Γιώργος Χουρμουζιάδης: Προσπαθούσα να είμαι εντάξει με τον εαυτό μου
Η μεταβολή του επιστημολογικού παραδείγματος της αρχαιολογίας
Το καλοκαίρι του 1986, με αφορμή ένα αρχαιολογικό συνέδριο στο Cambridge, βρεθήκαμε με τον Γιώργο, τη Μαρία Χουρμουζιάδη και τις οικογένειές μας σε εκδρομή στη Σκωτία. Συνήθιζε o Γιώργος να κάνει κάθε χρόνο ένα μεγάλο οδικό ταξίδι στην Ευρώπη με την οικογένειά του, με δηλωμένο στόχο τα μουσεία, τους τόπους και τους αρχαιολογικούς χώρους, αλλά και με ανάλογο, τουλάχιστον, ενδιαφέρον για τη φυσιογνωμία της καθημερινής ζωής, για τον καθημερινό πολιτισμό της χώρας που κάθε φορά επισκεπτόταν, την οποία παρατηρούσε με την περιέργεια που μόνο ένας γνήσιος ερευνητής δείχνει. Στη σκέψη του Γιώργου Χουρμουζιάδη η πραγματική ζωή των ανθρώπων συνδεόταν άμεσα με το πάθος του για τον προϊστορικό πολιτισμό και την αρχαιολογία, και η σύνδεση αυτή διαμόρφωσε ένα από τα κεντρικότερα χαρακτηριστικά του έργου του και της επιστημονικής του φυσιογνωμίας, με την έντονη πολιτική διάσταση την οποία προσέδιδε στις προσεγγίσεις του. Για τον Χουρμουζιάδη, ευαίσθητο αποδέκτη των κοινωνικών μηνυμάτων περισσότερο από οποιονδήποτε άλλο αρχαιολόγο της γενιάς του, η αρχαιολογία είχε αξία, μόνο εφόσον ήταν σε διάλογο με την κοινωνία του παρόντος. Για το θέμα αυτό, τη σχέση της αρχαιολογίας με το παρόν, θα ήθελα να παρουσιάσω το μεγάλο ταξίδι με τον δάσκαλό μου Γιώργο Χουρμουζιάδη, ένα ταξίδι που για μένα ξεκίνησε στα μέσα του 1970, με μια επίσκεψή μου στο Αρχαιολογικό Μουσείο του Βόλου.
Ποιος ήταν ο Γιώργος Χουρμουζιάδης; Ας ακούσουμε τον ίδιο να δίνει κάποια βιογραφικά στοιχεία, στην τελευταία του συνέντευξη, που είχα την τύχη να του πάρω σχεδόν ένα χρόνο πριν φύγει από τη ζωή.
«Γεννήθηκα εδώ στη Θεσσαλονίκη, οι γονείς μου είναι Θρακιώτες με την ανταλλαγή του ’24 και, ενώ οι περισσότεροι απ’ αυτούς που ήρθαν μαζί πήγαν στη Χαλκιδική, όπου είναι η Νέα Καλλικράτεια, οι γονείς μου, δηλαδή ο παππούς μου, επειδή είχε φούρνο στην Κωνσταντινούπολη, άνοιξε φούρνο εδώ στο Βαρδάρι, κι έμειναν στη Θεσσαλονίκη, δηλαδή αστικοποιήθηκαν, κατά κάποιον τρόπο. Όταν ήμασταν μικροί, τριών-τεσσάρων, πηγαίναμε στη Νέα Καλλικράτεια για διακοπές, εγώ μάλιστα εκεί βαφτίστηκα, αλλά μεγαλώσαμε στη Θεσσαλονίκη. Ο Νίκος, ο μεγάλος αδελφός μου, γεννήθηκε στη Δράμα, εγώ γεννήθηκα ―τότε δεν πηγαίναν βέβαια στις κλινικές― στην οδό Παπάφη. Τότε, εκεί που σήμερα είναι η οδός Καυταντζόγλου, υπήρχε ένας τεράστιος λάκκος… Ένα ρέμα… Εκείνο το ρέμα είχε για μένα τεράστια σημασία. Εκεί έμαθα αρχαιολογία. Ειλικρινά, εγώ δεν ήμουν παιδί του βιβλίου… Εγώ, όταν οι άλλοι ή μελετούσαν ή το μεσημέρι κοιμούνταν, κατέβαινα στον λάκκο και μάζευα παλιά πράγματα, λαμπόγυαλα, κουτιά από τσιγάρα παλιά, λάμπες, καρφιά, τα οποία έφερνα στο σπίτι, τα έβαζα στη σειρά, τα ταξινομούσα. Κάτι μου έχει μείνει από εκείνη την εποχή, να μαζεύω παλιά πράγματα».
H αγάπη του Γιώργου Χουρμουζιάδη για την αρχαιολογία, για τα «παλιά πράγματα» του λάκκου των παιδικών του χρόνων, θα αργούσε αρκετά ακόμη να πάρει μορφή. Στη Φιλοσοφική Σχολή του ΑΠΘ γράφτηκε με σκοπό «να γίνει δάσκαλος», να διδάξει στο σχολείο, όπως και όλοι οι άλλοι συμφοιτητές του, όπως και ο αδελφός του ο Νίκος, πριν από αυτόν. Διορίστηκε στα Δολιανά της Ηπείρου και δίδαξε εκεί για δύο χρόνια. Τα καλοκαίρια κατέβαινε στην Καβάλα, κοντά στη γυναίκα του Μαρία, και εκεί άρχισε να εργάζεται εθελοντικά στο Μουσείο. Πιστεύω ότι η πρώτη γοητεία που άσκησε στα παιδικά του χρόνια ο λάκκος της Παπάφη, με τους άσημους και μυστηριώδεις θησαυρούς του, τον έκανε να ακολουθήσει την προτροπή του διευθυντή του Μουσείου Καβάλας Δημήτρη Λαζαρίδη και να δώσει εξετάσεις στην Αρχαιολογική Υπηρεσία. Έτσι άρχισε η σταδιοδρομία του αρχαιολόγου Γιώργου Χουρμουζιάδη.
Ο Γιώργος Χουρμουζιάδης διορίζεται στην Αρχαιολογική Υπηρεσία του Βόλου ως επιμελητής. Διευθυντής τότε στο Μουσείο, στις αρχές της δεκαετίας του 1960, ήταν ο Δημήτρης Θεοχάρης, ο σημαντικότερος Έλληνας προϊστοριολόγος της γενιάς εκείνης, με διεθνή προβολή και σημαντικό έργο. Αυτός ήταν ο δεύτερος σημαντικός σταθμός της ζωής του, όπως τον έχει χαρακτηρίσει και ο ίδιος. Ο Θεοχάρης τού δίδαξε την αγάπη για τη νεολιθική εποχή, αυτή τη γοητευτική περίοδο, που ήταν και τότε, και εξακολουθεί να παραμένει και σήμερα, μακριά από τους επίσημους προβολείς. Περισσότερο, όμως, του δίδαξε να προσπαθεί να ερμηνεύσει το αρχαιολογικό εύρημα, να βλέπει πίσω από τα φαινόμενα, να στηρίζεται, δηλαδή, σε αυτό που ονομάζουμε θεωρία. Αν, επομένως, ο Δημήτρης Λαζαρίδης τον ώθησε προς την αρχαιολογία, ένας άλλος Δημήτρης, ο Θεοχάρης, του δίδαξε την αξία της θεωρίας, μέσα από την οποία διαβάζουμε και ερμηνεύουμε τα πράγματα. Αυτό ήταν ένα μάθημα που όχι μόνο δεν ξέχασε ποτέ, αλλά έγινε το θεμέλιο πάνω στο οποίο στήριξε ολόκληρη την επιστημονική του φυσιογνωμία […].
Πίσω στο Μουσείο του Βόλου. Με τον Θεοχάρη, ο Χουρμουζιάδης ήρθε για πρώτη φορά σε επαφή με μια αρχαιολογική πραγματικότητα που δεν γνώριζε: την ανασκαφή, αυτή την εξαιρετικά γοητευτική, σχεδόν σαγηνευτική επαφή με το παρελθόν, όταν ο αρχαιολόγος ακουμπά για πρώτη φορά με τα ίδια του τα χέρια πράγματα που τα έφτιαξε ένας άνθρωπος πολλές χιλιάδες χρόνια
πριν και έμειναν κρυμμένα στη γη. Ο Θεοχάρης, παθιασμένος ανασκαφέας ο ίδιος, τον καθοδήγησε στις θρυλικές ανασκαφές του στον νεολιθικό οικισμό του Σέσκλου της Μαγνησίας και τον ώθησε να αναλάβει τη δική του ανασκαφή στον Πρόδρομο Καρδίτσας και στη συνέχεια στο επίσης διάσημο νεολιθικό Διμήνι.
Μετά το 1973, όταν ο Θεοχάρης εκλέχτηκε καθηγητής στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο, ο Χουρμουζιάδης ανέλαβε τη διεύθυνση του Μουσείου του Βόλου. Η περίοδος αυτή, μία από τις πιο παραγωγικές της ζωής του, είναι γεμάτη από δραστηριότητες που άφησαν βαθύ ίχνος. Το 1974 δημοσιεύεται η διδακτορική διατριβή που εκπόνησε στο ΑΠΘ για τα νεολιθικά ειδώλια της Θεσσαλίας. Η διατριβή αυτή, με την ανατρεπτική της ματιά, θέτει εξ αρχής εκείνες τις επιστημονικές παραμέτρους που χαρακτήρισαν το έργο του και τον συνόδευσαν μέχρι το τέλος της ζωής του […].
Επιστημονική τόλμη, κριτική διάθεση και διορατικότητα είναι τα σημάδια μιας μεγάλης ερευνητικής φυσιογνωμίας. Αλλά πέρα από την ορμητικότητα του επιστημονικού χαρακτήρα του, διακρίνουμε καθαρά τα βασικά στοιχεία της σκέψης του Χουρμουζιάδη, που δεν αφορούν μονάχα την επιστημονική του δραστηριότητα. Είναι η έμφαση στο κοινωνικό, η γείωση της σκέψης του με την ανθρώπινη πρακτική, με την εργασία και με τον μόχθο της παραγωγής των υλικών συνθηκών της ζωής, η απόρριψη της μεταφυσικής ερμηνείας της ζωής. Είναι στοιχεία που θα τα συναντήσουμε σε όλο το έργο του Χουρμουζιάδη, αλλά και στις πολιτικές του επιλογές.
[…]
Με την έκθεση στο Μουσείο του Βόλου και τη δουλειά του στο νεολιθικό Διμήνι ολοκληρώνεται, κατά κάποιον τρόπο, η επιστημονική φυσιογνωμία του Χουρμουζιάδη, ως ενός καινοτόμου αρχαιολόγου, που δεν διστάζει να συνεισφέρει νεωτερικές απόψεις και να συγκρουστεί με τις κατεστημένες αρχαιολογικές θέσεις της επίσημης αρχαιολογίας, που πρέπει να πούμε ότι την εποχή εκείνη ήταν άκρως συντηρητική. Αυτήν ακριβώς την εποχή τον γνώρισα και εγώ, όταν, νεαρός τότε αρχαιολόγος, αναζητούσα μια ερευνητική διέξοδο από εκείνο που αντιλαμβανόμουνα ως τη θεωρητική έρημο της επίσημης αρχαιολογίας. Ο Χουρμουζιάδης, για μας τους εκκολαπτόμενους τότε αρχαιολόγους, ήταν σαν ένας φάρος που φώτιζε προς νέες κατευθύνσεις, αδιαφορώντας για τις αντιδράσεις. Κάποτε στον Βόλο μού είχε πει: «για να επιζήσεις στην αρχαιολογία πρέπει να έχεις μεγάλο συκώτι». Πολλά χρόνια μετά, στην τελευταία συνέντευξη που ήδη ανέφερα, τον ρώτησα πώς αντιμετώπισε την κριτική που του είχε γίνει κατά καιρούς. Η απάντησή του είναι εντυπωσιακή:
«Τελικά, για ό,τι έχω γράψει ως τώρα παίρνω την ευθύνη των κειμένων μου. Όλα αυτά λοιπόν, θες από συναισθηματική, από εγωιστική, από κάποια άλλη διάθεση, διαμόρφωσαν έναν προσωπικό λόγο, που ―ειλικρινά το λέω― ποτέ δε σκέφτηκα αν είναι λάθος ή όχι. Λέω κάτι και αν μου αρέσει χαίρομαι, δεν με ενδιαφέρει αν για τον άλλο είναι λάθος, και μάλιστα σκέφτομαι, από όλα αυτά που λέω ή που είπα ως τώρα κάποια θα είναι σωστά, θα επιζήσουν. Έχω διαπιστώσει, τώρα που είμαι στο τέλος της ζωής μου, και της επιστημονικής και της φυσικής, ότι σχεδόν κανείς δεν δέχεται αυτά που λέω […]. Δεν ξέρω αν θα το καταλάβουν οι φίλοι μου ή οι δικοί μου, πώς έζησα την επιστημονική μου περιπέτεια, με ποιον τρόπο, θα πω τώρα μια φράση ―πολλοί θα την παρεξηγήσουν―, δεν την πήρα ποτέ στα σοβαρά. Προσπαθούσα να είμαι εντάξει με τον εαυτό μου. Αυτό με ενθουσιάζει και με πείθει […] αφού μου αρέσει έτσι όπως λέω κάτι, επιτρέπεται να μην συμφωνούν οι άλλοι».
Το 1981 ξεκινά μια νέα περίοδος στην ακαδημαϊκή ζωή του Γ. Χουρμουζιάδη, με την εκλογή του στην έδρα της προϊστορικής αρχαιολογίας του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου, που είχε κενωθεί από το 1977 με τον απροσδόκητο και πρόωρο θάνατο του Δημήτρη Θεοχάρη. Η ημερομηνία αυτή συμπίπτει με την έκδοση του περιοδικού «Ανθρωπολογικά», ενός ιστορικού περιοδικού θεωρίας και πρακτικής, που είχε ως στόχο την προώθηση στο αρχαιολογικό κοινό της Ελλάδας των νέων θεωρητικών ρευμάτων. Το περιοδικό διέγραψε μία τροχιά 9 τευχών, στα οποία δημοσιεύτηκαν πολλά αξιομνημόνευτα άρθρα και αποτέλεσε το βήμα για πολλούς νέους επιστήμονες, που δεν είχαν πρόσβαση στα απρόσιτα τότε κύρια περιοδικά της ελληνικής αρχαιογνωσίας, ούτε τη δυνατότητα να δημοσιεύσουν σε περιοδικά του εξωτερικού. Την ίδια χρονιά, στο βιογραφικό του προστίθεται άλλος ένας σημαντικός σταθμός, όταν γίνεται μέλος του ΚΚΕ.
Το Τμήμα Αρχαιολογίας του ΑΠΘ είχε ήδη τη φήμη του πρωτοποριακού για τα αρχαιολογικά πράγματα της χώρας, ιδιαίτερα σε σχέση με το πανεπιστήμιο της Αθήνας, που το θεωρούσαμε συντηρητικό. Η παράδοση αυτή πήγαινε πίσω, στην ίδρυση της Φιλοσοφικής Σχολής στη Θεσσαλονίκη και στη στελέχωσή της από δημοτικιστές, όπως ο Γεώργιος Χατζιδάκις, ο Μανόλης Τριανταφυλλίδης και αργότερα ο Ι. Κακριδής, ο Λίνος Πολίτης και ο Γιώργος Σαββίδης, και γενικά προσωπικότητες του προοδευτικού χώρου, όπως ο καθηγητής φιλοσοφίας Χ. Θεοδωρίδης, που συμμετείχε στην Εθνική Αντίσταση. Ήταν επίσης το τμήμα στο οποίο είχαν διδάξει μεγάλοι της ελληνικής προϊστορίας, ο Χρήστος Τσούντας, ο Νικόλαος Πλάτων και ο Δημήτρης Θεοχάρης. Η εκλογή του Γιώργου Χουρμουζιάδη έμοιαζε να είναι η φυσιολογική εξέλιξη της μέχρι τότε πορείας του και η λογική επιλογή για ένα καινοτόμο τμήμα. Θερμός υποστηρικτής της υποψηφιότητάς του υπήρξε ο Μανόλης Ανδρόνικος, άνθρωπος με βαθιά παιδεία, ο οποίος είχε καταλάβει την αξία του έργου του Χουρμουζιάδη για την αρχαιολογία γενικότερα. Εννοείται ότι εμάς, τους νέους ερευνητές, η εκλογή αυτή μας γέμισε ενθουσιασμό και αισιοδοξία.
Πράγματι, η καινοτόμα διάσταση του Γ. Χουρμουζιάδη φάνηκε αμέσως με την εισαγωγή του μαθήματος της θεωρίας στους φοιτητές του Τμήματος. Ήταν η πρώτη φορά που σε πανεπιστήμιο της Ελλάδας διδασκόταν συστηματικά και σε βάθος η αρχαιολογική θεωρία, και κυρίως διδασκόταν μια αρχαιολογία που στόχευε στην κατανόηση και την ερμηνεία της κοινωνίας και των συνθηκών της ζωής του προϊστορικού ανθρώπου, και όχι απλά στην περιγραφή και τον χρονολογικό προσδιορισμό ή στην αισθητική και στυλιστική ανάλυση των αρχαιοτήτων, όπως έκανε η ιστορία της τέχνης, η οποία κυριαρχούσε την εποχή εκείνη στην αρχαιολογία. Οι επιστημολογικές του αντιθέσεις και οι διαφωνίες του με τους κλασικούς αρχαιολόγους έμειναν παροιμιώδεις, και συγκέντρωσαν γύρω του μεγάλο αριθμό φοιτητών που διψούσαν για μια διαφορετική προσέγγιση, η οποία θα τους απελευθέρωνε από τα δεσμά της σχολαστικής αρχαιολογίας· ανάμεσά τους και νέοι ερευνητές που σύντομα έγιναν συνεργάτες του. Γρήγορα αναδείχθηκε και η έντονη διάθεσή του για προσφορά στα κοινά, που εκδηλώθηκε με τη θητεία του κατ’ αρχάς ως Κοσμήτορας της Φιλοσοφικής, μετά ως Αντιπρύτανης του ΑΠΘ και τέλος ως βουλευτής του Ελληνικού Κοινοβουλίου για δύο θητείες με το ΚΚΕ.
Η διδασκαλία του Χουρμουζιάδη ανέδειξε την αρχαιολογική θεωρία σε αυτόνομο επιστημονικό αντικείμενο. […] Για τον λόγο αυτό, η συνεισφορά του Χουρμουζιάδη υπήρξε τεράστια, καθώς στη διδασκαλία του ζητούσε από τους φοιτητές του να στραφούν στη θεωρία, να αντιληφθούν τα αδιέξοδα μιας αποκλειστικά αισθητικής προσέγγισης της ιστορίας της τέχνης και να γνωρίσουν τη διεθνή συζήτηση. Με τη γλώσσα της επιστημολογίας, αυτό που πρότεινε ο Χουρμουζιάδης δεν ήταν τίποτα λιγότερο από τη μεταβολή του επιστημολογικού παραδείγματος της αρχαιολογίας. Το έκανε με πάθος, με συνέπεια και με επιμονή.
Η επίκληση του Γιώργου Χουρμουζιάδη για θεωρία δεν είχε ποτέ τον συνηθισμένο χαρακτήρα της μίμησης ή της απλής μεταφοράς των ακαδημαϊκών συζητήσεων που γίνονταν στο εξωτερικό. Αν και μέχρι το τέλος της ζωής του διατήρησε στενή επαφή με τη διεθνή αρχαιολογική σκέψη, η προσωπική του κατάθεση ήταν πάντα προϊόν της δικής του επεξεργασίας, στην οποία έβαζε την γνώριμή του σφραγίδα. Ο Χουρμουζιάδης έβρισκε στη διεθνή συζήτηση εκείνα τα στοιχεία που ταίριαζαν με τις δικές του βαθύτερες θεωρητικές βάσεις. Και η βαθύτερη θεωρητική βάση του Χουρμουζιάδη ήταν πάντα απαρέγκλιτα μαρξιστική. Τη σχέση του αυτή, ο ίδιος στο τέλος της ζωής του, μου την περιέγραψε ως εξής:
«Κοίταξε, επειδή ο μαρξισμός περιγράφει τη σύγχρονη κοινωνία, είναι δύσκολο να μεταφέρεις τη μαρξική σκέψη στην προϊστορία, όπου δεν έχεις τα ίδια σχήματα. Μιλάει για την πάλη των τάξεων, εμείς δεν έχουμε στην προϊστορία τάξεις, αλλά μπορείς να βρεις το περιστατικό της σύγκρουσης, υπάρχει μια σύγκρουση. Δεν χρειάζεται να συγκρούονται δύο κοινωνικά στρώματα, δύο τάξεις, το κεφάλαιο με την εργασία, αλλά μπορεί να συγκρούεται ο άνθρωπος με τη φύση. Το αποτέλεσμα αυτής της σύγκρουσης είναι η ιστορία. Ή να συγκρούονται και άνθρωποι μεταξύ τους… το χωράφι το δικό σου, το χωράφι το δικό μου, το νερό το δικό σου… Επομένως, μέσα από αυτόν τον τρόπο της σκέψης με βοήθησε ο μαρξισμός, και μάλιστα η μαρξική σκέψη, γιατί, όπως ο ίδιος ο Μαρξ είχε πει, εάν θα ζήσω ακόμη πολύ δεν θα γίνω ποτέ μαρξιστής. Ο μαρξισμός… ξέρεις πολύ καλά κι εσύ το πόσο κακόπεσε στα χέρια των μαρξιστών».
[…]
Η σχέση κάθε ανασκαφέα με την ανασκαφή του είναι μια σχέση ψυχής εξαιρετικά βαθιά, ένα παράθυρο, μέσα από το οποίο ρίχνει μια ματιά στο παρελθόν, για να του θυμίζει ανακουφιστικά ότι η ζωή αφήνει πίσω της υλικά σημάδια και μια φευγαλέα αίσθηση αθανασίας ή έστω συνέχειας. Πιστεύω ότι το Δισπηλιό ήταν η ανασκαφή που αγάπησε περισσότερο από κάθε άλλη, και στην οποία μπόρεσε να υλοποιήσει πολλά από όσα ονειρεύτηκε ή είδε στην επαφή του με αυτά τα υλικά σημάδια, που τόση σημασία είχαν για τη σκέψη του. Το Δισπηλιό τού ανταπέδωσε αυτή την αγάπη, προσφέροντας σημάδια του παρελθόντος –αρχαιολογικά ευρήματα– που χαρίζονται μόνο σε ελάχιστες, ευτυχείς περιπτώσεις. Ο ίδιος, μαζί με τους άξιους συνεργάτες του, ανταπέδωσε αυτή τη σπάνια εύνοια των θεών της αρχαιολογίας, με την αναπαράσταση του αρχαιολογικού χώρου, στην οποία υλοποίησε το όραμά του για τη συνολική απεικόνιση της υλικής διάστασης της νεολιθικής κοινωνίας· κατάφερε να μιλήσει με «Λόγια από χώμα», όπως λέει ο τίτλος ενός από τα βιβλία του, και πηγαίνοντας ένα βήμα πέρα από τη μουσειακή έκθεση έκανε το Δισπηλιό της Καστοριάς γνωστό σε όλη την Ελλάδα και πέρα από αυτήν.
Εδώ σταματώ αυτό το ταξίδι με τον δάσκαλο Χουρμουζιάδη. Τί άλλο να πούμε, όπως λέει η αφιέρωση που μου έγραψε στο εσώφυλλο του τελευταίου του βιβλίου. Είμαι τυχερός που έζησα αυτό το ταξίδι, με όλες τις δυσκολίες και τις τρικυμίες που συναντήσαμε. Θυμόμαστε αυτούς που έφυγαν, τους σκεφτόμαστε και συνομιλούμε μαζί τους, προσπαθώντας να ξεδιαλύνουμε όσα μας είπαν. Όλη μας η ζωή είναι ένα σχόλιο γι’ αυτούς που μίλησαν πριν από εμάς. Πόσο πιο φτωχή και ασήμαντη θα ήταν χωρίς εκείνους που μνημονεύουμε και που πάνω τους πατάμε για να δούμε μακρύτερα; Ευτύχησα να έχω δασκάλους πολλούς και σημαντικούς. Τους δασκάλους τους ανακαλύπτουμε, γιατί ακουμπούν στην καρδιά μας. Όπως ο Νίκος Πεντζίκης στην «Αρχιτεκτονική της Σκόρπιας Ζωής», θησαυρίζουμε από τους δασκάλους μας πράγματα, φράσεις και έννοιες. Μπορεί να κατηγορηθούμε ότι η προσωπική ματιά μας τούς φωτίζει με υποκειμενικό τρόπο, αλλά κάθε εποχή και κάθε ερευνητής προσπαθεί να οικειωθεί ή, καλύτερα, να «ενσωματωθεί» το έργο των προηγουμένων. Είναι αυτή μια αρχέγονη πράξη, όμοια με εκείνη των νεολιθικών ανθρώπων που σκόρπιζαν τα κόκκαλα των προγόνων τους μέσα στα σπίτια τους και στους οικισμούς τους. Ας είναι, λοιπόν, αυτά τα λίγα σήμερα μια συμβολική πράξη, που δηλώνει ότι το ταξίδι δεν έχει τελειώσει και ότι ίσως δεν θα τελειώσει ποτέ.
*Εκτενή αποσπάσματα από έξοχο κείμενο του Κώστα Κωτσάκη, ομότιμου καθηγητή Προϊστορικής Αρχαιολογίας του ΑΠΘ, που τιτλοφορείται «Το ταξίδι» και συμπεριελήφθη (μαζί με άλλες μελέτες αφιερωμένες στη μνήμη του καθηγητή Γ. Χ. Χουρμουζιάδη) στην έκδοση «Η αντίπερα όχθη – Κοινωνικός χώρος και ιδεολογία στις προϊστορικές κοινότητες» (εκδόσεις ΑΠΘ, Θεσσαλονίκη, 2019, επιστημονική επιμέλεια: Κώστας Κωτσάκης).
Ο Κώστας Κωτσάκης
Ο διαπρεπής επιστήμονας Γιώργος Χουρμουζιάδης γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη στις 26 Νοεμβρίου 1932 και απεβίωσε στη γενέτειρά του στις 16 Οκτωβρίου 2013.
*Όλες οι φωτογραφίες του παρόντος άρθρου προέρχονται από την προαναφερθείσα έκδοση του ΑΠΘ.
- Κατώτατος μισθός: Οι τέσσερις αλλαγές στον υπολογισμό του – «Ασπίδα προστασίας», λέει η Κεραμέως
- Από το «καλημέρα» στο «LOL»: Πες μου πώς γράφεις μηνύματα να σου πω τι τύπος είσαι
- Θεοδωρικάκος: Πρέπει να εξετάσουμε περαιτέρω μέτρα για τα ενοικία
- LIVE: Σπάρτα Πράγας – Ατλέτικο Μαδρίτης
- Μαντλίν ΜακΚάν: Νέα «στοιχεία» δίνει η Πολωνή που ισχυρίστηκε ότι είναι η εξαφανισμένη 3χρονη
- LIVE: Σλόβαν Μπρατισλάβας – Μίλαν