Απόσυρση Ελληνικής Μεραρχίας: Πράξη εθνικής μειοδοσίας από τους Απριλιανούς
Η Ελληνική Μεραρχία αποτέλεσε τη μόνη ουσιαστική αποτρεπτική ασπίδα στο ενδεχόμενο τουρκικής εισβολής και στήριξε την πολιτική του «εθνικού κέντρου»
- Συγκινητικές φωτογραφίες του Μπρους Γουίλις μαζί με τις κόρες του από την Ημέρα των Ευχαριστιών
- Ισόβια σε έναν από τους χειρότερους παιδόφιλους - Ένα σεντόνι... μαρτύρησε τα φριχτά εγκλήματά του
- Άγνωστοι έγραψαν στις σκάλες του Μετρό Θεσσαλονίκης λίγο πριν τα εγκαίνια
- Οι τρεις αρνητικές πρωτιές της Ελλάδας στο κόστος στέγασης
Στις 29 Νοεμβρίου 1967 αποφασίστηκε από τη χουντική κυβέρνηση Κωνσταντίνου Κόλλια η απόσυρση της λεγόμενης Ελληνικής Μεραρχίας, η οποία είχε αποσταλεί στην Κύπρο κατά το δεύτερο τετράμηνο του 1964, επί κυβερνήσεως Γεωργίου Παπανδρέου, προς εξασφάλιση της άμυνας της σύμμαχης χώρας.
Η εν λόγω Μεραρχία, που αριθμούσε 8.500 άνδρες, ήταν μείζονος σημασίας για την Ανώτερη Στρατιωτική Διοίκηση Άμυνας Κύπρου (ΑΣΔΑΚ), την οποία συγκροτούσαν οι ελληνικές και οι ελληνοκυπριακές δυνάμεις που βρίσκονταν στη Μεγαλόνησο (εν συνόλω, περίπου 24.700 άνδρες έως τον Ιανουάριο του 1968).
«ΤΟ ΒΗΜΑ», 29.11.1967, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»
Η δύναμη αυτή, σε συνδυασμό με τα μόνιμα έργα (πυροβολεία, ορύγματα, πολυβολεία κλπ.) που είχαν κατασκευαστεί την ίδια περίοδο, ιδίως στις παράκτιες περιοχές (Κυρήνειας, Αμμοχώστου κ.α.), είχε ενισχύσει σημαντικά τις αμυντικές δυνατότητες της Κύπρου και συνιστούσε ισχυρό αποτρεπτικό παράγοντα για τη διενέργεια αποβατικής επιχείρησης από τουρκικής πλευράς.
Για την απόσυρση της Μεραρχίας, που επέφερε αναμφίβολα σημαντικότατη αποδυνάμωση της άμυνας της Μεγαλονήσου, η χουντική κυβέρνηση των Αθηνών δε ζήτησε ούτε τη γνώμη ούτε την έγκριση της κυπριακής κυβέρνησης, η οποία προσπάθησε επί ματαίω να αποτρέψει την εξέλιξη αυτήν.
«ΤΟ ΒΗΜΑ», 29.11.1967, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»
Ως λόγος της ανάκλησης της Μεραρχίας προεβλήθη από τους Γεώργιο Παπαδόπουλο (υπουργό Προεδρίας και επικεφαλής του απριλιανού πραξικοπήματος) και Κωνσταντίνο Κόλλια η ύπαρξη άμεσου κινδύνου ελληνοτουρκικής σύρραξης, καθώς οι ελληνοτουρκικές σχέσεις ήταν όντως τεταμένες μετά τις αιματηρές εχθροπραξίες μεταξύ δυνάμεων της Εθνικής Φρουράς και Τουρκοκυπρίων στην Κοφίνου της Λάρνακας (15 Νοεμβρίου 1967), ο δε τότε υπουργός Εξωτερικών της Τουρκίας, Ιχσάν Σαμπρί Τσαγλαγιαγκίλ, είχε αξιώσει από την ελληνική κυβέρνηση και τον έλληνα ομόλογό του, Παναγιώτη Πιπινέλη, την απόσυρση της Ελληνικής Μεραρχίας.
«ΤΟ ΒΗΜΑ», 29.11.1967, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»
Έτσι, η χουντική κυβέρνηση, συνεπεία και της διαμεσολάβησης των ΗΠΑ επ’ ωφελεία των τουρκικών θέσεων (οι διαπραγματεύσεις με την ελληνική και την τουρκική πλευρά είχαν ανατεθεί στον Σάιρους Βανς, προσωπικό απεσταλμένο του προέδρου των ΗΠΑ Λίντον Τζόνσον, και στον Μάνλιο Μπρόζιο, γενικό γραμματέα του ΝΑΤΟ), εκάμφθη και έλαβε τη μοιραία απόφαση της ανάκλησης της Μεραρχίας, η οποία εκτελέστηκε από τη στρατιωτική ηγεσία τμηματικά το Δεκέμβριο του 1967 και τον Ιανουάριο του 1968.
«ΤΟ ΒΗΜΑ», 30.11.1967, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»
Έχοντας την πολυτέλεια τής εκ των υστέρων αξιολογικής κρίσεως των γεγονότων, κάθε αμερόληπτος —στο μέτρο του δυνατού— μελετητής της Κυπριακής Τραγωδίας αντιλαμβάνεται ότι η απόφαση που έλαβε το δικτατορικό καθεστώς της Αθήνας και γνωστοποιήθηκε σε σύσκεψη του Ανώτατου Στρατιωτικού Συμβουλίου την 29η Νοεμβρίου 1967, με άλλα λόγια η υποχώρηση έναντι των τουρκικών απειλών και των αμερικανικών εκφοβισμών, υπήρξε πράξη εθνικώς επιζήμια, πράξη εθνικής ντροπής, πράξη εθνικής μειοδοσίας.
Στο ζήτημα της μοιραίας απόφασης των Απριλιανών για την απόσυρση της Ελληνικής Μεραρχίας, καθώς και στη «διχασμένη προσωπικότητα» της γενικότερης ελληνικής πολιτικής για το Κυπριακό, είχε αναφερθεί ο διακεκριμένος διεθνολόγος και συγγραφέας Θεόδωρος Α. Κουλουμπής (1935-2022) σε άρθρο του που είχε δημοσιευτεί στην εφημερίδα «Το Βήμα» στις 11 Φεβρουαρίου 1990.
«ΤΟ ΒΗΜΑ», 11.2.1990, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»
Ο τίτλος του άρθρου του Κουλουμπή, τότε καθηγητή Διεθνών Σχέσεων στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, ήταν απόλυτα χαρακτηριστικός των δικών του —ρεαλιστικών— απόψεων για το Κυπριακό: «Το εφικτό και το επιθυμητό».
Ο Θεόδωρος Κουλουμπής
Από το κείμενο αυτό του Κουλουμπή προέρχεται το ακόλουθο απόσπασμα:
Μετά το 1955 ο μελετητής διαβλέπει στην ελληνική πολιτική το σύνηθες χάσμα μεταξύ του επιθυμητού και του εφικτού. Το επιθυμητό ήταν ξεκάθαρα η ένωση της Κύπρου (με πρότυπο την Κρήτη) με τη μητέρα πατρίδα. Αλλά στη δεκατία του 1950 αυτή η θεμιτή επιδίωξη προσέκρουσε στη σκληρή άρνηση τής τότε αποικιοκρατικής Βρετανίας και την κλιμακούμενη αντίδραση της γειτονικής Τουρκίας.
[…]
Έτσι, το 1959 έγινε ο μεγάλος συμβιβασμός και υιοθετήθηκε η πολιτική του εφικτού. Οι συμφωνίες Ζυρίχης και Λονδίνου δημιούργησαν την ανεξάρτητη οντότητα της Κυπριακής Δημοκρατίας. Θυσιάστηκε η ένωση, αλλά απεφεύχθη ο θανάσιμος κίνδυνος της διχοτόμησης. […] Με όλα της τα μειονεκτήματα, όμως, η διευθέτηση θα επέτρεπε τη σταδιακή δημιουργία μιας ουσιαστικά (πέρα από τους νομικούς τύπους) ανεξάρτητης κυπριακής οντότητας.
Δυστυχώς, τα μεγάλα μας λάθη γίνονται μετά τον Δεκέμβριο του 1963, καθώς ο αρχιεπίσκοπος Μακάριος αιφνιδιάζει τους πάντες προτάσσοντας τα 13 σημεία αναθεώρησης του Κυπριακού Συντάγματος, που δίκαια αλλά όχι ρεαλιστικά απαιτούσαν την άμεση κατάργηση των υπερεξουσιών της τουρκοκυπριακής μειονότητας. Η τουρκική πλευρά αντέδρασε με σκληρή άρνηση, οι Τουρκοκύπριοι ακολούθησαν τη γραμμή της Άγκυρας αυτόματα, και το Κυπριακό γρήγορα πέρασε το κατώφλι της βίαιης αναμέτρησης με δυνατότητες να εξελιχθεί σε γενικευμένο ελληνοτουρκικό πόλεμο.
Εδώ αρχίζουν να διαφαίνονται στην Ελλάδα τα συμπτώματα «διχασμένης προσωπικότητας» για το Κυπριακό. Επίσημα διακηρύσσεται ο σεβασμός στην ανεξαρτησία της Κύπρου (το εφικτό), αλλά στην πράξη οι ελληνικές κυβερνήσεις της περιόδου 1964-1966 ερωτοτροπούν με προτάσεις (τύπου σχεδίου Άτσεσον) που προέβλεπαν διάφορα εναλλακτικά σχήματα «διπλής ένωσης», που συνεπαγόταν την κατάργηση της Δημοκρατίας της Κύπρου.
Η μυστική αποβίβαση στην Κύπρο της ελληνικής μεραρχίας το 1964 αποτέλεσε τη μόνη ουσιαστική αποτρεπτική ασπίδα στο ενδεχόμενο τουρκικής εισβολής και στήριξε την πολιτική του «εθνικού κέντρου», που μπορούσε να παραφρασθεί με το σύνθημα «η Αθήνα αποφασίζει και η Λευκωσία συμπαρατάσσεται». Η πολιτική του «εθνικού κέντρου» διατηρούσε την πειστικότητά της εφόσον βασιζόταν στην παρουσία στην Κύπρο αξιόμαχων ελληνικών στρατευμάτων και εφόσον προβλήματα απόστασης, ανεφοδιασμού και αεροπορικής κάλυψης αντιμετωπίζονταν έγκαιρα. Το τίμημά της, αναπόφευκτα, ήταν η αποδυνάμωση της διεθνούς εικόνας της Κυπριακής Δημοκρατίας και η αμφισβήτησή της ως κυρίαρχης οντότητας.
Η πολιτική του «εθνικού κέντρου», δυστυχώς, έφθασε στα όρια της εγκληματικής παράνοιας στα χρόνια της δικτατορίας (1967-1974). Οι δικτάτορες —κάτω από την πίεση των Τούρκων και των Αμερικανών— υποχρεώθηκαν να αποσύρουν την ελληνική μεραρχία από την Κύπρο στα τέλη του 1967. Αλλά, αντί να επιστρέψουν στην πολιτική του εφικτού —δηλαδή στον σεβασμό της κυπριακής ανεξαρτησίας—, προσπάθησαν με δημαγωγικά μέσα να φθείρουν τον Μακάριο παρουσιάζοντάς τον ως ανθενωτικό και περιορίζοντας τα όρια των ελιγμών που διέθετε στις διακοινοτικές διαπραγματεύσεις με τους Τουρκοκυπρίους (1968-1974). Η χούντα με την ανεγκέφαλη πολιτική της κατάφερε ταυτόχρονα να υπονομεύσει το κύρος της Κυπριακής Δημοκρατίας, να αποδυναμώσει στρατιωτικά και πολιτικά την αμυντική παρουσία της Ελλάδας στην Κύπρο, να αφήσει τα νησιά του Αιγαίου και τα Δωδεκάνησα ανοχύρωτα και στο έλεος της τουρκικής στρατιωτικής μηχανής, και να δώσει την αφορμή για την τουρκική εισβολή. Το χουντικό πραξικόπημα κατά του Μακαρίου το 1974 ήταν η τελευταία πράξη στο θέατρο του παραλόγου της χουντικής παραλλαγής στην εφαρμογή της πολιτικής του «εθνικού κέντρου».
Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις