«Η πρωτοπορία είναι η αυθεντική πηγή της ευτυχίας για το σύγχρονο άνθρωπο. Πρωτοπορία θα πει ελευθερία που ξεπερνάει τους ρεαλισμούς και τους καταναγκασμούς. Πολλές φορές επαναστατήσαμε εναντίον του ρεαλισμού για τον απλούστατο λόγο ότι η πραγματικότητα δεν είναι ρεαλιστική. Επαναστατήσαμε εναντίον της ιδεολογίας ακόμη, γιατί οι ιδεολογίες είναι καταναγκασμοί, φυλακές, δεσμώτες θέσεων, αρχών και δογμάτων.

Η αλήθεια βρίσκεται στη φαντασία. Η φαντασία δεν μπορεί να πει ψέματα, είναι αποκαλυπτική της ψυχολογίας μας, των διαρκών ή παροδικών αγωνιών μας, των ανησυχιών του σημερινού και του παντοτινού ανθρώπου, των κατάβαθων της ψυχής του.


«ΤΑΧΥΔΡΟΜΟΣ», 25.8.1977, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»

Όλοι ανεξαιρέτως οι μεγάλοι επαναστάτες ή οι πρόδρομοί τους υπήρξαν ονειροπόλοι, θέλω να πω ουτοπιστές. Η ζωή είναι ένα συνεχές δημιούργημα της φαντασίας. Ο καθένας μας για να επιζήσει έχει ανάγκη να επινοεί. Γι’ αυτήν τη χαρά της επινόησης ζούμε».

Άκουγα με προσοχή τα λόγια του Ευγένιου Ιονέσκο, του μεγαλύτερου όπως θεωρείται δραματουργού της εποχής μας, του «επαναστάτη του παραλόγου» όπως τον αποκαλούν, όση ώρα μου μιλούσε γύρω από ένα στρογγυλό τραπεζάκι στην αυλή ενός μικρού ρομαντικού ξενοδοχείου της Ρώμης.

Δεν είχε περάσει πολλή ώρα από τη συνάντησή μας όταν ξαφνικά η συνομιλία μας διακόπηκε.


«ΤΑΧΥΔΡΟΜΟΣ», 25.8.1977, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»

Απρόσμενα από το βάθος της πλατείας Ναβόνα, λίγες εκατοντάδες μέτρα από το ξενοδοχείο, ακούστηκαν πυροβολισμοί. Έπειτα βόμβες Μολότωφ συγκλόνισαν την ατμόσφαιρα και αμέσως μετά πυκνά σύννεφα από δακρυγόνες βόμβες άρχισαν να κάνουν αποπνικτική την ατμόσφαιρα.

Κάποιος μας είπε ότι στην πλατεία οι φοιτητές συγκρούονται με τους καραμπινιέρους. Ο Ιονέσκο σηκώθηκε και τράβηξε προς την πλατεία. Φτάσαμε σε μια γωνιά, έπειτα διασχίσαμε τους διαδηλωτές, ανάμεσα από τα οδοφράγματα, τους καπνούς και τις κραυγές, φτάνοντας πέρα, από την άλλη πλευρά της πλατείας.

Λίγα μέτρα πιο κάτω, στην πιάτσα του «Πάνθεον», οι τουρίστες, καθισμένοι ανέμελοι στα υπαίθρια τραπεζάκια των καφέ – μπαρ, έπαιρναν το αναψυκτικό τους και χάζευαν περίεργα εκείνους που εγκατέλειπαν δακρυσμένοι μέσα από τα στενά σοκάκια την πλατεία των συγκρούσεων.

Μια «κατάσταση παράλογη» σαν τις ιστορίες του μεγάλου μαέστρου του παραλόγου, που σκύβει και μου εκμυστηρεύεται: «Η πραγματικότητα είναι περισσότερο παράλογη απ’ όσο μπορούν να την περιγράφουν οι συγγραφείς».


Ο Ιονέσκο είχε έρθει στη Ρώμη για να παρουσιάσει την πρώτη του ταινία La vase, όπου είναι ο συγγραφέας, ο σκηνοθέτης και ο πρωταγωνιστής.

«Η ταινία μου μοιάζει», μου λέει, «σαν ένα όνειρο όπου καθένας μας είναι ταυτόχρονα ο συγγραφέας του, ο σκηνοθέτης του και ο πρωταγωνιστής».

«Ποια είναι η ιστορία της ταινίας σας;» ρωτώ.

«Είναι μια απολογία ενός σύγχρονου ανθρώπου. Ένα δράμα μοναξιάς, της μοιραίας, της σταθερής, της αναπόφευκτης συντροφιάς του ανθρώπου. Ο πρωταγωνιστής φοβάται τον κόσμο, τους συνανθρώπους της κοινωνίας του. Είναι ένας άνθρωπος που καταδικάζεται μέσα στα κοινωνικά σύνορα όπου ζει, αυτοφυλακίζεται και αφήνεται στην αυτοκαταστροφή. Μια αυτοκτονία αργή, βαθμιαία, ενός σύγχρονου ανθρώπου, το τέλος ενός μικροαστού, η καταδίκη ενός αστού σοσιαλιστή, που ολοκληρώνεται με τη διαπίστωση της τελικής συμφοράς της ζωής: ο άνθρωπος που βγαίνει ηττημένος από την ίδια του την ύπαρξη με την καταρράκωση της ψυχικής και σωματικής δύναμης. Η ταινία μου διδάσκει πώς μπορούμε να δούμε τον κόσμο. Με κατάπληξη συγχρόνως και με τρόμο. Στον πρωταγωνιστή της ταινίας μου αυτό γίνεται συνειδητό μονάχα στο τέλος της ζωής του. Αισθάνεται σαν ποντικός πιασμένος στην παγίδα της ματαιότητας».

Τι είναι εκείνο, κύριε Ιονέσκο, που σας κάνει να περιγράφετε ιστορίες ανθρώπων μ’ έναν τρόπο που όπως παγκόσμια τον χαρακτήρισαν είναι τόσο παράλογος;

Κοίταξε τριγύρω τους ανθρώπους. Κοίταξε εκείνους τους νέους των δεκαοκτώ χρονώ, δεν ξέρουν τι κάνουν. Κοίταξε τους άλλους των εικοσιοκτώ χρονώ, ούτε εκείνοι ξέρουν τι κάνουν. Δεν ξέρουν τι κάνουν σε βεβαιώνω ούτε εκείνοι των τριανταοκτώ χρονώ ούτε εκείνοι των σαρανταοκτώ ούτε εκείνοι των πενηνταοκτώ ούτε τουλάχιστον εκείνοι των εξηνταοκτώ. Κανένας δεν ξέρει εκείνο που κάνει.


Γιατί δεν ξέρουν τι κάνουν;

Γιατί για μένα ο άνθρωπος δεν είναι ζώον πολιτικό, με την έννοια που έδινε στη λέξη ο Αριστοτέλης. Ο άνθρωπος, σε αντίθεση με το ζώο, εκτός από την τάση για μια ζωή νομαδική, κοινωνική, έχει και μια άλλη τάση, μια άλλη διάσταση θα έλεγα, ισχυρά εξωκοινωνική. Η αυθεντική του προσωπικότητα δεν εκφράζεται ποτέ ολοκληρωμένη μέσα στην κοινωνία στην οποία ζει. Μπορεί να το διαπιστώσει κανείς όταν του γίνεται αντιληπτό ότι καμιά κοινωνία δεν μπόρεσε μέχρι σήμερα να εξαλείψει την ανθρώπινη θλίψη, κανένα πολιτικό σύστημα δεν μπόρεσε να μας απαλλάξει από τον εσώτατο πόνο και την αγωνία της ύπαρξής μας, από το φόβο του θανάτου, από την αυθόρμητη επιθυμία, τη δίψα θα έλεγα, να κατακτήσουμε το απόλυτο. Είναι οι συνθήκες της ανθρώπινης ψυχής που κυβερνούν τον κόσμο και όχι οι κοινωνικές.

Ο Τζων Κένεντυ είπε ότι «η ζωή δεν είναι δίκαιη». Γιατί δεν είναι δίκαιη κατά τη δική σας άποψη;

Δεν μπορώ να καταλάβω τι θέλησε να πει ο Τζων Κένεντυ. Η δικαιοσύνη δεν υπάρχει, είναι μονάχα μια επινόηση του ανθρώπου.

Ποια είναι η φιλοσοφική σας τοποθέτηση, κύριε Ιονέσκο;

Με έχουν χαρακτηρίσει αναρχικό μετανιωμένο και ανθρωπιστή απογοητευμένο… Σ’ αυτόν τον κόσμο, πάντως, κανένας δεν έχει δίκιο. Εκείνο που μας φαινόταν τραγικό στη ζωή ήταν ίσως μονάχα κωμικό. Το υπόλοιπο το είπε ο Σαίξπηρ: «Δάσκαλός μου η σιωπή».

Κύριε Ιονέσκο, μου επιτρέπετε να σας κάνω μια ερώτηση προκλητική;

Ναι.


Είστε ατομιστής;

Ναι, είμαι, αλλά μην το πεις σε κανέναν. Ήμουν πάντα, σήμερα είμαι περισσότερο.

Μια ερώτηση τελευταία, κύριε Ιονέσκο. Κάτι που ξέχασα, που έπρεπε να σας ρωτήσω. Μια ερώτηση γύρω από την τέχνη σας…

Λένε πως η τέχνη δεν έχει σύνορα. Ναι, δεν πρέπει να έχει. Πέρα από τις ιδεολογικές διαφωνίες, τις κοινωνικές τάξεις, τις φυλές, τους εθνικισμούς, τις ιδιαίτερες πατρίδες, η τέχνη πρέπει να είναι η παγκόσμια πατρίδα, ο τόπος συνάντησης όλων των ανθρώπων που κοινωνούν την ίδια αγωνία και τις ίδιες ελπίδες, που τις αποκαλύπτει η φαντασία όχι αυθαίρετα, ούτε ρεαλιστικά, αλλά σαν έκφραση της προσωπικότητάς μας, της συνέχειάς μας, της ενότητάς μας.

Ήταν αυτή η τελευταία λέξη «ενότητα» που μου απάλυνε τη θλίψη μου, καθώς άφηνα μόνο στους δρόμους της Ρώμης το μαέστρο του «παράλογου».

Ήταν μια λέξη που ξέφευγε από τη θεωρία του ατομικισμού. Μια λέξη «προσφορά» στο συνάνθρωπο, στην κοινωνία. Μια λέξη που κρύβει μέσα της συναισθήματα που μπορούν να συγκινούν, να ικανοποιούν ακόμα και το «εγώ» ενός ατομιστή.

*Άρθρο του «Ταχυδρόμου» αφιερωμένο στον Ευγένιο Ιονέσκο, έναν από τους κορυφαίους θεατρικούς συγγραφείς – δραματουργούς και στοχαστές του 20ού αιώνα. Το κείμενο της συνέντευξης που είχε παραχωρήσει ο γαλλορουμάνος ακαδημαϊκός στον Γιάννη Τσένη (ανταποκριτή του «Ταχυδρόμου» στη Ρώμη) έφερε τον τίτλο «Ο άνθρωπος δεν είναι ζώον πολιτικό» και είχε δημοσιευτεί στο τεύχος του περιοδικού που είχε κυκλοφορήσει στις 25 Αυγούστου 1977.

Ο Ευγένιος Ιονέσκο (Eugène Ionesco) γεννήθηκε στην πόλη Σλάτινα της Ρουμανίας στις 26 Νοεμβρίου 1909 και απεβίωσε στο Παρίσι στις 28 Μαρτίου 1994.