Ο κόσμος του Αλέξανδρου Μαυροκορδάτου παραμένει λίγο πολύ άγνωστος έως και «αρχαϊκός». Είναι εκεί όπου ένα ταξίδι με πλοίο –το «Βαρών Στρογανώφ», εν προκειμένω- από τη Μασσαλία έως το Μεσολόγγι διαρκεί 16 ημέρες. Εκεί όπου οι μαγαζάτορες του Άργους κλείνουν τα μαγαζιά τους για να αποφύγουν λεηλασίες κάθε φορά που φτάνει στην πόλη ο Κολοκοτρώνης με τα παλικάρια του. Και εκεί όπου ένας πρεσβευτής της Ελλάδας στο Παρίσι – ο Μαυροκορδάτος το 1854 – ταξιδεύει έχοντας πάνω από την καμπίνα του πλοίου του 12 άλογα, τα οποία μένουν ανήσυχα μέρα νύχτα.

Τον κόσμο αυτό περιγράφει η Λύντια Τρίχα με τη φιλοδοξία που κρύβει κάθε βιογραφία ιστορικού προσώπου: να ετοιμάσει μία όσο το δυνατόν αρτιότερη χρονοκάψουλα ώστε να επιβιβαστεί ο αναγνώστης και να επιστρέψει στο παρελθόν με βάση τις διαθέσιμες πηγές. Να εντάξει, δηλαδή, το πρόσωπο μέσα στη μεγάλη εικόνα της εποχής του. Είναι ήδη δηλωτικό ότι η ογκώδης βιογραφία για τον Αλέξανδρο Μαυροκορδάτο κυκλοφορεί εν έτει 2024 (εκδ. Πατάκη), αν και οφείλουμε να ξεχωρίσουμε την προηγούμενη του Γεώργιου Θεοδωρίδη «Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος. Ένας φιλελεύθερος στα χρόνια του Εικοσιένα» (Ε.Ι.Ε, Ινστιτούτο Ιστορικών Ερευνών, 2012), η οποία ολοκληρωνόταν με την κάθοδο του Μαυροκορδάτου στην Ελλάδα και τα πρώτα χρόνια της Επανάστασης. Υπάρχουν δύο τρόποι να ερμηνεύσει κανείς τη σχετική «υποεκπροσώπηση» του Μαυροκορδάτου από τη βιβλιογραφία του 1821. Ο πρώτος υποδεικνύει ότι είναι πάντοτε ζήτημα ωριμότητας η εστίαση στα πρόσωπα (ειδικά όταν δεν πρόκειται για τους αγωνιστές και την πολεμική διάσταση της Επανάστασης). Ο δεύτερος αφορά την πρόσδεση του Μαυροκορδάτου στον μετριοπαθή φιλελευθερισμό, ιδεολογική ταυτότητα για την οποία οι σχετικές μελέτες έφτασαν κάπως αργά με δεδομένο το φορτισμένο πολιτικά κλίμα της μετεμφυλιακής, αλλά και της μεταπολιτευτικής Ελλάδας.

Στη βιογραφία της η συγγραφέας υποδεικνύει εξαρχής τη στόχευση με τον υπότιτλο «Ο εμπνευστής του συνταγματικού κράτους». Συνδέει, δηλαδή, την οφειλή προς το πρόσωπό του ταυτίζοντάς τον με το όραμα της Ελλάδας ως συνταγματικού κράτους δυτικού τύπου. Είναι η αντίληψη που κυριαρχεί σε αυτή την «όψιμη» φάση αναγνώρισης του Μαυροκορδάτου, σε αντίστιξη με εκείνη που τον ήθελε «ραδιούργο» ή πιόνι στα χέρια της Αγγλίας. Πάντως οι ίδιοι οι πρωτεργάτες των Συνταγμάτων του Αγώνα δεν θέλουν να «διαφημίζεται» η Επανάσταση ως φιλελεύθερη, σίγουρα όχι ως ιακωβινική ή καρμποναρική, καθώς στην περίπτωση αυτή θα στρέφονταν εναντίον της οι ευρωπαϊκές Δυνάμεις (το επισημαίνει ο Γ.Θεοδωρίδης αποδίδοντας τις σκέψεις του Μαυροκορδάτου, αλλά και ο Ευάγγελος Βενιζέλος στο «Παλιγγενεσία και αναστοχασμός», εκδ.Πατάκη, 2021). Για τον ίδιο λόγο, άλλωστε, ο Μαυροκορδάτος -όπως και ο Ιωάννης Καποδίστριας, με σαφή αίσθηση των διεθνών συσχετισμών- δεν επιθυμούν τη σύνδεση του Αγώνα με τη Φιλική Εταιρεία. Κατά τον πρώτο, άλλωστε, η συντριβή του Αλέξανδρου Υψηλάντη στις Παραδουνάβιες Ηγεμονίες σημαίνει και την ήττα της πολιτικής στόχευσης των Φιλικών, οι οποίοι οφείλουν να παραδώσουν την εθνική προσπάθεια στα χέρια των επόμενων.

Ο Μαυροκορδάτος της Τρίχα δεν είναι, πάντως, σε καμία περίπτωση μόνο «εμπνευστής» ή  μόνο φιλελεύθερος ή μόνο θιασώτης της εταιρικής σχέσης με την Αγγλία. Είναι ένας από τους πρωτεργάτες της Επανάστασης που μεταμορφώνεται με ευελιξία ανάλογα με τις ανάγκες της περιόδου. Μετά την πρώτη περίοδο εφεκτικότητας ρίχνεται στη μάχη («έλεγον ότι δεν ήτον ακόμη καιρός να λάβωμεν τα όπλα, αλλά αφού τα ελάβαμεν, έπρεπε να τρέξωμεν»). Αναλαμβάνει οποιονδήποτε θεσμικό ρόλο του ζητείται (πρόεδρος της πρώτης Εθνικής Συνέλευσης, Πρόεδρος του Εκτελεστικου, Γενικός Γραμματέας του Εκτελεστικού, πρέσβης, πρωθυπουργός του Όθωνα κ.ά), γίνεται επιχειρησιακό στέλεχος (ήττα του Πέτα, διάσωση του Μεσολογγίου το 1822), στρέφεται προς τη Δύση, εκφράζει όντως τον συνταγματισμό των ελίτ και, κυρίως, παρουσιάζει στις Μεγάλες Δυνάμεις τον ρόλο της Ελλάδας ως αναχώματος στη ρωσική κάθοδο προς τη Μεσόγειο (μία εικόνα που δύσκολα θα αμφισβητούσε κανείς ότι ελαφρώς μεταμορφωμένη φτάνει ως τις μέρες μας περνώντας από διαφορετικές ιστορικές συνθήκες).

Ο ανθρωπος με πολλές ιδιότητες

Λακτίζει κανείς προς κέντρα όταν επιχειρεί να συνοψίσει 630 ωφέλιμες σελίδες, αλλά ας τονίσουμε καταρχάς ότι η Λύντια Τρίχα παρουσιάζει έναν άνθρωπο με πολλές ιδιότητες. Τον Φαναριώτη στην καταγωγή, η πορεία του οποίου αντιστέκεται στην «ετικέτα» με την οποία ταυτίστηκε ο όρος αυτός. Τον Μεγάλο Ποστέλνικο -«πρωθυπουργό»- του θείου του, Ιωάννη Καρατζά, ηγεμόνα της Βλαχίας. Στις Παραδουνάβιες Ηγεμονίες αποκτά διοικητική και διπλωματική πείρα, αλλά η αποχώρησή του από αυτές το 1818 για τη Γενεύη υποδεικνύει την οριστική του στροφή προς τη Δύση και την απομάκρυνση από την Ανατολή. Τον μυημένο στη Φιλική Εταιρεία, ο οποίος αργότερα θα χρειαστεί να την αποκηρύξει προς όφελος του Αγώνα. Τον 28χρονο επισκέπτη στην ελληνική παροικία της Πίζας, όπου συναντιούνται τα ρεύματα του ριζοσπαστικού ρομαντισμού και του κρατικού-ηγεμονικού διαφωτισμού (σύμφωνα με την καίρια ανάλυση του Βασίλη Παναγιωτόπουλου στο «Κάτι έγινε στην Πίζα το 1821», Τα Ιστορικά, 1986, την οποία υπενθυμίζει πρόσφατα και ο Παναγιώτης Μιχαηλάρης στο συλλογικό Οι πόλεις των Φιλικών, Ίδρυμα της Βουλής των Ελλήνων, 2018). Είναι σαφώς ο πολιτικός που, αποστασιοποιημένος από τις τοπικές κοινωνίες, βλέπει «την Επανάσταση ως το μέσο για τη σύσταση ενός ενιαίου ελληνικού κράτους με μια κεντρική κυβέρνηση», συνταγματικά οργανωμένο, κατά τις επισημάνσεις της Τρίχα (σ.96). Ο «ετερόχθων» που αναπόφευκτα συμμετέχει στις εσωτερικές αντιζηλίες των αγωνιστών μιμούμενος ενίοτε αλλότριες πρακτικές: «Προσπαθεί να προλάβει όσα θεωρεί κακοτοπιές, όταν όμως δεν προλαβαίνει, απαντά στις ίντριγκες του Κωλέττη με δικές του ίντριγκες… Αν δεν μετερχόταν και εκείνος τα ίδια μέσα με αυτά που χρησιμοποιούσαν οι αντίπαλοί του, δεν θα μπορούσε όχι μόνο να επιβάλει τις απόψεις και την πολιτική του, αλλά ούτε καν να επιβιώσει. Ήταν υποχρεωμένος να ελίσσεται» (η παρατήρηση θα μπορούσε να είναι διπλής ανάγνωσης πάντως, όπως και άλλες μέσα στον τόμο: οι συνθήκες τον ωθούσαν στις ίντριγκες ή οι ίντριγκες δημιουργούσαν νέες συνθήκες;). Είναι ο εισηγητής όρων πολιτικής θεωρίας «στα βουνά της Ακαρνανίας», σύμφωνα με τη γλαφυρή εικόνα του Μαρκ Μαζάουερ (Η ελληνική επανάσταση, εκδ. Αλεξάνδρεια, μετάφραση Κώστας Κουρεμένος, 2021, σ. 105), στην οποία παραπέμπει η βιογράφος. Και φυσικά ο εισηγητής του «Οργανισμού της Γερουσίας» ήδη το 1821 μετά τη Συνέλευση της Δυτικής Χέρσου Ελλάδος, με τον οποίο η τοπική στρατιωτική δύναμη ετίθετο υπό την πολιτική ηγεσία. Στον πρώτο εμφύλιο παίρνει το μέρος της κυβέρνησης του Κρανιδίου, με πρόεδρο του Εκτελεστικού τον Υδραίο Γεώργιο Κουντουριώτη, έναντι της κυβέρνησης της Τρίπολης, την οποία στηρίζουν πρόκριτοι και οπλαρχηγοί του Μωριά.

Ξεχωριστό κεφάλαιο σ’ αυτή τη διαδρομή είναι προφανώς το πρώτο Σύνταγμα, τον Δεκέμβριο του 1821, με το οποίο η Ελλάδα προβάλλεται ως νόμιμη οντότητα στο εξωτερικό. Η στάση άλλωστε του Μαυροκορδάτου ως πρωτεργάτη του Συντάγματος απηχεί και την κοσμοθεώρησή του για τη θέση της χώρας, ενώ ανάγει τα συνταγματικά κείμενα σε προϊόν διεθνών συσχετισμών. Το ίδιο συμβαίνει και με τις έγγραφες οδηγίες που δίνει ως Γραμματέας του Εκτελεστικού προς τους εντεταλμένους για τη σύναψη του πρώτου αγγλικού δανείου, Λουριώτη, Ορλάνδο και Ζαΐμη. Πρόκειται, σύμφωνα με τον Ευ.Βενιζέλο, για «καταστατικό κείμενο της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής και ένα από τα θεμέλια της δυτικότροπης πορείας του ανεξάρτητου ελληνικού κράτους». Με τα δύο τελικώς δάνεια -το 1824 και 1825- η Ελλάδα κάνει μια επιλογή αντιρωσική και δυτική (αν και βαθιά μέσα της δεν μπορεί να κατασιγάσει την ενοχή για την Ανατολή που εγκαταλείπεται).

Εκτός, όμως, από τον καταλύτη της Επανάστασης και μετριοπαθή φιλελεύθερο της εποχής, ο Μαυροκορδάτος είναι ο φίλος της Μέρι Σέλεϊ και θαυμαστής του λόρδου Μπάιρον (υπεύθυνος για την κηδεία του το 1824). Ο άνθρωπος με τον οποίο συγκρούεται ο Πέρσι Σέλεϊ επειδή ο τελευταίος μιλάει τα αρχαία ελληνικά με ερασμιακή προφορά. Ο αγωνιστής που πουλάει την περιουσία του και εκείνος που εξέρχεται από την πολιτική τόσο φτωχός όσο μπήκε. Ο πρώην αντίπαλος του Κολοκοτρώνη που μάχεται έως την τελευταία στιγμή για να τον γλιτώσει από την καταδίκη σε θάνατο ως πρωθυπουργός του Όθωνα. Ο πρεσβευτής της Ελλάδας στο Μόναχο, ο οποίος παρακολουθεί το 1834  τρεις όπερες μέσα σε 10 μέρες («Ιταλίδα στο Αλγέρι» του Ροσίνι, «Ντον Τζιοβάνι» του Μότσαρτ, «Ροβέρτος ο διάβολος» του Μεγερμπέερ).

Ο «Μαυροκορδάτος» της Τρίχα είναι πρωτίστως ένα συναρπαστικό ανάγνωσμα για την ιδρυτική στιγμή του νεοελληνικού κράτους -ενός buffer state που θα ανέκοπτε τη ρωσική κάθοδο. Η συγγραφέας αντλεί τα κατάλληλα ερεθίσματα από τον σύγχρονο διάλογο των βιογραφιών με τα λεγόμενα cultural politics, έτσι ώστε πίσω από τον βιογραφούμενο να αναπτύσσεται το φάσμα των εκάστοτε πολιτικών. Αλλά και ο τρόπος με τον οποίο οι πολιτισμικοί – ιστορικοί δρώντες παρήγαγαν πολιτική. Θέτει επίσης ερωτήματα για τη στάση του Μαυροκορδάτου απέναντι σε πρόσωπα και καταστάσεις της εποχής του αντί να δίνει τελεσίδικες απαντήσεις (ίσως πιο οριστικές να φαίνονται ορισμένες κρίσεις για τη διακυβέρνηση Καποδίστρια και τη δυναμική σχέση μεταξύ των δύο αντρών).