Το μετέωρο βήμα ενός αποδυναμωμένου ΣΥΡΙΖΑ
Ο ΣΥΡΙΖΑ επιβίωσε της διαδικασίας εκλογής ηγεσίας. Όμως, είναι ένα πολύ μικρότερο κόμμα και δύσκολα θα ξεφύγει από αυτή τη συνθήκη
- Την ενοχή 14 κατηγορούμενων για τον βιασμό της 12χρονης στον Κολωνό πρότεινε ο εισαγγελέας
- Θα αντέξουν οι Ουκρανοί μέχρι την ορκωμοσία Τραμπ; - Τι λέει Αμερικανός ειδικός
- Τι είναι τα lee waves που έκαναν την εμφάνισή τους στο Αιγαίο
- Αυτή είναι αιτία θανάτου της Georgina Cooper, του μοντέλου των '90s που πέθανε στην Ελλάδα στα 46 της χρόνια
Μπορεί στον ΣΥΡΙΖΑ να θεωρούν επιτυχία ότι κατάφεραν να ολοκληρώσουν μια διαδικασία εκλογής ηγεσίας χωρίς να περάσουν μία ακόμη βαθιά κρίση – κυρίως γιατί η ρήξη με τον Στέφανο Κασσελάκη όσους τον υποστηρίζουν προηγήθηκε της εκλογής προέδρου – όμως αυτό δεν σημαίνει σε κανένα βαθμό ότι κατάφεραν να ξεπεράσουν και τα σοβαρά προβλήματα που έχουν να αντιμετωπίσουν.
Ο ΣΥΡΙΖΑ αυτή τη στιγμή είναι από όλες τις απόψεις ένα πολύ μικρότερο κόμμα, μικρότερο ακόμη και από τον συμβολισμό ότι έχασε τη θέση της Αξιωματικής Αντιπολίτευσης. Είναι ένα κόμμα που δημοσκοπικά είναι σε χαμηλή πτήση, έχει χάσει ήδη από την αποχώρηση της Νέας Αριστεράς ένα σημαντικό μέρος του οργανωτικού και διανοητικού του δυναμικού και – το κυριότερο – δεν έχει καταφέρει ακόμη να επεξεργαστεί, πέραν γενικολογιών, ένα σχέδιο που να εξηγεί τι ακριβώς επιδιώκει, την ώρα που οι πραγματικές εκπροσωπήσεις του στην τοπική αυτοδιοίκηση, τον συνδικαλισμό και τα κοινωνικά κινήματα έχουν απομειωθεί.
Γιατί είναι προφανές ότι σε αυτή τη συνθήκη πολύ δύσκολα μπορεί να θεωρηθεί στρατηγική η ρητορική επιδίωξη μιας ανασυγκρότησης και μαζικοποίησης που υποτίθεται ότι θα μπορούσε να επανάφερε τον ΣΥΡΙΖΑ στη θέση βασικού πόλου «αριστερά του κέντρου» που κατείχε από το 2012 έως μέχρι πριν λίγο.
Το πρόβλημα των κοινωνικών εκπροσωπήσεων
Το πρώτο ζήτημα, παραδοσιακό υποτιμημένο στη συζήτηση του ΣΥΡΙΖΑ, είναι αυτό που αφορά τις ίδιες τις κοινωνικές δυνάμεις που εκπροσωπεί. Γιατί παρότι ο ΣΥΡΙΖΑ φάνηκε την περασμένη δεκαετία και έως και τις εκλογές του 2019 να αναδεικνύεται στην μαζικότερη έκφραση των λαϊκών στρωμάτων και της νεολαίας, εντούτοις αυτή η εκπροσώπηση παρέμεινε εκλογική και όχι «οργανική». Ο ΣΥΡΙΖΑ ποτέ δεν απέκτησε το είδος του βαθιού ριζώματος σε κοινωνικά στρώματα και τους θεσμούς που εξασφάλιζαν την εκπροσώπηση αυτή, από τον συνδικαλισμό έως την τοπική αυτοδιοίκηση, που είχε το ΠΑΣΟΚ ή ως ένα βαθμό το ΚΚΕ.
Αυτό πέραν του να καθιστά τον ΣΥΡΙΖΑ ευάλωτο απέναντι στις μετατοπίσεις της κοινής γνώμης με όρους «επικοινωνίας» δεν του επέτρεπε να έχει και μια καλή γνώση αυτών των μετατοπίσεων. Ως αποτέλεσμα κατ’ επανάληψη δεν μπόρεσε να «διαβάσει» έγκαιρα αυτό που επιζητούσε η ελληνική κοινωνία.
Ούτε μπορούσε να τροφοδοτείται από βαθύτερες επιδιώξεις και αναζητήσεις αυτών των στρωμάτων. Ακόμη και με τη νεολαία, μια κοινωνική κατηγορία με την οποία διατήρησε προνομιακή εκλογική σχέση, αυτή παρέμεινε ουσιωδώς εξωτερική.
Το πρόβλημα της αδυναμίας παραγωγής στρατηγικής
Παρότι ο ΣΥΡΙΖΑ κάποια στιγμή συναντήθηκε με σημαντικές κοινωνικές αλλά και διανοητικές δυνάμεις, εντούτοις δεν μπόρεσε να έχει σημαντικές στρατηγικές τομές. Σε κάποιες περιπτώσεις αυτό είχε να κάνει με εσωκομματικές ισορροπίες, σε άλλες με την επιθυμία της ηγεσίας να μην δεσμεύεται σε κατευθύνσεις που δεν ήθελε να ακολουθήσει (π.χ. όταν επιλέχτηκε ότι δεν υπήρχε ανάγκη για ένα «Σχέδιο Β» σε σχέση με την ευρωζώνη), και τις περισσότερες φορές με μια αντίληψη της πολιτικής που επικεντρωνόταν στη διαχείριση του υπάρχοντος, είτε αυτό αφορούσε τη διακυβέρνηση, είτε την αντιπολίτευση.
Και βέβαια τα πράγματα δεν έκανε καλύτερα το γεγονός ότι ιδίως μετά και την αποχώρηση της Νέας Αριστεράς το κόμμα έχασε και μεγάλο μέρος των προσβάσεων που μπορεί να έχει σε χώρους των Πανεπιστημίων και ευρύτερα της διανόησης – χώρους στους οποίους είχε απώλειες ήδη από το 2015.
Η απροθυμία αναμέτρησης με το ερώτημα της φυσιογνωμίας
Σε όλα αυτά προστίθεται και ένα πάγιο πρόβλημα του ΣΥΡΙΖΑ, τουλάχιστον από το 2015 και μετά. Αυτό που αφορά τη φυσιογνωμία του, τον τρόπο με τον οποίο ορίζει το τι είναι ως κόμμα και πώς βλέπει τον στρατηγικό του ορίζοντα.
Ας μην ξεχνάμε ότι ως ρεύμα ο ΣΥΡΙΖΑ έχει μια ιδιαίτερα αντιφατική διαδρομή. Οι αφετηρίες ως ενιαίου κόμματος, βρίσκονται σε μια επιλογή «αποκομμουνιστικοποίησης» της ελληνικής Αριστεράς στις αρχές της δεκαετίας του 1990, που πέραν όλων των άλλων οδήγησε και σε διαρροές προς το «εκσυγχρονιστικό» ΠΑΣΟΚ του Κώστα Σημίτη και που αφετηρία είχε – ας μην το ξεχνάμε και αυτό – μια δεξιόστροφη ανάγνωση της ευρωκομμουνιστικής αναφοράς.
Η επιλογή μετατόπισης προς μια πάντα ασαφώς προσδιορισμένη «ριζοσπαστική Αριστερά» στον απόηχο των κινημάτων «κατά της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης» στη δεκαετία του 2000, δεν συνδυάστηκε με μια ανάλογη στρατηγική επεξεργασία, παρά την μετατόπιση της ρητορικής. Ή για να το πούμε διαφορετικά ένας ορισμένος ριζοσπαστισμός, ενίοτε και αντικαπιταλισμός, ουδέποτε ξεπέρασε τα όρια της πολιτικής κουλτούρας, ώστε να γίνει στοιχείο στρατηγικής. Την ώρα που ένας ριζωμένος «μεταρρυθμισμός» επίσης ουδέποτε έγινε πραγματικό σχέδιο διακυβέρνησης.
Ακόμη και το ερώτημα της «αριστερής κυβέρνησης», πρωτοδιατυπωμένο ως προοπτική από τον Αλέκο Αλαβάνο, με τον συνδυασμό διορατικότητας και απροθυμίας εμβάθυνσης που συχνά τον χαρακτήριζε, όταν έγινε το πολιτικό σύνθημα που απαντούσε στο βάθος της μνημονιακής πολιτικής κρίσης, ουδέποτε μεταφράστηκε σε στρατηγική επεξεργασία και ακόμη και οι αναφορές στον ύστερο Πουλαντζά ή τη Λατινική Αμερική δεν ξεπέρασαν τα όρια της βιβλιογραφίας.
Όμως, ακόμη και μετατόπιση αντικειμενικά στον ρόλο της κυβερνητικής δύναμης με πολύ περισσότερο σοσιαλδημοκρατικά στοιχεία, δεν συνδυάστηκε με μια ανάλογη πολιτική και ιδεολογική επεξεργασία.
Αυτό έγινε πολύ πιο έντονο μετά το 2019 όταν η επιλογή κατάληψης του χώρου της Κεντροαριστεράς μεταφράστηκε απλώς στην προσέλκυση κάποιων στελεχών και όχι βέβαια στην αναζήτηση κάποιου αντίστοιχου στρατηγικού στίγματος.
Ακόμη και σήμερα, δύσκολα μπορεί να διακρίνει κανείς κάποια ιδιαίτερη στρατηγική επεξεργασία στην προσπάθεια ανασυγκρότησης. Για παράδειγμα δεν θα δει κανείς μια αποτίμηση των επανειλημμένων πρόσφατων πολιτικών και στρατηγικών αποτυχιών της Ευρωπαϊκής Σοσιαλδημοκρατίας. Ούτε ένα σχέδιο για το πώς πολιτικές όπως η αναδιανομή ή ένας νέος ρόλος του κράτους θα μπορούσαν να γίνουν όντως πράξη. Και βέβαια πέραν της προοπτικής να επαναληφθεί μια διαδρομή όπως του 2012-2015 δεν υπάρχει και κάποιο σχέδιο.
Ακόμη και πρωτότυπες εμπειρίες όπως για παράδειγμα αυτή της υπό τον Πέδρο Σάντσεθ Ισπανικής κυβέρνησης ή του Νέου Λαϊκού Μετώπου της Γαλλίας δεν αποτιμώνται.
Ένα κόμμα μικρότερο και αποδυναμωμένο αναζητά ξανά να συναντηθεί με την κοινωνία
Η πολιτική σε τελική ανάλυση έχει να κάνει με το εάν ένα πολιτικό ρεύμα μπορεί να πατήσει μέσα στην κοινωνία και να συναντηθεί με τα ρήγματα και τις επιδιώξεις της.
Το κομμουνιστικό κίνημα για παράδειγμα απέκτησε μια πλατιά γείωση σε λαϊκά στρώματα με την εμπειρία της Αντίστασης, γείωση που σε μεγάλο βαθμό επέζησε και της ήττας του Εμφυλίου. Το Κέντρο συναντήθηκε στη δεκαετία του 1960 με μια πραγματική ευρύτερη επιθυμία ρήξης με το βάρος του Μετεμφυλιακού Κράτους. Το ΠΑΣΟΚ εκπροσώπησε μια ευρύτερη κοινωνική συμμαχία που ουσιαστικά περιλάμβανε όλα τα στρώματα που δεν αναγνώριζαν εαυτόν στο κράτος όπως είχε διαμορφωθεί από τον Εμφύλιο και μετά. Ο ίδιος ο ΣΥΡΙΖΑ το 2012-2015 συναντήθηκε με μια εκρηκτική κοινωνική δυναμική που έβγαινε μέσα από την οξεία κοινωνική και πολιτική κρίση των μνημονίων και ως ένα βαθμό την εκπροσώπησε.
Μόνο που από όλες τις συναντήσεις που αναφέραμε, αυτή του ΣΥΡΙΖΑ ήταν και η πιο επισφαλής. Και εξαιτίας των χαρακτηριστικών του ΣΥΡΙΖΑ και προφανώς υπό το βάρος των όσων ακολούθησαν.
Αυτό εξηγεί και την υποχώρηση του ΣΥΡΙΖΑ. Δεν είναι μόνο τα πολιτικά λάθη ή η τραγελαφική εικόνα της σύντομης «Εποχής Κασσελάκη». Είναι και ότι ούτως ή άλλως δεν υπήρχαν «οργανικοί» δεσμοί με αυτά τα κοινωνικά στρώματα. Και αυτό μπορεί να εξηγήσει γιατί δημοσκοπικά κινείται τόσο χαμηλά.
Ακόμη χειρότερα, σήμερα ο ΣΥΡΙΖΑ έχει να αντιμετωπίσει ένα φαινομενικό παράδοξο. Από τη μια, είναι εμφανές ότι η ΝΔ έχει αναδιπλωθεί στον σκληρό πυρήνα της πολιτικής της επιρροής που είναι κατά βάση εκείνο το μειοψηφικό τμήμα της ελληνικής κοινωνίας που σήμερα θεωρεί ότι τα «πράγματα πηγαίνουν στη σωστή κατεύθυνση» και που ωφελήθηκε από τις πολιτικές επιλογές των τελευταίων ετών. Αυτό σημαίνει ότι το μεγαλύτερο μέρος της ελληνικής κοινωνίας, πρωτίστως τα λαϊκότερα στρώματα, είναι τοποθετημένο απέναντι στην κυβέρνηση.
Την ίδια ώρα δεν υπάρχει ένας δυνάμει πλειοψηφικός αντιπολιτευτικός πόλος, αλλά ένας πολυκερματισμός της αντιπολιτευτικής δυναμικής που μάλιστα περιλαμβάνει – σε αντίθεση με άλλες εποχές – και έναν ισχυρό ακροδεξιό αστερισμό. Από την άλλη, το ΠΑΣΟΚ μπορεί να είναι πλέον αξιωματική αντιπολίτευση και δημοσκοπικά να ενισχύεται, όμως επίσης διαπερνιέται από την ίδια αντίφαση της αδυναμίας να επεξεργαστεί μια πειστική εναλλακτική πρόταση και να αποσαφηνίσει την πολιτική του φυσιογνωμία.
Όλα αυτά, όμως, δεν σημαίνουν ότι ο ΣΥΡΙΖΑ μπορεί να καλύψει το κενό ακόμη και απαλλαγμένος από έναν ηγέτη που δεν είχε σχέση με την Αριστερά και με στοιχεία δέσμευση για ενωτική και συγκροτημένη παρέμβαση. Σε πρώτη φάση πολύ πιο πιθανό είναι να αναμετρηθεί με τα όριά του και την αναδίπλωσή του στον ρόλο ενός υπαρκτού (αυτό δείχνουν οι 70.000 ψηφίσαντες στην εσωκομματική εκλογή) αλλά και σχετικά μικρού αντιπολιτευτικού κόμματος.
Τα ανοιχτά ερωτήματα
Όλα αυτά έχουν να κάνουν και με ερωτήματα που είναι ταυτόχρονα βαθύτερα και ανοιχτά. Η αποτυχία του ΣΥΡΙΖΑ την περασμένη δεκαετία «να κάνει τη διαφορά», μαζί με την παράλληλη αποτυχία των PODEMOS ή του εγχειρήματος του Κόρμπιν, έδειξαν ότι οποιαδήποτε προσπάθεια για μια πολιτική που θα επιδιώξει κάποιου είδους μείζονα ρήξη με τον εμπεδωμένο και κυρίαρχο νεοφιλελευθερισμό, ιδίως στην τρέχουσα αυταρχική εκδοχή του, θα συναντήσει ισχυρότατες αντιστάσεις και χωρίς καλά επεξεργασμένη στρατηγική θα αποτύχει. Την ίδια ώρα είναι σαφές ότι χωρίς μεγάλες αλλαγές και τομές πολύ δύσκολα θα αντιστραφεί μια πορεία που οδηγεί ταυτόχρονα σε ένταση των ανισοτήτων, επιδείνωση της κλιματικής κρίσης και παραπέρα αποπροσανατολισμό και αποσυσπείρωση ευρύτερων κοινωνικών στρωμάτων (και δη με όρους που ενισχύουν την ακροδεξιά). Μόνο που οι τομές απαιτούν εκείνο το είδος γνώσης της πραγματικότητας, στρατηγικής φαντασίας και κοινωνικής αποφασιστικότητας που απουσιάζει από το μεγαλύτερο μέρος του πολιτικού φάσματος που διεκδικεί τον χαρακτήρα του «προοδευτικού».
Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις