητα «Πλυντήρια της Μαγδαληνής», τα οποία εκμεταλλεύονταν την εργασία των κοριτσιών και που πολλές φορές «εξαφανίζονταν» ή πέθαιναν κάτω από απάνθρωπες συνθήκες.
Δεν είναι λίγες οι φορές που έβλεπε ντροπιασμένους γονείς να σπρώχνουν τις κόρες τους μέσα στο μοναστήρι και όπως όλοι οι κάτοικοι της μικρής πόλης, έτσι κι αυτός, χαμήλωνε τη ματιά του, υποκύπτοντας στο κοινό μυστικό μιας υποκριτικής κοινωνίας. Τα Χριστούγεννα το τραύμα του Φέρλονγκ ανοίγει και ο πόνος φτάνει στα βάθη της ψυχής του. Όταν θα βρεθεί μπροστά σε μία ανακάλυψη στην καρβουναποθήκη του μοναστηριού, η συνείδησή του αντιδρά, αλλά δεν είναι ήρωας, είναι πάντα ένας «μπάσταρδος», που δούλεψε σκληρά, έκανε οικογένεια και πρέπει να προστατέψει τις κόρες του.
Η έκπληξη στα φετινά Όσκαρ;
Αποφεύγοντας κάθε υπόνοια μελοδραματισμού, ο Μίλαντς, με τη συνδρομή του σεναρίου, εστιάζει στη σιωπή, στην κοινωνική παράλυση μπροστά στην επιβολή της εκκλησίας, αλλά και την εργαλειοποίηση της φτώχειας. Μία συνενοχή που σκεπάζει τα σπίτια, μανταλώνει τις πόρτες, σφραγίζει τα παράθυρα, αφήνοντας στην γκρίζα παγωμένη ατμόσφαιρα να περιπλανώνται γεγονότα και αποτρόπαια μυστικά.
Ο Μίλαντς, με τη βοήθεια του βαν ντε Ίντεν, δημιουργούν ένα συγκρατημένο υπόκωφο δράμα, φωτίζοντας με το μελαγχολικό γκρίζο της Ιρλανδίας και τα σάπια χρώματα το σκηνικό του χωριού, στο οποίο κυριαρχούν τα κοράκια. Στις σκηνές του μοναστηριού τρυπώνει και το ψυχρό γαλάζιο, που παγώνει το αίμα.
Μία έξοχη ταινία, που μπορεί να έφυγε από το φεστιβάλ του Βερολίνου χωρίς ιδιαίτερες διακρίσεις, πέρα από το βραβείο β’ γυναικείας ερμηνείας για την Έμιλι Γουότσον, αλλά το πιθανότερο θα λάβει αρκετές υποψηφιότητες στα Όσκαρ. Και κυρίως για τις ερμηνείες, καθώς η Γουότσον είναι συγκλονιστική, ως Μητέρα Μαίρη, απογυμνώνοντας με το αμετανόητο βλέμμα της, την υποκρισία της Καθολικής Εκκλησίας, ενώ στο πλευρό της θα έχει κι ένα αξιοπρόσεκτο καστ.
Υπάρχει, όμως, και το κεφάλαιο Κίλιαν Μέρφι, ένας τεράστιος ηθοποιός, εξελισσόμενος σε άξιο διάδοχο του Ντάνιελ Ντέι Λιούις, που μπορεί με μία ξεχωριστή φυσικότητα, να μεταφέρει με το εύθραυστο πρόσωπό του, αμέτρητα συναισθήματα, να περιφέρει με το γαλάζιο βλέμμα του τον ψυχισμό ενός ήσυχου ανθρώπου, ενός αντιήρωα που θα πρέπει να παλέψει με τους δαίμονές του για να σηκώσει το πετρωμένο κορμί του και να αντισταθεί σε κάτι πολύ ανώτερο από τις δυνάμεις του.
Κοινωνικό δράμα, ιρλανδικής παραγωγής του 2024, σε σκηνοθεσία Τιμ Μίλαντς, με τους Κίλιαν Μέρφι, Έιλιν Γουόλς, Μισέλ Φάρλεϊ, Έμιλι Γουότσον, Σάιραν Χάιντς, Κλερ Ντιουν κα.
Προπώληση εισιτηρίων στο inTickets.
Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις