Η ζωή αλλά και το λογοτεχνικό έργο του Νίκου Κρανιδιώτη είναι συνυφασμένα με την ιστορία και τις περιπέτειες της σύγχρονης Κύπρου. Για χρόνια πρέσβυς της πατρίδας του στην Αθήνα, συμπαρατάσσεται κι αυτός στην αρκετά μεγάλη σειρά των διπλωματών που θήτευσαν γόνιμα στη λογοτεχνία μαζί με τον Γιώργο Σεφέρη, τον Αλέξανδρο Μπάρα, τον Άγγελο Βλάχο, τον Δημήτρη Νικολαρεΐζη.


«Η Μεγάλη Άνοιξη» είναι η δεύτερη μετά το 1988 συλλογή ποιημάτων του, και σημειώνω ως χρονικό όριο το 1988, γιατί τότε δημοσιεύτηκε συγκεντρωμένο το σύνολο των συλλογών του, από τις «Σπουδές» (1951) ως τον «Μικρό μας Κόσμο» (1986). Συγκεντρωμένα στη «Μεγάλη Άνοιξη» είναι τα πρόσφατα ποιήματά του και όλα σχεδόν τα «ειδοποιά» χαρακτηριστικά του θεματικά, γλωσσικά, αρχιτεκτονικά.


Πράγματι, ό,τι έχει επισημάνει στο παρελθόν η κριτική στο έργο του Νίκου Κρανιδιώτη, μπορούμε να το εντοπίσουμε και εδώ, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι πολλά από τα ποιήματά του δεν έχουν ενσωματωμένα τα χαρακτηριστικά εκείνα που κατά το παρελθόν τα βλέπαμε να ορίζουν μεγάλες ποιητικές ενότητες.


Οπωσδήποτε αυτό που κυριαρχεί, ως στοιχείο μορφής και ποιητικής ιδιοσυγκρασίας, είναι αναμφίβολα ο λυρισμός. Δεν είναι όμως ο λυρισμός των ποιητών του όψιμου συμβολισμού του Τέλλου Άγρα, του Μήτσου Παπανικολάου, του Ι.Μ. Παναγιωτόπουλου αλλά μάλλον ο λυρισμός των κυπριακών ποιημάτων του Σεφέρη, με τον πλούσιο εσωτερικό ρυθμό της ποιητικής εικόνας και με την παράλληλη στήριξη σε σύμβολα και μυθολογικά στοιχεία, με άμεσες ιστορικές αναγωγές. Μάλιστα αυτά δεν ισχύουν μόνο για τα ποιήματα της ενότητας «Μνήμη Πατρίδος», όπου έτσι κι αλλιώς η ιστορία καταλαμβάνει το προσκήνιο της φαντασίας του ποιητή, αλλά και για ορισμένα από τις άλλες δύο ενότητες. Ακόμα και στα πιο «προσωπικά» ποιήματα, αυτά που ανάγουν σε ερωτικές μορφές ή σε μορφές που η ανάμνησή τους διαχέεται στη συγκίνηση του ποιητή (λ.χ. το «Γράμμα στη μητέρα» σελ. 49), είναι δυναστικά παρών ο χρόνος και η μοίρα της ιστορίας. Έτσι ο ελεγειακός τόνος και η αποτύπωση ενός ακένωτου συναισθήματος φθοράς που προέρχεται ακριβώς από την είσοδο της ιστορίας στην ανθρώπινη φύση στέλνουν απευθείας τον αναγνώστη σε συλλογικές μνήμες. Παράδειγμα το ποίημα «Ερωτικό III», από την ενότητα «Λυρικά Ιντερμέδια», όπου γενικά επικρατεί η αισθησιακή σχέση του ποιητή με τον κόσμο:

Μόνο ο έρωτας κι η ποίηση
έμειναν στο κατώφλι της καταστροφής
άθικτα, να εγκαρτερούν
στο σκοτωμένο άνεμο και στη φωτιά του μίσους.

Μόνο ο έρωτας κι η ποίηση
αρνήθηκαν το θάνατο,
κι υψώθηκαν, προπέτασμα ζωής,
πάνω από την γκρεμισμένη πολιτεία.


Αυτός ο στοχαστικός λόγος, που πολλές φορές καταφεύγει στην περίφραση για να μην απομακρυνθεί από τη θερμότητα του άμεσου τόνου (αυτού που θα λέγαμε «συζητητικού»), εμφανίζεται παντού. Και από αυτή την άποψη εξισορροπεί πολλές φορές την τάση του Ν. Κρανιδιώτη να χρησιμοποιεί τον γνωστό κρυπτικό, σεφερικό τρόπο, για να δώσει συμβολικές ή και παραβολικές προεκτάσεις στην ποιητική εμπειρία. Γιατί οι συμβολικές προεκτάσεις που ήδη αναφέραμε αφθονούν σε όλα τα ποιήματα της συλλογής. Αν και νομίζω ότι έχουν πιο γόνιμα αποτελέσματα στις ενότητες «Μvήμη Πατρίδος» και «Ο Μύθος της Γνώσης», όπου όχι σπάνια ο πανθεϊσμός ή ο παγανισμός, που διακατέχουν αισθησιακά τον ποιητή, και που τον κάνουν να ενσωματώνει σ’ ένα ενιαίο και αρράγιστο σύμπαν κάθε στοιχείο της φύσης και του πνεύματος, αποτυπώνονται αντίστροφα στην πολιτική ηθική του. Και το αποτύπωμα της ιστορίας, χωρίς να προβάλλεται από επικές σκηνές ή ρητορικά σχήματα, φαίνεται ότι μπορεί να δημιουργηθεί από τον συγκερασμό της αίσθησης του ποιητή για το πέρασμα του χρόνου και της συνείδησής του για τον κόσμο, σ’ έναν ευρύτατο χώρο, όπου εναλλάσσονται, ως πανάρχαιες δυνάμεις, η ζωή και ο θάνατος. Παράδειγμα, η πρώτη (και όπως νομίζω αισθητικά πιο ισόρροπη) ενότητα του ποιήματος «Κωνσταντία» (σελ. 40):

Καθώς πέφτουν τα βλέφαρα της νύχτας
πάνω από τους ξεχασμένους κήπους,
προβάλλουν σε μια διχασμένη μνήμη
θεσπέσιοι ρόδακες Βυζαντινών ναών
ανάμιχτοι με θραύσματα κιόνων
της βυθισμένης μέσ’ στην άμμο Κωνσταντίας (…)

*Κείμενο του συγγραφέα, κριτικού λογοτεχνίας και μεταφραστή Αλέξη Ζήρα, που είχε δημοσιευτεί στο λογοτεχνικό περιοδικό «Πνευματική Κύπρος» το 1991 (τεύχος 364, αφιέρωμα στον Νίκο Κρανιδιώτη).


Ο κύπριος διπλωμάτης, συγγραφέας και ποιητής Νίκος Κρανιδιώτης γεννήθηκε στην Κερύνεια στις 25 Νοεμβρίου 1911.

Σπούδασε φιλολογία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και διεθνείς σχέσεις στις ΗΠΑ, εργάστηκε δε αρχικά στη Μεγαλόνησο ως καθηγητής της Μέσης Εκπαίδευσης.

Ως γενικός γραμματέας και σύμβουλος της Εθναρχίας Κύπρου, υπήρξε ένας από τους στενότερους συνεργάτες του Αρχιεπισκόπου Μακαρίου Γ’.

Κατά τη διάρκεια του Απελευθερωτικού Αγώνα υπέστη διώξεις από τις βρετανικές αποικιακές δυνάμεις.

Ο Κρανιδιώτης διετέλεσε επί δεκαεννέα έτη πρεσβευτής της Κυπριακής Δημοκρατίας στην Ελλάδα.


Υπήρξε συνεκδότης του περιοδικού «Κυπριακά Γράμματα» και διευθυντής του κατά την περίοδο 1948-1956, ενώ συνεργάστηκε με πολλά κυπριακά και αθηναϊκά έντυπα.

Γνωστός ως ποιητής της Κερύνειας, ο Κρανιδιώτης εξέδωσε την πρώτη ποιητική συλλογή του, τις «Σπουδές», το 1951. Σε αυτήν κυριαρχούν το λυρικό στοιχείο και οι χαμηλοί τόνοι με άμεσες επιρροές από τους νεοσυμβολιστές ποιητές του 1920.

Αργότερα η ποιητική του έκφραση εμπλουτίστηκε με στοιχεία από την ποίηση του Γιώργου Σεφέρη, τα οποία μετουσιώνονται επιτυχώς και συναιρούνται με την τραγικά βιωμένη ιστορία του γενέθλιου χώρου (συλλογές «Επιστροφή», 1974, «Ταξίδι στο νησί του νότου», 1983, «Ο μικρός μας κόσμος», 1986).


Πέραν της ποιήσεως, ο Κρανιδιώτης ασχολήθηκε και με την πεζογραφία, ενώ δημοσίευσε πληθώρα μελετών και δοκιμίων, δίνοντας έμφαση στην πρόσφατη πολιτική και διπλωματική ιστορία της Κύπρου.


Ο Αλέξης Ζήρας

Ο Νίκος Κρανιδιώτης, πατέρας του αειμνήστου διεθνολόγου, διπλωμάτη και πολιτικού Γιάννου Κρανιδιώτη (1947-1999), απεβίωσε στην Αθήνα στις 24 Αυγούστου 1997.