Μπάζιλ Ζαχάρωφ: «Άρα τις εστι πλούσιος ή πένης;»
Ο Ζαχάρωφ εφρόντιζε πάντα να κρατά τη μορφή του έξω από τη βιτρίνα του δρόμου, από τη δημοσιότητα
- Διερχόμενα διαστημικά σκουπίδια και μια «ασυνήθιστη οσμή» αναστάτωσαν τον ISS
- Κασσελάκης: Δεν θα συνεργαστώ με Μητσοτάκη, σέβομαι τον Ανδρουλάκη – Θα έμπλεκα ξανά με τον ΣΥΡΙΖΑ
- Στα Ευρωπαϊκά δικαστήρια οι συγγενείς των θυμάτων της Μάνδρας – Τι λέει στο in ο δικηγόρος των οικογενειών
- Αιμόφυρτος και τραυματισμένος μεταφέρθηκε μαθητής στο σχολείο στον Πύργο
Στις 27 Νοεμβρίου 1936 απεβίωσε στο Μόντε Κάρλο ο Μπάζιλ Ζαχάρωφ (Ζαχαρίας – Βασίλειος Ζαχαρίου), ξακουστός ανά την υφήλιο έλληνας μεγαλοεπιχειρηματίας, που είχε γεννηθεί στα Μούγλα της Μικράς Ασίας το 1849 (στις 6 Οκτωβρίου κατά την επικρατέστερη εκδοχή).
Ο σερ Μπάζιλ Ζαχάρωφ, εξέχουσα φυσιογνωμία της παγκόσμιας οικονομίας, υπήρξε ένας από τους σημαντικότερους από πλευράς διεθνούς επιρροής συμπατριώτες μας στη νεότερη ελληνική ιστορία — «έκτη μεγάλη δύναμη της οικουμένης» τον είχε αποκαλέσει ο γάλλος πρωθυπουργός Κλεμανσώ.
Ένα βαρύ πέπλο σιωπής και μυστηρίου σκέπαζε τις κινήσεις και την προσωπική ζωή του Ζαχάρωφ, μιας προσωπικότητας κατεξοχήν αντιφατικής και σε κάθε περίπτωση άκρως ενδιαφέρουσας.
Στο τεύχος του «Ταχυδρόμου» που είχε κυκλοφορήσει το Σάββατο 4 Μαΐου 1957 υπήρχε ένα ενδιαφέρον κείμενο —μικρής έκτασης και βιωματικού χαρακτήρα— αφιερωμένο στον αινιγματικό Ζαχάρωφ. Συντάκτης του ήταν ο Γ. Φτέρης (λογοτεχνικό ψευδώνυμο του μανιάτη Γιώργου Τσιμπιδάρου, 1891-1967), δημοσιογράφος, κριτικός, συγγραφέας και ποιητής.
«Ο ΤΑΧΥΔΡΟΜΟΣ», 4.5.1957, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»
Ο Φτέρης περιέγραφε σε αυτό τη μοναδική φορά που είχε καταφέρει να δει από κοντά τον περίφημο μπίζνεσμαν, επί γαλλικού εδάφους, με αφορμή το θάνατο ενός συγγενικού του προσώπου και την επακολουθήσασα κηδεία:
Το όνομα του σερ Μπάζιλ Ζαχάρωφ, του Βασίλη του Ζαχάρωφ από τα Ταταύλα της Πόλης (σ.σ. εκεί μεγάλωσε και ανδρώθηκε ο γεννηθείς στα Μούγλα βαθύπλουτος επιχειρηματίας), του ανθρώπου που είχε χαρακτηρίσει σαν «έκτη μεγάλη δύναμι» ο Κλεμανσώ, έγινε τελευταία και πάλιν επίκαιρο. Το «Βήμα» αναδημοσίευσε μια μακρά συνέχεια από ενδιαφέρουσες βιογραφικές πληροφορίες, συγκεντρωμένες σε πρόσφατη γαλλική έκδοσι […]. Αν και πάνε τόσα χρόνια από τότε που πέθανε, [ο Ζαχάρωφ] εξακολουθεί να προκαλή ακόμη ζωηρή την περιέργεια, και με την μυστηριώδη μορφή του και με την καταπληκτική σταδιοδρομία του. Θα τον παρουσιάσωμε μ’ έναν άμεσο τρόπο, δηλαδή στη φυσική του υπόστασι, μια που μας προσφέρει την ευκαιρία η επικαιρότης. Έτσι καθώς τον είδαμε κάποτε στο Παρίσι από κοντά.
Είχαμε εκείνα τα χρόνια προσπαθήσει κι’ εμείς —όπως έκαναν όλοι οι συνάδελφοι, κι’ οι δικοί μας κι’ οι ξένοι που εζούσαν τότε στη γαλλική πρωτεύουσα— να προσεγγίσωμε τον Ζαχάρωφ. Και ν’ ανοίξωμε, αν ήταν δυνατόν, την ερμητικά κλειστή πόρτα του περίφημου μεγάρου του, της λεωφόρου Ος (σ.σ. Avenue Hoche), λίγο παρακάτω από την Αψίδα του Θριάμβου, γνωστού σ’ όλο τον κόσμο για την αυστηρά σιωπηλή του απομόνωση και για τις δυο ξακουστές μικρές του σέρρες (σ.σ. θερμοκήπια) στα πρώτα παράθυρα, με τα σπάνια λουλούδια που δεν εμαραίνονταν ποτέ. Αλλά όλες οι προσπάθειές μας αποτύχανε. Δεν δεχόταν κανένα.
Ο Ζαχάρωφ εφρόντιζε πάντα να κρατά τη μορφή του έξω από τη βιτρίνα του δρόμου, από τη δημοσιότητα. Εθεωρείτο ο πιο αθέατος άνθρωπος της Ευρώπης, έλεγαν μάλιστα ότι αυτή την ατμόσφαιρα φαντάσματος, όπου εσυνήθιζε να ζη, και γενικά την αποστροφή του προς τη δημόσια παρουσία, την έβαζε μαζί με τ’ άλλα στοιχεία της επιτυχίας του. Κι’ είχε γίνει ακόμη πιο αόρατος, πιο απρόσιτος, από τότε που πέθανε η μόνη γυναίκα, ίσως ο μόνος άνθρωπος που αγάπησε σε τούτο τον κόσμο, η Μαρία ντελ Πιλάρ, δούκισσα της Βιλλαφράνκας, που έτρεχε το αίμα των Βουρβώνων στις φλέβες της. Ούτε εμφανιζότανε πουθενά, ούτε δεχότανε κανένα. Μόνο μερικούς παλιούς φίλους του και, πότε-πότε, ιδίως την Κυριακή, ετηλεφωνούσε μ’ ένα γραμματέα του στην Όπερα ή σε άλλα μουσικά κέντρα, για να του στείλουν τους καλύτερους αρτίστες που εμάθαινε ότι βρισκόντανε στο Παρίσι εκείνες τις μέρες, επειδή ήθελε να τους ακούση άνετα στο σπίτι του.
Θα ήταν αδύνατο, λοιπόν, να συναντήσωμε τον Ζαχάρωφ, εάν δεν εμεσολαβούσε μια σύμπτωσις και μάλιστα θανάτου. Πέθανε η αδερφή του Σεβαστή, η μόνη που έμενε μέσα σ’ όλη την οικογένεια. Την είχαμε γνωρίσει στην Ελληνική Πρεσβεία, τον καιρό του Νικόλαου Πολίτη, γιατί ερχότανε στις δεξιώσεις του. Ήταν μια γεροντοκόρη ελληνικού τύπου, ψηλή και λιγνή, που προσέφερε επί χρόνια στα φιλανθρωπικά έργα της παροικίας όλη τη στοργή που δεν είχε διαθέσει σαν σύζυγος και σαν μητέρα, αφού, παρ’ όλα τα πλούτη του αδερφού της, ποιος ξέρει για ποιο λόγο, δεν παντρεύτηκε ποτέ. Μιλούσε πάντα ελληνικά, εσκεπτότανε ελληνικά, αισθανότανε ελληνικά, σαν να ήρθε προ ολίγου από την Πόλη. Η ενορία, το σχολείο, οι παπάδες και τα παιδιά! Αυτά ήταν πάντα τα μεγάλα θέματα που την απασχολούσαν.
Στον ελληνικό ναό της οδού Μπιζέ, όπου εψάλη η νεκρώσιμος ακολουθία, παρασταθήκανε όλες οι παλιές οικογένειες του Παρισιού, που εγνώριζαν τη Σεβαστή και την κοινωφελή δράσι της. Εμείς επήγαμε ειδικά για να ιδούμε τον Ζαχάρωφ. Δεν άργησε ναρθή. Τον συνώδευαν δύο ακόλουθοί του, έγχρωμοι, Ινδοί, ίσως για την αισθητική πρωτοτυπία. Ήταν ένα ανθρώπινο ερείπιο, αλλά τόσο εκφραστικό! Βλέποντάς τον καταλαβαίνατε αμέσως τι ρόλο θα έπαιξε στην εποχή του, μέσα στα διεθνή κοσμικά σαλόνια, αυτός ο υψηλός, υπερήφανος γέροντας, με τα ακόμη έντονα, αν και κέρινα τώρα από τα γηρατειά, χαρακτηριστικά του. Οι έγχρωμοι συνοδοί του τον βαστάνε για να μην πέση. Είναι ψηλότερος και βηματίζει αργά-αργά χωρίς να προσέχη κανέναν. Φορεί ένα μαύρο παλτό, πολύ μακρύ, με πλατειά γούνα καφέ ολόγυρα στο λαιμό του. Ο ίδιος κρατά στο χέρι ένα μιραμπώ (σ.σ. ανδρικό καπέλο). Τον ετοποθέτησαν σε μια πολυθρόνα αγνάντια στο φέρετρο. Παρακολουθούμε από απέναντι ακριβώς τη μορφή του — είναι φαλακρός, με αραιές άσπρες τρίχες, με άσπρο μουστάκι και με άσπρο υπογένειο.
Έμεινε νεκρικά ασάλευτος σ’ όλη την ακολουθία, με τα αυστηρά του μάτια προς το φέρετρο της τελευταίας αδερφής. Ποιος ξέρει σε ποιο παιδικό μαχαλά της Πόλης να εγύριζε εκείνη την ώρα η φαντασία του! Ακούονται τροπάρια, που νομίζετε πως γραφτήκανε προσωπικά εναντίον του Ζαχάρωφ — το βλέπομε στην ξαφνική αντίδρασι της μορφής του. Τα ακούει σαν ανήσυχος: «Πάντα ματαιότης τα ανθρώπινα, ου παραμένει ο πλούτος, ου συνοδεύει η δόξα. Είδον τα οστά τα γεγυμνωμένα και είπον: Άρα τις εστι πλούσιος ή πένης;»
Όταν εσηκώθη να φύγη, μετά τον «τελευταίον ασπασμόν», μας εφάνη γεροντότερος.
Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις