Σταθερά ανοδική πορεία παρουσιάζει η παραγωγή αλκοολούχων ποτών και αποσταγμάτων, καταφέρνοντας να έχει μικρές απώλειες (ακόμα και το 2020), σε μια περίοδο που η εγχώρια ζήτηση υποχώρησε δραστικά, λόγω της στροφής που επέδειξαν οι επιχειρήσεις του κλάδου προς τις εξαγωγές, σύμφωνα με τον Σύνδεσμο Ελλήνων Παραγωγών Αποσταγμάτων και Αλκοολούχων Ποτών (ΣΕΑΟΠ).

Σύμφωνα με τα στοιχεία, που περιλαμβάνονται σε νέα μελέτη του ΣΕΑΟΠ, το 2023, οι ανησυχίες του κλάδου επιβεβαιώθηκαν καθώς καταγράφονται μικρές κάμψεις  στην ανοδική πορεία του, με την παραγωγή να μειώνεται κατά -2,3 % (-482 χιλ. λίτρα αλκοόλης) και τις  εξαγωγές κατά -4,3% (-610 χιλ. λίτρα αλκοόλης). Εξαίρεση εμφανίζει η κατανάλωση των εγχωρίως παραγομένων ποτών, στο εσωτερικό της χώρας, που εμφανίζει αύξηση +4,9% (+330 χιλ. λίτρα αλκοόλης).

Όπως επισημαίνεται, η εγχώρια αγορά αλκοολούχων ποτών χαρακτηρίζεται από έντονο ανταγωνισμό. Στο πλαίσιο αυτό ο κλάδος της εγχώριας παραγωγής φαίνεται να έχει κάνει άλματα ανάπτυξης ποιοτικά αλλά και παραγωγικά, σε σχέση με την κατάσταση που επικρατούσε πριν από μερικά χρόνια.

Μετά τις συνεχείς αυξήσεις, το 2023 η παραγωγή, εμφανίζεται ελαφρώς μειωμένη κατά -2,3% (-482 χιλ. λίτρα αλκοόλης ή -1,72 εκ. φιάλες), διαμορφώθηκε σε 20,7 εκ. λίτρα, από 21,2 εκ. λίτρα που ήταν το 2022

Στον κλάδο της παραγωγής αλκοολούχων ποτών δραστηριοποιούνται περίπου 300 επιχειρήσεις (αποσταγματοποιεία  και ποτοποιεία) που παρέχουν προϊόντα με καθιερωμένα εμπορικά σήματα και υψηλή αναγνωρισιμότητα. Στην πλειοψηφία τους, οι παραγωγικές μονάδες του κλάδου είναι μικρού και μεσαίου μεγέθους επιχειρήσεις, κυρίως οικογενειακού χαρακτήρα και τοπικής εμβέλειας, διεσπαρμένες κυρίως στην περιφέρεια.

Σε γενικές γραμμές, η ελληνική ποτοποιία έχει δείξει σημαντική πρόοδο στην πάροδο των χρόνων, διατηρώντας τη δυναμική της πορεία μέσα στις δυσμενείς συνθήκες που επικράτησαν από το 2010. Η πανδημία αποτέλεσε μία δοκιμασία για τον κλάδο, καθώς επηρέασε ιδιαίτερα την επιτόπια κατανάλωση. Το 2021, ο κλάδος άρχισε σταδιακά να ανακάμπτει στα προCovid επίπεδα, με το 2022 να αποτελεί μια χρονιά – ορόσημο για τον κλάδο της ελληνικής παραγωγής αλκοολούχων ποτών, καθώς καταγράφηκαν σημαντικές αυξήσεις (σε επίπεδο όγκου) τόσο στην παραγωγή +12,5% και στην κατανάλωση +24,2% αλλά και στις εξαγωγές +5,2%.

Τι δείχνουν τα στοιχεία του ΣΕΑΟΠ για την παραγωγή

Το 2022, η εγχώρια παραγωγή αποσταγμάτων και άλλων αλκοολούχων ποτών παρουσίασε  σημαντική αύξηση +12,5% σε σύγκριση με το 2021 και διαμορφώθηκε στα 21,2 εκ. λίτρα αλκοόλης (+2,3 εκ. λίτρα αλκοόλης).

Μετά τις συνεχείς αυξήσεις, το 2023 η παραγωγή, εμφανίζεται ελαφρώς μειωμένη κατά -2,3% (-482 χιλ. λίτρα αλκοόλης ή -1,72 εκ. φιάλες), διαμορφώθηκε σε 20,7 εκ. λίτρα, από 21,2 εκ. λίτρα που ήταν το 2022.

Στο διάστημα της 10ετίας (2014-2023) η συνολική παραγωγή των αλκοολούχων ποτών παρουσιάζει σημαντική αύξηση της τάξεως +17,9% (+3,1 εκ. λίτρα αλκοόλης).

Χαρτογράφηση από τον ΣΕΑΟΠ της εσωτερικής αγοράς και της κατανάλωσης

Όσον αφορά τη διάθεση στο εσωτερικό, των ελληνικών αλκοολούχων ποτών (όπως εμφανίζεται και στο διάγραμμα) την περίοδο 2014-2019, παρουσίαζε διακυμάνσεις ανά έτος, με το μέσο όρο να διαμορφώνεται στα 6,1 εκ. λίτρα /έτος.

Σύμφωνα με τον ΣΕΑΟΠ, μετά το 2020 που εμφάνισε τη μεγαλύτερη μείωση (λόγω COVID), καταγράφονται ετήσιες σημαντικές αυξήσεις  και μεγαλύτερη αύξηση στο επόμενο έτος 2021 (+24,5%) και το 2022 (+24,2%). Το 2023 εξελίχθηκε σε αρκετά καλή χρονιά καθώς συνεχίζεται η ανοδική τάση και εμφανίζει αύξηση +4,9% (+330 χιλ. λίτρα αλκοόλης ή 1,18 εκ. φιάλες).

Σε επίπεδο 10ετίας (2014-2023) η κατανάλωση των εγχωρίως παραγομένων ποτών, στο εσωτερικό της χώρας, εμφανίζει σημαντική αύξηση +16,4%. (+1 εκ. λίτρα αλκοόλης ή 3,6 εκ. φιάλες).

Εξαγωγές και εξωστρέφεια

Ο κλάδος της ελληνικής ποτοποιίας και αποσταγματοποιίας χαρακτηρίζεται – όπως επισημαίνει ο ΣΕΑΟΠ – από υψηλή εξωστρέφεια, με ανοδική πορεία στις εξαγωγές, όπως αποτυπώνεται και από τα στοιχεία του Γενικού Χημείου του Κράτους της τελευταίας 10ετίας, όπου καταγράφεται αύξηση κατά +18,1% ως προς τον όγκο (2 εκ. λίτρα αλκοόλης ή  7,4 εκ. φιάλες).

Το 2023 παρατηρήθηκε κάμψη της ποσότητας κατά -4,8%, των εξαγωγών των αλκοολούχων ποτών της ελληνικής παραγωγής. Οι εξαγωγές διαμορφώθηκαν σε 13,5 εκ. λίτρα, από 14,1 εκ. λίτρα που ήταν το 2022.

Όμως αξίζει εδώ να αναφερθεί ότι όσον αφορά την αξία των εξαγωγών, από τα στοιχεία της EUROSTAT που επεξεργάσθηκε ο ΣΕΑΟΠ, το 2023 έκλεισε με αύξηση της αξίας των εξαγωγών των ελληνικών αλκοολούχων ποτών κατά +9,4% σε αξία ξεπερνώντας το φράγμα των 100 εκ.€, (από 97 εκ. € σε 106 εκ. €).

Ο δείκτης εξωστρέφειας (εξαγωγές προς εγχώρια παραγωγή) ξεπέρασε το 65% για άλλη μια χρονιά,  έχοντας ως κινητήρια δύναμη την αδιαμφησβήτητη ποιότητα των ελληνικών αλκοολούχων ποτών που φαίνεται να βρίσκει ανταπόκριση και σε διεθνές επίπεδο. Σημειωτέο ότι, το 75% των εξαγωγών του κλάδου είναι αλκοολούχα με  ΓΕΩΓΡΑΦΙΚΗ ΕΝΔΕΙΞΗ καταχωρισμένη σε επίπεδο ΕΕ .

ΣΕΑΟΠ: Ανθεκτική η παραγωγή το 2023

«Μετά το 2022 που ήταν χρονιά-ορόσημο του κλάδου, καθώς είδαμε αυξήσεις σε όλα τα μεγέθη του κλάδου (παραγωγή, εξαγωγές, κατανάλωση), για το 2023 αισθανόμαστε περήφανοι που η ελληνική παραγωγή έδειξε ανθεκτικότητα διατηρώντας τη δυναμική της πορεία εν μέσω υψηλού πληθωρισμού, αύξησης του λειτουργικού κόστους παραγωγής, των αυξανόμενων γεωπολιτικών εντάσεων και τής πληθώρας κανονιστικών διατάξεων», επισημαίνει σε δηλώσεις του ο πρόεδρος του ΣΕΑΟΠ Χάρης Μαυράκης, τονίζοντας:

«Αξίζει να αναφερθούμε στα ιδιαιτέρα ενθαρρυντικά μηνύματα που εμφανίζονται στα στοιχεία, για την κατηγορία τσίπουρο/τσικουδιά. Οι καταναλωτές φαίνεται να στρέφονται προς το εμφιαλωμένο τσίπουρο που παράγεται με συγκεκριμένες προδιαγραφές (παραγωγής & ελέγχων που παρακολουθούν το προϊόν σε όλες τις φάσεις μέχρι να παραχθεί το απόσταγμα και από εκεί μέχρι την εμφιάλωσή του) και κάτω από αυστηρούς ελέγχους του ΓΧΚ, αναγνωρίζοντας αφενός μεν την ποιότητά του αλλά περισσότερο νοιώθοντας πιο ασφαλείς  ως προς την διασφάλισης της υγείας τους. Ο κόσμος έχει χάσει την εμπιστοσύνη του στο χύμα ανώνυμο προϊόν, κάτι που μπορούν όμως να του διασφαλίσουν οι συστηματικοί / επίσημοι  αποσταγματοποιοί».

Οι προοπτικές για το 2024 βέβαια είναι λιγότερο αισιόδοξες και πρέπει άμεσα να  γίνουν οι απαραίτητες ρυθμίσεις του νομοθετικού πλαισίου της ελληνικής ποτοποιίας/ αποσταγματοποιίας σύμφωνα με το ενωσιακό πλαίσιο και να ληφθούν μέτρα στήριξης της εξωστρέφειας του κλάδου της ελληνικής παραγωγής αποσταγμάτων, που θα λαμβάνουν υπόψη τις πραγματικές του ανάγκες, για να μπορέσει ανταπεξέλθει στις βραχυπρόθεσμες και μεσομακροπρόθεσμες προκλήσεις.

Η πολιτεία θα πρέπει να προχωρήσει στον εκσυγχρονισμό της νομοθεσίας που διέπει τα αποστάγματα, με έμφαση στην διαδικασία που καθορίζει τη επαλήθευση της παλαίωσης, με γνώμονα την μείωση της γραφειοκρατίας, την ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας, την εξυγίανση του ανταγωνισμού και τη διασφάλιση της ποιότητας και της αυθεντικότητάς τους, θεσμοθετώντας άμεσα τις  αναγνωρισμένες ομάδες παραγωγών που έχουν τις γνώσεις και την εμπειρία για τη λειτουργία της συγκεκριμένης αγοράς.

Θα ήταν θετική η στήριξη των επιχειρήσεων της ευρύτερης αλυσίδας εφοδιασμού αλκοολούχων ποτών, με βασικό μέτρο την αναπροσαρμογή του επιπέδου φορολόγησης των αλκοολούχων ποτών στον ευρωπαϊκό Μ.Ο σε βάθος 3ετίας (2024–2026).

Δεν πρέπει να παραλείψουμε τη θετική εξέλιξη της Θέσπισης Σήματος Επισκέψιµου Αποσταγματοποιείου – Ποτοποιείου με νόμο το Υπουργείο Τουρισμού (Ιούλιο 2024) και την αποδοχή από το Υπουργείο Οικονομικών  της πρότασής μας για την δημιουργία Εθνικού Συμβουλίου Αποσταγμάτων.

Οι προκλήσεις που καλείται να αντιμετωπίσει ο κλάδος, σχετίζονται με το ευρύτερο οικονομικό περιβάλλον καθώς οι αυξανόμενες γεωπολιτικές εντάσεις, το ενεργειακό κόστος και ο υψηλός πληθωρισμός έχουν ισχυροποιήσει τις αβεβαιότητες στην οικονομία».