Μέσα στη νύχτα ξαναρχίζει η μάχη. Χρειάζεται να παλαίψουμε όχι μονάχα με το θάνατο, μα και με το σκοτάδι, που είναι σκληρό σαν ένας όγκος αδιαπέραστος. Τη νύχτα η μάχη είναι σύντομη. Σερνόμαστε στην αρχή σαν πεθαμένοι, κρατάμε σφιχτά την αναπνοή μας, τι αγωνία, τι πάλη με το σώμα μας, ώσπου να φτάσουμε κοντά στους ανθρώπους που πρέπει να σκοτώσουμε. Όμως πού πάμε, είμαστε τυφλοί, έχουμε έναν τρόμο πρωτόγονο στο αίμα μας. Ακουμπάμε στη γη κι’ ανατριχιάζουμε. Μας αγγίζει ένα κλαδί και τρέμουμε. Όλα είναι χέρια θανάτου που υψώνουνται να μας χτυπήσουν, μάτια θανάτου που μας κοιτάζουν επίμονα. Πλησιάζουμε αθέατοι, ορμούμε πάνου στους άλλους ανθρώπους που πρέπει να σκοτώσουμε, η λόγχη τρυπάει την τρομαγμένη σάρκα. Βουβή πάλη μέσα στη νύχτα του ενός κορμιού με το άλλο. Κ’ έπειτα οι γοερές κραυγές εκείνων που πεθαίνουν, οι φωνές εκείνων που καλούν τους συντρόφους των. Η ατμόσφαιρα γεμάτη τρόμο και φρίκη. Κ’ έπειτα παντού, μια σιωπή θανάτου.

Το δάσος γύρω μας φαίνεται ατέλειωτο. Τα δέντρα, τρομαγμένα, μόλις τολμούν να κοιτάξουν το φως που άναψε κάποιος. Κι’ η νύχτα δεν είναι πια τυφλή, έχει ένα κίτρινο μάτι που κλαίει για ό,τι βλέπει. Μαύρη είναι η γη, ωσάν απ’ τα πρόσωπά μας να χύνεται ένα μαύρο υγρό στο έδαφος. Μερικοί στρατιώτες μαζεύουνται γύρω στο φως κ’ είναι σαν κίτρινες σκιές που τρέμουν σε μια σκοτεινή επιφάνεια. Οι άλλοι μένουμε κλεισμένοι στο μαύρο φέρετρο της νύχτας που το κάρφωσαν γερά με μεγάλα καρφιά. Και κανείς δε γνωρίζει το πρόσωπό του, ίσως γιατί κανείς μας δεν έχει πρόσωπο. Όμως για να υπάρχεις χρειάζεσαι ένα όνομα, έναν τίτλο, μια θέση, διαφορετικά είσαι σαν ένα σπίτι χωρίς αριθμό. Κανείς δε ξέρει τις λεπτομέρειες απ’ το σώμα του, το σχήμα του προσώπου του, το σχήμα απ’ το μέτωπό του, το χρώμα απ’ τα μάτια του. Πέρασε τόσος καιρός που δεν τα κοιτάξαμε και τα ξεχάσαμε. Κι’ αν τα βλέπαμε ακόμα, δε θα τα γνωρίζαμε, γιατί έχουν τόσο πολύ αλλάξει. Τα χέρια είναι κολλημένα στο σώμα, ακίνητα, κοιμισμένα μέσα στις τσέπες, κρέμουνται σαν ηλίθια απ’ τους ώμους. Τα βήματα είναι σαν ψεύτικα, τρομάζουν να πατήσουν τη γη, που τα δέχεται χωρίς αντίσταση.

Οι σκιές κάτου απ’ τα δέντρα πραγματοποιούν τερατώδη σχήματα, καταστρέφουν την πραγματικότητα. Γιατί αυτός ο άνθρωπος άναψε ένα φως; Για να κοιτάξει τον εαυτό του ή να βρει έναν άλλο; Υπάρχουν άνθρωποι που ψάχνουν να βρουν τον εαυτό τους και συναντούν το κενό, που ψάχνουν να βρουν τον άλλο και συναντούν πάλι το κενό. Το φως πέφτει απ’ τα χέρια, πολλά πόδια το πατούν κι’ όλοι χάνουνται μέσα στο σκοτάδι. Κι’ αυτός που κρατούσε το φως ανακατώθηκε πάλι με τους άλλους σα να μην υπήρξε ποτέ. Το δάσος γεμίζει ξανά από μια ανατριχίλα θανάτου. Η νύχτα προχωρεί αργά σα να σέρνεται μέσα στην ψυχή μας. Πολλοί αποκοιμούνται κάτου απ’ τα δέντρα. Το ένα πρόσωπο ακουμπάει στη νύχτα του άλλου προσώπου.

Σε ποιον να μιλήσω, αφού καταλαβαίνω ότι η ομιλία μου δε βγαίνει από στόμα. Είμαστε οι νεκροί που καβαλάμε το νεκρό εαυτό μας. Πάνου σ’ αυτή τη γη μάς κρατάει σαν καρφωμένους ο θάνατος. Αυτές οι λασπωμένες εκτάσεις έγιναν το φέρετρό μας. Δεν μπορώ να κοιτάξω τον ουρανό. Βλέπω με αηδία τον εαυτό μου κι’ όμως βυθίζουμαι πιο πολύ στη λάσπη. Γύρω μου κάποτε είναι σα να μην υπάρχει τίποτα άλλο απ’ τη σκιά μου. Οι άνθρωποι πηγαίνουν στη γραμμή, ο ένας πίσω απ’ τον άλλο, προς το θάνατο, κατάντησαν το μόριο της σκόνης του κάθε δρόμου. Σκοτώνουν και σκοτώνουνται χωρίς να θέλουν. Ο πόλεμος είναι ένα έγκλημα που γίνεται με ένδυμα επίσημο και μ’ όλα τα παράσημα στο στήθος. Το χρυσάφι και ο πόλεμος, ο πόλεμος και το χρυσάφι, αυτή είναι η ιστορία ως τώρα του κόσμου. Όμως αυτός ο πόλεμος είναι δίκαιος. Πολεμάμε για να μην υποφέρει ο άνθρωπος απ’ τον άνθρωπο, να μη σκοτώνει ο άνθρωπος τον άνθρωπο, πολεμάμε για να μην υπάρχει ο πόλεμος, να μην υπάρχει στον κόσμο κανένας φασισμός, να μην υπάρχουν δικτάτορες, να απαλλαγεί απ’ τη δικτατορία η χώρα μας. Κάνουμε το χρέος μας απέναντι στον άνθρωπο, όχι απέναντι στο Θεό. Σάπισε το κορμί μας απ’ τη βροχή. Λυώνουν τα πόδια μας μέσα στη λάσπη. Θα τα κόψουν και θα μείνουμε σαν τα παιδιά που δε μπορούν να περπατήσουν. Όλοι, αν βαστάξει ο πόλεμος, θα έχουμε ξύλινα πόδια κι’ όπως τη νύχτα θα περπατάμε σ’ ένα δρόμο λιθόστρωτο, θ’ ακούγεται ένας κρότος ξερός, όπως όταν περπατάει κανείς σ’ ένα δάσος έρημο το φθινόπωρο. Γύρω μας πάντα μια μουχλιασμένη μέρα θανάτου, μια παγωμένη νύχτα θανάτου. Είναι δίκαιος αυτός ο πόλεμος. Έπρεπε να πολεμήσουμε. Να κάνουμε το χρέος μας απέναντι στον άνθρωπο.

*Απόσπασμα από το βιβλίο του Στέλιου Ξεφλούδα «Άνθρωποι του μύθου» (εκδοτικός οίκος Μ. Σαλίβερου, Αθήνα, 1946). Όπως φανερώνει και ο υπότιτλος του έργου, «Τετράδια από τον πόλεμο της Αλβανίας», ο συγγραφέας βιώνει την ανελέητη πραγματικότητα του πολέμου και καταγράφει τις αντιδράσεις που αυτή του προκαλεί, με άλλα λόγια εκφράζει τον εσωτερικό του κόσμο.


Ο Στέλιος Ξεφλούδας, μια αξιοπρόσεκτη φυσιογνωμία της αποκληθείσης Σχολής της Θεσσαλονίκης (μιας λογοτεχνικής συντροφιάς που έδρασε παράλληλα με την περίφημη Γενιά του ’30 στην Αθήνα), ένας από τους πρώτους πεζογράφους που καλλιέργησαν και χρησιμοποίησαν συστηματικά στα κείμενά τους την αφηγηματική τεχνική του εσωτερικού μονολόγου, έφυγε από τη ζωή στις 27 Νοεμβρίου 1984.


Ο γεννημένος στη Φωκίδα (με καταγωγή από το χωριό Καστέλλια) Ξεφλούδας πέρασε τα γυμνασιακά του χρόνια στη Θεσσαλονίκη. Οι φιλολογικές σπουδές του ξεκίνησαν στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και ολοκληρώθηκαν στο Παρίσι (Πανεπιστήμιο Σορβόννης), όπου ο Ξεφλούδας είχε τη δυνατότητα να παρακολουθήσει από κοντά τα πνευματικά κινήματα του Μεσοπολέμου.


Ο Ξεφλούδας (όρθιος στα αριστερά της εικόνας, δίπλα στον Γιώργο Θεοτοκά) μαζί με άλλους εκλεκτούς λογοτέχνες

Έχοντας εγκατασταθεί στη Θεσσαλονίκη, ο Ξεφλούδας εμφανίστηκε στα λογοτεχνικά πράγματα το 1930 με το πρώτο βιβλίο του, «Τα τετράδια του Παύλου Φωτεινού», ένα πεζογράφημα που διακρίνεται για τη νεωτερική γραφή του, μια και ο συγγραφέας χρησιμοποιεί την αφηγηματική μέθοδο της συνειδησιακής ροής (παράθεση σκέψεων χωρίς εμφανή λογικό ειρμό).


Ο Ξεφλούδας (μεταξύ των ορθίων, δεύτερος εκ δεξιών) στην εμβληματική φωτογραφία της Γενιάς του ’30

Ο Ξεφλούδας υπήρξε ένας εκ των ιδρυτών και βασικών συνεργατών του πρωτοποριακού μηνιαίου λογοτεχνικού περιοδικού «Μακεδονικές Ημέρες», που πρωτοεκδόθηκε στη Θεσσαλονίκη το 1932.


Κατά τη διάρκεια του Ελληνοϊταλικού Πολέμου ο Ξεφλούδας υπηρέτησε ως αξιωματικός στο μέτωπο. Οι πολεμικές αυτές εμπειρίες έμελλε να τον σημαδέψουν βαθιά και να τον τροφοδοτήσουν με υλικό για τα μεταπολεμικά βιβλία του, όπου ο συγγραφέας ανοίγεται πλέον στο χώρο της άμεσης, βιωματικής αφήγησης.


Ο κύκλος του περιοδικού «Μακεδονικές Ημέρες» (ο Ξεφλούδας δεύτερος εκ δεξιών μεταξύ των ορθίων)

Στα σημαντικότερα έργα του Ξεφλούδα, πέραν του προαναφερθέντος, συγκαταλέγονται τα ακόλουθα: «Εσωτερική συμφωνία» (1932), «Εύα» (1934), «Στο φως του λευκού αγγέλου» (1936), «Κύκλος» (1944), «Άνθρωποι του μύθου» (1946), «Οδυσσέας χωρίς Ιθάκη» (1957), «Εσύ, ο κύριος Χ κ’ ένας μικρός πρίγκηπας» (1960, Α’ Κρατικό Βραβείο Μυθιστορήματος το 1961), «Δον Κιχώτης» (1962), «Ο δικτάτορας» (1964), «Μέρες μέσα στο σκοτάδι» (1981, Α’ Κρατικό Βραβείο Διηγήματος το 1982).


Αξίζει να σημειωθεί ότι ο πολυγραφότατος συγγραφέας (εκ παραλλήλου, μελετητής και αρθρογράφος) υπήρξε και μέλος της λεγόμενης Ομάδας των Δώδεκα (σε αυτήν ανήκαν επίσης, μεταξύ άλλων, ο Τάσος Αθανασιάδης, ο Ηλίας Βενέζης, ο Γιώργος Θεοτοκάς, ο Ανδρέας Καραντώνης, ο Ι. Μ. Παναγιωτόπουλος, ο Μιχαήλ Στασινόπουλος και ο Πέτρος Χάρης).