Από μία άποψη, μπορεί και να ήταν αναμενόμενο: ότι το όνομα του Γιάννη Αντετοκούνμπο ανήκε έτσι κι αλλιώς στο σύμπαν του βιβλίου «Μιλγουόκι μπλουζ» (εκδ. Καστανιώτη, μτφ. Ειρήνη Παπακυριακού), μόνο και μόνο λόγω της αμερικανικής πόλης. Ο συγγραφέας Λουί Φιλίπ Νταλαμπέρ, που πέρασε πρόσφατα από την Αθήνα και ήταν φιναλίστ για το βραβείο Γκονκούρ, εντάσσει στην αφήγησή του πολλές «φωνές» για τον θάνατο του μαύρου Έμετ, ο οποίος ξεψυχά από ασφυξία κάτω από το γόνατο ενός αστυνομικού. Όλες όμως προέρχονται ή έχουν σχέση με το Φράνκλιν Χάιτς, προάστιο στα βόρεια του Μιλγουόκι. Τίποτε δεν είναι τυχαίο στην πλοκή. Η έμπνευση προέρχεται από τη δολοφονία του Τζορτζ Φλόιντ, τον Μάιο του 2020, ενώ το όνομα του κεντρικού ήρωα παραπέμπει στον 14χρονο που το 1955 είχε σκοτωθεί άγρια από λευκούς ρατσιστές στον βαθύ Νότο. Στην πολυφωνική αφήγηση μαθαίνουμε για τη ζωή του Έμετ: μια ζωή που άρχισε από το γκέτο, στη συνέχεια διεκδίκησε με φιλοδοξία το όνειρο του αμερικανικού φούτμπολ και ύστερα εκτροχιάστηκε λόγω ενός ατυχήματος.

Την ημέρα της κηδείας του, λοιπόν, συναντιούνται συγγενείς και φίλοι για να αποχαιρετήσουν μαζί με αυτόν και την αθωότητα της αμερικανικής επαρχίας. Και εκεί κάνει την εμφάνισή του ο Έλληνας σούπερ σταρ του NBA. Διαβάζουμε στο κεφάλαιο «Η επιλογή του Κυρίου»: «Η πρώην μνηστή του Έμετ, από τα μακρινά πανεπιστημιακά χρόνια, ο προπονητής που τον είχε προπονήσει την ίδια περίοδο, η σύζυγός του και η μικρότερη κόρη τους, μια πανέμορφη τριαντάρα τώρα, έπαιρναν πρωινό στο εστιατόριο του ξενοδοχείου Hyatt Place όπου διέμεναν, στο κέντρο του Μιλγουόκι. Είχαν έρθει από την προηγούμενη μέρα, ώστε ν’ αποφύγουν να ξυπνήσουν χαράματα τρέχοντας να προλάβουν το αεροπλάνο, να είναι στην ώρα τους για την κηδεία… Αυτός όμως δεν ήταν ο μοναδικός λόγος για την απόφασή τους. Οι Μπακς, η ομάδα μπάσκετ της πόλης, που είχε ρέντα τον τελευταίο καιρό, έπαιζε με τους Σικάγο Μπουλς εκείνο το βράδυ. Με αρχηγό έναν φλογερό Αντετοκούνμπο, η ομάδα του Μιλγουόκι θα μπορούσε να νικήσει την ομάδα του Σικάγο, που είχε γίνει η σκιά του εαυτού της, χωρίς πραγματικό αστέρι στις τάξεις της».

O Σταύρος Τορνές

Αυτή η παρουσία του Γιάννη Αντετοκούνμπο είναι η πιο πρόσφατη «ελληνική» στιγμή σε ένα ξένο μυθιστόρημα. Είχε προηγηθεί το ντεμπούτο του 48χρονου Τζόρτζιο Βάστα «Ο χρόνος που δεν είχα» (επίσης στον «Καστανιώτη», 2017, μετάφραση Αμπυ Ράικου), το οποίο διαδραματίζεται στη Ρώμη του 1978, όταν οι Ερυθρές Ταξιαρχίες κρατούν όμηρο τον χριστιανοδημοκράτη πρώην πρωθυπουργό Aλντο Μόρο. Η αρχή του τέλους της αθωότητας για μια ολόκληρη χώρα. Στην ενδιάμεση εικόνα, τρία 11χρονα αγόρια στο Παλέρμο της Σικελίας αποδέχονται τα ερεθίσματα της βίας σε ένα ιδιότυπο τελετουργικό ενηλικίωσης. Αλλάζουν τα ονόματά τους, οργανώνουν απόπειρες και προκαλούν χάος στο σχολείο κι αργότερα στην τοπική κοινωνία.

Σε μία από τις συναντήσεις με «συντρόφους», οι οποίοι φέρνουν από τη Ρώμη ταινίες «σπάνιες, μαχητικές» για ένα αυτοσχέδιο κινηματογραφικό φόρουμ, ακούγεται το όνομα του Σταύρου Τορνέ. «Μας λέει (ενν. ο σπιτονοικοκύρης) ότι το “Κοάττι” είναι μια ταινία του σύντροφου Σταύρου Τορνέ, και λέγοντας αυτά βγάζει από την τσέπη του τζιν του ένα φύλλο τετραδίου που πάνω του έχει γράψει το όνομα, ΣΤΑΥΡΟΣ ΤΟΡΝΕΣ. Λέει ότι ο Σταύρος είναι Έλληνας αλλά έζησε πολλά χρόνια στην Ιταλία δουλεύοντας ως ηθοποιός κι εργάτης. Η ταινία του είναι γυρισμένη στη Ρώμη και παίζει ο ίδιος. Πρόκειται, συνεχίζει, για μια ταινία που μιλάει σπαρακτικά για τη σύγχρονη εποχή, για την ήττα και την ουτοπία, μια ταινία που στις πιο σκόπιμα παράδοξες στιγμές της, στις οποίες μπορούμε να αναγνωρίσουμε την γκροτέσκα παθητικότητα της χώρας μας, εναλλάσσει κοινωνιολογικές αναλύσεις με στιγμές έντονης κριτικής της πραγματικότητας, του αφοπλισμένου πλέον νοήματος και του θανάτου».

Ο Βάστα ενσωμάτωσε προφανώς στο μυθιστόρημά του την «ιταλική» περίοδο του Έλληνα κινηματογραφιστή, όταν ο Τορνές εγκαταλείπει την Ελλάδα της χούντας για να συμμετάσχει με ομάδα εξορίστων στον αγώνα κατά των συνταγματαρχών. Στη Ρώμη γυρίζει το «Αντίο Ανατολή», το «Κοάττι» και το «Εξωπραγματικό» (με τη σύντροφό του Σαρλότ βαν Γκέλντερ), ενώ εμφανίζεται σε ταινίες των Φραντσέσκο Ρόζι («Uomini Contro», «Ο Χριστός σταμάτησε στο Εμπολι»), αδελφών Ταβιάνι (Αλοζανφάν»), Ρομπέρτο Ροσελίνι («Ιταλία ώρα μηδέν»). Στην τηλεταινία «Ναυσικά» μάλιστα, της Ανιές Βαρντά, έχει τον πρωταγωνιστικό ρόλο. «Δείχνει τον Τορνέ που ξυπνάει αργά», συνεχίζει ο Βάστα την περιγραφή, «δεν δουλεύει, γυρίζει με τα πόδια τη Ρώμη, μιλάει με την κοπέλα του. Εκείνη τον αφήνει, επιστρέφει μετά, ο Τορνές πηγαίνει σ’ ένα μπαρ και συναντάει έναν φίλο του… Κάποιος λέει στον Τορνέ πως δεν είναι παρά ένας μαλάκας, που ενδιαφέρεται μόνο για την αισθητική του προλεταριάτου και όχι για την ηθική του. Ο Τορνές δεν απαντάει, στη συνέχεια κάνει κριτική στην κοπέλα του: Διαβάζεις τη Ρεπούμπλικα, της λέει, εγώ διαβάζω την Ουνιτά. Η Ρεπούμπλικα είναι υποκρίτρια, ποιος ξέρει τι κρύβει, η Ουνιτά είναι ειλικρινής, είναι όργανο του κομμουνιστικού κόμματος. Η ιστορία προχωράει μπερδεμένα…».

O «Δράκος του Φράνζεν

Η «Ελευθερία» του Τζόναθαν Φράνζεν είναι ένα από τα σημαντικότερα μυθιστορήματα στις αρχές του 21ου αιώνα (πρωτοκυκλοφόρησε το 2011 από την «Ωκεανίδα», σε μετάφραση της Ρένας Χατχούτ και το 2019 πέρασε στον Ψυχογιό, σε μτφ. Γιώργου Ίκαρου Μπαμπασάκη). Η οικογένεια, τα δεσμά, οι ματαιώσεις και τα αδιέξοδα περνούν μέσα από τις τραυματικές σχέσεις της Πάτι και του Γουόλτερ με τους γονείς τους. Στο πρώτο ραντεβού τους ως φοιτητές οι δυο τους παρακολουθούν σε δωρεάν προβολή τον  ασπρόμαυρο «Δράκο» του Νίκου Κούνδουρου, «περιστοιχισμένοι από άδεια καθίσματα». Η αναλογία γίνεται ξεκάθαρη αργότερα: όπως ο διοπτροφόρος λογιστής που ερμηνεύει (υπέροχα!) ο Ντίνος Ηλιόπουλος προσπαθεί να δώσει νόημα στη ζωή του και να αλλάξει ταυτότητα, έτσι και το ζεύγος Μπέργκλαντ, χρόνια αργότερα, όταν τα παιδιά θα έχουν φύγει από το σπίτι, θα επιδιώξουν να κάνουν μια νέα αρχή μετακομίζοντας στην Ουάσιγκτον.