Το 1947, η Επιτροπή Αντιαμερικανικών Δραστηριοτήτων της Βουλής των Αντιπροσώπων (HUAC) αποφάσισε να πραγματοποιήσει μια ακροαματική διαδικασία για να διερευνήσει ανατρεπτικές δραστηριότητες στο Χόλιγουντ, στην οποία κλήθηκαν 41 σεναριογράφοι, σκηνοθέτες και παραγωγοί.

Οι περισσότεροι μάρτυρες ήταν «φιλικοί», δηλαδή πρόθυμοι να απαντήσουν στην βασική ερώτηση της επιτροπής: «Είστε ή υπήρξατε ποτέ μέλος του Κομμουνιστικού Κόμματος;».

Σε όσους ομολόγησαν ότι ήταν μέλη του Κομμουνιστικού Κόμματος δόθηκε η ευκαιρία να ονοματίσουν -ή πιο σωστά να καταδώσουν- τους συντρόφους τους, ώστε να κατοχυρώσουν μια καλή θέση στην επιτροπή και, κατ’ επέκταση, στην αμερικανική κινηματογραφική βιομηχανία.

«Οι δέκα του Χόλιγουντ»

Δέκα μάρτυρες -όλοι νυν ή πρώην μέλη του κόμματος- ενώθηκαν σε ένδειξη διαμαρτυρίας, αρνούμενοι να συνεργαστούν με την επιτροπή, επικαλούμενοι την Πρώτη Τροπολογία (ελευθερία του λόγου, δικαίωμα του συνέρχεσθαι, ελευθερία του συνεταιρίζεσθαι) και επιβεβαιώνοντας ότι η Επιτροπή Αντιαμερικανικών Δραστηριοτήτων δεν συμμεριζόταν αυτή την άποψη: καταδίκασε τους «Δέκα του Χόλιγουντ» για ασέβεια προς το Κογκρέσο, επέβαλε πρόστιμο 1.000 δολαρίων στον καθένα και τους καταδίκασε σε φυλάκιση έως και ενός έτους σε ομοσπονδιακή φυλακή.

Και οι δέκα καλλιτέχνες απολύθηκαν επίσης από μια ομάδα στελεχών στούντιο – και άρχισε η εποχή της μαύρης λίστας του Χόλιγουντ.

Φωτογραφία: Flickr

Άλβα Μπέσι (1904 – 1985)

Γιος επιχειρηματία από τη Νέα Υόρκη, ο Μπέσι εντάχθηκε στους Provincetown Players του Ευγένιου Ο’Νιλ ως ηθοποιός μετά την αποφοίτησή του από το Πανεπιστήμιο Κολούμπια. Το 1935 δημοσίευσε το πρώτο του μυθιστόρημα, το Dwell in the Wilderness, ενώ εργαζόταν ως συντάκτης στο The New Yorker. Το 1938 πήγε στην Ισπανία για να υπηρετήσει με την ταξιαρχία του Αβραάμ Λίνκολν που πολεμούσε τους φασίστες υπό την ηγεσία του Φράνκο. Ο Χέμινγουεϊ επαίνεσε τα απομνημονεύματα του Μπέσι για τον ισπανικό εμφύλιο πόλεμο του 1939, Men in Battle, ως ένα «αληθινό, ειλικρινές, εξαιρετικό βιβλίο».

Το 1943 ο Μπέσι μετακόμισε στο Χόλιγουντ, όπου εργάστηκε ως σεναριογράφος της Warner Bros για τις ταινίες The Very Thought of You (1944), Hotel Berlin (1945), Objective, Burma! (1945) και άλλες ταινίες. Όταν κλήθηκε να καταθέσει ενώπιον της HUAC, ο Μπέσι αρνήθηκε να συνεργαστεί, λέγοντας: «Δεν θα βοηθήσω ποτέ μια τέτοια επιτροπή στην προφανή προσπάθειά της να προωθήσει το είδος του εκφοβισμού και της τρομοκρατίας που είναι ο αναπόφευκτος πρόδρομος ενός φασιστικού καθεστώτος». Ο Μπέσι εξέτισε τη 12μηνη ποινή του για περιφρόνηση του Κογκρέσου σε ομοσπονδιακό σωφρονιστικό κατάστημα στην Τεξαρκάνα του Τέξας.

Χέρμπερτ Μπίμπερμαν (1900 – 1971)

Ο Μπίμπερμαν ξεκίνησε την καριέρα του σε ηλικία 28 ετών, σκηνοθετώντας θεατρικές παραστάσεις και βοηθώντας στη διεύθυνση του Theatre Guild στη Νέα Υόρκη. Το 1935, μετακόμισε στο Χόλιγουντ, όπου από σκηνοθέτης διαλόγων εξελίχθηκε σε σεναριογράφο και σκηνοθέτησε μέτριες ταινίες, όπως το Meet Nero Wolfe (1936), το King of Chinatown (1939) και το The Master Race (1944), μια αντιναζιστική ταινία.

Τρία χρόνια αργότερα, η επιτροπή HUAC του επέβαλε τη πιο μικρή ποινή από τους δέκα του Χόλιγουντ – έξι μήνες στη φυλακή της Τεξαρκάνα του Τέξας, όπου ήταν τρόφιμος ο συγκατηγορούμενος του, Άλβα Μπέσι.

Η σύζυγος του Μπίμπερμαν, Γκέιλ Σόντεργκααρντ, η οποία κέρδισε Όσκαρ Α’ γυναικείου ρόλου για τον ρόλο της στην ταινία Anthony Adverse (1936), αρνήθηκε επίσης να καταθέσει ενώπιον της HUAC και μπήκε στη μαύρη λίστα.

Ο Μπίμπερμαν δεν εργάστηκε ποτέ ξανά στο Χόλιγουντ.

Λέστερ Κόουλ (1904 – 1985)

Παιδί Πολωνών μεταναστών, ο Κόουλ όταν ήταν μόλις στην όγδοη τάξη,όταν  καταγγέλθηκε από τον διευθυντή του σχολείου του ως προδότη επειδή αντιτάχθηκε στην είσοδο της Αμερικής στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Παράτησε το λύκειο σε ηλικία 16 ετών και τελικά έγινε σκηνοθέτης και θεατρικός συγγραφέας.

Το 1932 μετακόμισε στο Χόλιγουντ για να συνεργαστεί με άλλους 17 σεναριογράφους σε μια από τις πρώτες υπερπαραγωγές του Χόλιγουντ με όλους τους αστέρες, την κωμωδία του Β.Σ. Φιλντς «Αν είχα ένα εκατομμύριο». Τα δύο επιτυχημένα θεατρικά έργα που είχε γράψει ο Κόουλ στη Νέα Υόρκη του χάρισαν ένα πενταετές συμβόλαιο με την Paramount για 250 δολάρια την εβδομάδα.

Το 1933, ενώ έγραφε B movies, μεταξύ των οποίων αρκετές από τη σειρά Charlie Chan, συνίδρυσε την Screen Writers Guild, την πρώτη από τις συντεχνίες του Χόλιγουντ. Την επόμενη χρονιά ο Κόουλ προσχώρησε στο Κομμουνιστικό Κόμμα και παρέμεινε αφοσιωμένος μαρξιστής σε όλη του τη ζωή.

Εννέα από τους 10 του Χόλιγουντ που κατηγορήθηκαν για περιφρόνηση του Κογκρέσου 1947 | Ρόμπερτ Άντριαν Σκοτ, Έντουαρντ Ντμίτρικ, Σάμιουελ Όρνιτς, Λέστερ Κόουλ, Χέρμπερτ Μπίμπερμαν, Άλμπερτ Μαλτζ, Άλβα Μπέσι, Τζον Χάουαρντ Λόουσον και Ρινγκ Λάρντνερ Τζούνιορ | Los Angeles Times | Wikimedia Commons

Έντουαρντ Ντμίτρικ (1908-1999)

Γεννημένος στο Grand Forks της Βρετανικής Κολομβίας, ο Ντμίτρικ ήταν ο δεύτερος από τους τέσσερις γιους Ουκρανών μεταναστών. Ο πατέρας του, ένας αυστηρός άνθρωπος που έκανε διάφορες δουλειές (οδηγός φορτηγού, εργάτης σε χυτήριο και οδηγός αυτοκινήτου), μετέφερε την οικογένειά του στο Σαν Φρανσίσκο και στη συνέχεια στο Λος Άντζελες. Ο Ντμίτρικ εγκατέλειψε  το σπίτι του σε ηλικία 14 ετών, και έγινε κούριερ στην Famous Players-Lasky (προάγγελος της Paramount Pictures) για 6 δολάρια την εβδομάδα, ενώ παράλληλα φοιτούσε στο Λύκειο του Χόλιγουντ.

Προχώρησε σε μοντέρ ταινιών και, σε ηλικία 31 ετών, ξεκίνησε την σκηνοθετική του καριέρα (όντας και πολιτογραφημένος Αμερικανός πολίτης). Η πιο γνωστή ταινία του ήταν το Murder, My Sweet (1944). Την ίδια χρονιά προσχώρησε στο Κομμουνιστικό Κόμμα.

Τον Ιούλιο του 1947 η RKO κυκλοφόρησε το θρίλερ Crossfire του Ντμίτρικ, με θέμα έναν Αμερικανό στρατιώτη που σκοτώνει έναν Εβραίο βετεράνο και διαφεύγει χάρη σε πιστούς φίλους του στο στρατό. Τρεις μήνες αργότερα, στην Ουάσινγκτον, ο Ντμίτρικ και οι υπόλοιποι δέκα του Χόλιγουντ «σνόμπαραν» την Επιτροπή Αντιαμερικανικών Δραστηριοτήτων της Βουλής των Αντιπροσώπων. Αν και μπήκε στη μαύρη λίστα τον Νοέμβριο, έλαβε μια υποψηφιότητα για Όσκαρ καλύτερης σκηνοθεσίας για το Crossfire.

Ρινγκ Λάρντνερ Tζούνιορ (1915-2000)

Ο γιος του γνωστού κωμικού του Σικάγο και θεατρικού συγγραφέα, φοίτησε στο Άντοβερ και στο Πρίνστον, όπου έγινε μέλος της Σοσιαλιστικής Λέσχης. Στο δεύτερο έτος της φοίτησής του γράφτηκε στο Αγγλοαμερικανικό Ινστιτούτο του Πανεπιστημίου της Μόσχας, το οποίο ιδρύθηκε για να εξοικειώσει τους νέους Βρετανούς και Αμερικανούς με τα θαύματα του σοβιετικού συστήματος.

Ο Λάρντνερ επέστρεψε στη Νέα Υόρκη και, το 1935, εργάστηκε για λίγο στην εφημερίδα Daily Mirror προτού προσληφθεί ως διευθυντής διαφήμισης στην νεοσύστατη κινηματογραφική εταιρεία του Ντέιβιντ Ο. Σέλζνικ. Ο Λάρντνερ απέκτησε φήμη όταν ο Σέλζνικ τον σύστησε στον Μπαντ Σούλμπεργκ, που αργότερα θα συνεργαζόταν με την Επιτροπή Αντιαμερικανικών Δραστηριοτήτων. Οι δύο πρωτάρηδες έκαναν μερικές σκηνές στο A Star is Born, μια ταινία του 1937 με πρωταγωνιστές τον Φρέντρικ Μαρτς και την Τζάνετ Γκέινορ, η οποία σημείωσε μεγάλη επιτυχία στο box-office.

Μέχρι το 1937 ο Λάρντνερ είχε στρατολογηθεί από το Κομμουνιστικό Κόμμα του Χόλιγουντ και συμμετείχε σε μαρξιστικές συναντήσεις τέσσερις νύχτες την εβδομάδα. Με τον καιρό έγινε μέλος ομάδων όπως η Αντιναζιστική Ένωση του Χόλιγουντ και η Κινητοποίηση των συγγραφέων του Χόλιγουντ ενάντια στον πόλεμο. Υπήρξε επίσης μέλος του διοικητικού συμβουλίου της Screen Writers Guild.

Τζον Χάουαρντ Λόουσον (1894 – 1977)

Γεννημένος στη Νέα Υόρκη από πλούσια οικογένεια, ο Λόουσον έγραψε το πρώτο του θεατρικό έργο (A Hindoo Love Drama) σε ηλικία 16 ετών ως φοιτητής στο Williams College. Μετά το πέρασμά του από τη θέση του εθελοντή οδηγού ασθενοφόρου στην Ιταλία κατά τη διάρκεια του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, όπου υπηρέτησε δίπλα στους Έρνεστ Χέμινγουεϊ, Τζον Ντος Πάσος και Ε.Ε. Κάμινγκς, ο Λόουσον επιμελήθηκε μια εφημερίδα στη Ρώμη και εργάστηκε ως διευθυντής διαφήμισης για τον Αμερικανικό Ερυθρό Σταυρό. Κατά τις δεκαετίες του 1920 και 1930, άρχισε να γράφει αριστερά θεατρικά έργα, μερικά από τα οποία έφτασαν στο Μπρόντγουεϊ.

Πούλησε το πρώτο του σενάριο το 1920 στην Paramount και οκτώ χρόνια αργότερα η MGM του προσέφερε συμβόλαιο. Το 1933, συνίδρυσε την Ενωση Σεναριογράφων και διετέλεσε ο πρώτος πρόεδρός της. Την ίδια χρονιά έγραψε επίσης δύο θεατρικά έργα στο Μπρόντγουεϊ και προσχώρησε στο Κομμουνιστικό Κόμμα. Το 1938, κέρδισε τη μοναδική του υποψηφιότητα για Όσκαρ, για το καλύτερο σενάριο, για το Blockade, ένα δράμα του ισπανικού εμφυλίου πολέμου με πρωταγωνιστή τον Χένρι Φόντα. Οι Ιππότες του Κολόμβου το κατήγγειλαν ως «μαρξιστική προπαγάνδα».

Όταν ήρθε η σειρά του Λόουσον να καταθέσει στις ακροάσεις του 1947, προσπάθησε να κάνει μια δήλωση, αλλά φιμώθηκε από το βροντερό σφυρί του προέδρου της επιτροπής, Τζ. Πάρνελ Τόμας. Ο Λόουσον εξέτισε τη 12μηνη ποινή του στο ομοσπονδιακό σωφρονιστικό ίδρυμα στο Άσλαντ του Κεντάκι.

Άλμπερτ Μαλτς (1908 – 1985)

Ο γεννημένος στο Μπρούκλιν Άλμπερτ Μαλτς αποφοίτησε από το Πανεπιστήμιο Κολούμπια το 1928 και φοίτησε στη Σχολή Δραματικής Τέχνης του Γέιλ, όπου απέκτησε μεταπτυχιακό δίπλωμα στη συγγραφή θεατρικών έργων. Στη θεατρική κοινότητα της Νέας Υόρκης, ήταν γνωστός για το ανέβασμα των οξυδερκών δραμάτων του σε προοδευτικούς χώρους όπως το Theatre Union και το Group Theater. Το έργο του Merry Go Round του 1932, ένα αποκαλυπτικό έργο βασισμένο σε μια δολοφονία στο Κλίβελαντ, μεταφέρθηκε στον κινηματογράφο.

Ο Μαλτς προσχώρησε στο Αμερικανικό Κομμουνιστικό Κόμμα το 1935, αλλά διοχέτευσε την πολιτική του στη συγγραφή. Το διήγημά του «The Happiest Man on Earth», για την ανεργία κατά τη διάρκεια της ύφεσης, κέρδισε το 1938 το βραβείο O. Henry. Το 1941, ο Μαλτζ μετακόμισε στο Λος Άντζελες για μια δουλειά στην Warner Bros. και έγραψε τη ζοφερή νουάρ διασκευή του This Gun for Hire του Γκράχαμ Γκριν. Το 1945 έλαβε υποψηφιότητα για Όσκαρ καλύτερου σεναρίου για την ταινία The Pride of the Marines (Η περηφάνια των πεζοναυτών).

Παρά τη συμβολή του στην πολεμική επιχείρηση, ο Μαλτς κλήθηκε να καταθέσει.

Σάμιουελ Όρνιτζ (1890 – 1957)

Σε ηλικία 12 ετών, ο γιος ενός πλούσιου Νεοϋορκέζου εμπόρου ξηρών ειδών έβγαζε σοσιαλιστικές ομιλίες στους δρόμους του Lower East Side. Έξι χρόνια αργότερα, αντί να ακολουθήσει τα δύο μεγαλύτερα αδέλφια του στις επιχειρήσεις, έγινε κοινωνικός λειτουργός για την Ένωση Φυλακών της Νέας Υόρκης και αργότερα για την Εταιρεία του Μπρούκλιν για την Πρόληψη της Κακοποίησης των Παιδιών.

Το 1918, ενώ εξακολουθούσε να είναι κοινωνικός λειτουργός στο Μπρούκλιν, μετέφερε την ακτιβιστική του δράση στο θέατρο, γράφοντας ένα διδακτικό θεατρικό έργο με τίτλο «The Sock» (Η κάλτσα), το οποίο βασίζεται στο Έγκλημα και τιμωρία του Ντοστογιέφσκι και διαδραματίζεται σε μια φτωχογειτονιά της Νέας Υόρκης. Το 1923 έγραψε το χιουμοριστικό μυθιστόρημα Haunch Paunch and Jowl για τη ζωή των Εβραίων μεταναστών γύρω στο 1910, το οποίο έγινε εθνική εμπορική επιτυχία. Το 1928 μετακόμισε στο Χόλιγουντ, όπου υπήρξε σεναριογράφιος 25 μέτριων ταινιών μεταξύ 1928 και 1949, κυρίως για την RKO και τη Republic. Οι πιο αξιοσημείωτες από αυτές ήταν η «Little Orphan Annie» (1938).

Μαζί με τον Λέστερ Κόουλς και τον Τζον Χάουαρντ Λόουσον, ο Όρνιτς ήταν βασικό στέλεχος στην ίδρυση της Screen Writers Guild. Yποστηρικτής της Σοβιετικής Ένωσης, ο Όρνιτς ήταν μια από τις πιο φλογερές πολιτικές προσωπικότητες του Χόλιγουντ.

Άντριαν Σκοτ  (1911 – 1972)

Γεννημένος σε μια μεσοαστική οικογένεια στο Άρλινγκτον, ο Σκοτ έγραφε άρθρα σε περιοδικά πριν μετακομίσει στο Χόλιγουντ. Ξεκινώντας το 1940, συνέβαλε σε διάφορα σενάρια, μεταξύ των οποίων και το σενάριο της δημοφιλούς κωμωδίας του Κάρι Γκραντ «Mr. Lucky». Ο Σκοτ γνώρισε μεγαλύτερη καταξίωση ως παραγωγός. Μαζί με τον σκηνοθέτη Εντουαρντ Ντμίτρικ, ένα μελλοντικό μέλος της ομάδας των δέκα του Χόλιγουντ, συνεργάστηκαν για μια σειρά από σκοτεινά θρίλερ, όπως το Murder, My Sweet (1944), βασισμένο στο Farewell, My Lovely του Ρέιμοντ Τσάντλερ, και το Crossfire (1947), ένα δράμα με θέμα τον αντισημιτισμό που έλαβε πέντε υποψηφιότητες για Όσκαρ, μεταξύ των οποίων καλύτερης ταινίας και καλύτερης σκηνοθεσίας.

Το 1947, στο απόγειο της καριέρας του, ο Σκοτ κλήθηκε να καταθέσει στις ανακρίσεις της HUAC (είχε ενταχθεί στο Κομμουνιστικό Κόμμα το 1944). Έγινε ένας από τους δέκα του Χόλιγουντ όταν αρνήθηκε να απαντήσει στις ερωτήσεις της επιτροπής για λόγους που αφορούσαν την Πρώτη Τροποποίηση. Περιμένοντας μια δικαστική απόφαση, ο Σκοτ μετακόμισε στο Λονδίνο για να αναζητήσει δουλειά, αλλά αποφάσισε να επιστρέψει όταν τα δικαστήρια αρνήθηκαν να ανατρέψουν τις κατηγορίες.

Σημείωσε ότι «εννέα από εμάς δεν θα μπορούσαν να πάνε στο δικαστήριο με τον 10ο να είναι φυγάς. Αυτό θα καθιστούσε αδύνατη την προσπάθεια για τους υπόλοιπους που είχαν απομείνει».

Ντάλτον Τράμπο (1905 – 1976)

Κατά τη διάρκεια των σχολικών του χρόνων στο Grand Junction του Κολοράντο, ο Τράμπο βρήκε δουλειά ως ρεπόρτερ για την εφημερίδα Grand Junction Sentinel, καλύπτοντας τα πάντα, από σχολικές εκδηλώσεις μέχρι αθλητικά νέα, από εγκλήματα μέχρι νεκρολογίες. Το 1924 γράφτηκε στο Πανεπιστήμιο του Κολοράντο, όπου έγραφε για τη σχολική εφημερίδα καθώς και για την Boulder Daily Camera. Το 1925, όταν ο πατέρας του έχασε τη δουλειά του, ο Ντάλτον μετακόμισε με την οικογένεια στο Λος Άντζελες. Λίγο αργότερα, ο πατέρας του πέθανε.

Για να κερδίσει χρήματα για τα δίδακτρα του Πανεπιστημίου της Νότιας Καλιφόρνιας, ο Τράμπο ανέλαβε μια δουλειά που επρόκειτο να είναι βραχυπρόθεσμη σε ένα αρτοποιείο στο κέντρο του Λος Άντζελες. Ωστόσο, κατέληξε να εργάζεται εκεί μέχρι το 1932. Σε αυτό το διάστημα, σπούδασε συγγραφή, κριτική και ψυχολογία στο USC, καθιερώθηκε ως συγγραφέας και έβγαζε λίγα χρήματα στο περιθώριο, κάνοντας check kiting και λαθρεμπόριο.

Το 1933 άφησε τον φούρνο για να γίνει βοηθός συντάκτη του Hollywood Spectator, όπου ήταν ήδη συνεργάτης, και τον επόμενο χρόνο μετακινήθηκε στο τμήμα ιστοριών της Warner Bros. Τον Οκτώβριο του 1935 προήχθη σε σεναριογράφο, μια θέση που περίμενε να τον βοηθήσει να καθιερωθεί ως μυθιστοριογράφος. Αντ’ αυτού, κατέληξε να έχει στο ενεργητικό του περισσότερα από 50 σενάρια. Το πρώτο του, το Road Gang, κυκλοφόρησε το 1936.

Η μεγάλη κινηματογραφική επιτυχία του Τράμπο ήταν η ταινία Kitty Foyle (1940), για την οποία ήταν υποψήφιος για Όσκαρ. Κατά τη διάρκεια του πολέμου έγραψε πολλά σενάρια και το 1943, αφού ήταν συνοδοιπόρος για χρόνια, ο Τράμπο αποφάσισε να ενταχθεί στο Κομμουνιστικό Κόμμα.

Αφού αρνήθηκε να καταθέσει στις ακροαματικές διαδικασίες του HUAC το 1947, ο Τράμπο καταδικάστηκε για περιφρόνηση του Κογκρέσου. Τον επόμενο χρόνο, ο ίδιος και το κόμμα τράβηξαν χωριστούς δρόμους. Το 1950 πέρασε 11 μήνες σε ομοσπονδιακή φυλακή στο Άσλαντι. Από το κελί του έγραφε γράμματα στο σπίτι στη σύζυγό του, Κλειώ, και στα τρία παιδιά τους, πολλά από τα οποία υπέγραφε: «Από τον μπαμπά. Ντάλτον Τράμπο. Κρατούμενος #7551».

*Με πληροφορίες από: hollywoodreporter | David L. Dunbar