Στα κίνητρα του πολέμου κατά τη διάρκεια της ανθρώπινης ιστορίας, ο καπιταλισμός πρόσθεσε ακόμα ένα: το κέρδος. Αυτό ώθησε την τεχνολογική πρόοδο και οδήγησε σε μια πραγματικά παγκόσμια οικονομία, τονίζει σε ανάλυσή του ο Richard D Wolff, επίτιμος καθηγητής οικονομικών στο Πανεπιστήμιο της Μασαχουσέτης, στο Αμχερστ (φωτογραφία, επάνω, από το Reuters/Phil Noble).

Επίσης, ανέδειξε νέες καπιταλιστικές αυτοκρατορίες όπως ισπανική, ολλανδική, βρετανική, γαλλική, βελγική, ρωσική, γερμανική, ιαπωνική και αμερικανική.

Η σύρραξη στην Ουκρανία συμπληρώνει το τελευταίο κεφάλαιο στην ιστορία του καπιταλισμού

Οι καπιταλιστικές επιχειρήσεις αναζητούν, βρίσκουν και αναπτύσσουν ξένες πηγές τροφίμων, πρώτων υλών, εργαζομένων και αγορών (φωτογραφία Reuters/Mike Segar, από το λιμάνι του Γιούαρκ στο Νιου Τζέρσεϊ των ΗΠΑ)

Κάθε μία από αυτές τις χώρες όρθωσε την αυτοκρατορία της με διάφορα μέσα, συμπεριλαμβανομένων των πολέμων ενάντια στα προηγούμενα συστήματα που δρούσαν στα δικά τους εδάφη, στις αποικίες τους και σε ξένες «σφαίρες επιρροής».

Οι συγκρούσεις, παρομοίως, αποτελούσαν το κύριο χαρακτηριστικό των αλληλεπιδράσεων μεταξύ αυτοκρατοριών. Οι παγκόσμιοι πόλεμοι συνδέθηκαν με την παγκοσμιοποίηση του καπιταλισμού και το κίνητρο του κέρδους του.

Η σύρραξη στην Ουκρανία συμπληρώνει το τελευταίο κεφάλαιο στην ιστορία του καπιταλισμού, των αυτοκρατοριών και των πολέμων.

Καπιταλισμός σημαίνει επιχειρήσεις που διευθύνονται από μικρές ομάδες εργοδοτών, οι οποίοι εξουσιάζουν μεγάλες ομάδες έμμισθων υπαλλήλων.

Η οικονομική ανάπτυξη

Οι εργοδότες επιδιώκουν τη μεγιστοποίηση των κερδών τους από το πλεόνασμα της προστιθέμενης αξίας των μισθωτών εργαζομένων σε σχέση με τους μισθούς που τους καταβάλλονται.

Πωλούν, επίσης, προϊόντα στην υψηλότερη τιμή που αντέχει η αγορά και προμηθεύονται πρώτες ύλες (συμπεριλαμβανομένου του εργασιακού χρόνου) στη χαμηλότερη δυνατή τιμή.

Ο ανταγωνισμός μεταξύ των καπιταλιστικών επιχειρήσεων ωθεί όλους τους εργοδότες να επανεπενδύσουν τα κέρδη όσο το δυνατόν αποδοτικότερα στις επιχειρήσεις τους για να τις βοηθήσουν ν’ αναπτυχθούν και ν’ αποκτήσουν μερίδια αγοράς ως μέσο για τη μεγιστοποίηση των κερδών.

Ο καθένας τους πρέπει ν’ ακολουθήσει αυτόν τον δρόμο για να επιβιώσει καθώς οι νικητές του ανταγωνισμού τείνουν να καταστρέφουν και στη συνέχεια να απορροφούν τους ηττημένους.

Το κοινωνικό αποτέλεσμα του ανταγωνισμού μεταξύ των επιχειρήσεων είναι ότι ο καπιταλισμός ως σύστημα οδηγείται εγγενώς, από την ίδια τη λειτουργία του, σε γρήγορη επέκταση.

Η παγκόσμια επέκταση

Η επέκταση μέσα σε κάθε καπιταλιστικό έθνος αναπόφευκτα ασφυκτιά εντός των στενών ορίων του. Οι καπιταλιστικές επιχειρήσεις αναζητούν, έτσι, βρίσκουν και αναπτύσσουν ξένες πηγές τροφίμων, πρώτων υλών, εργαζομένων και αγορών.

Καθώς ο ανταγωνισμός τους εξαπλώνεται παγκόσμια, οι καπιταλιστικές επιχειρήσεις αναζητούν βοήθεια από τις κυβερνήσεις των εθνών τους για να επεκταθούν περαιτέρω.

Οι πολιτικοί μαθαίνουν γρήγορα ότι οι εταιρείες στα έθνη τους που ηττώνται στον παγκόσμιο ανταγωνισμό θα επιρρίψουν σ’ αυτούς την ευθύνη, κατηγορώντας τους για ανεπαρκή υποστήριξη.

Ωστόσο, εκείνες που κερδίζουν θ’ ανταμείψουν τους πολιτικούς που τις βοήθησαν. Το κοινωνικό αποτέλεσμα αυτής της διαδικασίας είναι ότι ο καπιταλισμός οδηγεί στον εθνικό ανταγωνισμό παράλληλα μ’ εκείνον των επιχειρήσεων.

Οι πόλεμοι εν πολλοίς υπογραμμίζουν την εκδήλωση αυτού ακριβώς του φαινομένου. Ιστορικά, οι νικητές έτειναν συχνά να οικοδομούν αυτοκρατορίες.

Ανταγωνισμοί και πόλεμοι

Για παράδειγμα, τον 17ο και 18ο αιώνα, οι πόλεμοι βοήθησαν τον βρετανικό καπιταλισμό να χτίσει μια παγκόσμια αυτοκρατορία. Τον 19ο αιώνα, περισσότεροι πόλεμοι πέτυχαν την ολοκλήρωση και εδραίωσή της.

Η νίκη του Ρόμπερτ Κλάιβ – από τους ιδρυτές της βρετανικής αυτοκρατορίας των Ινδιών – στη μάχη του Πλάσεϊ καθιέρωσε την Εταιρεία Ανατολικών Ινδιών ως στρατιωτική και εμπορική δύναμη (φωτογραφία από wikipedia.org)

Η ανάπτυξή της είχε από μόνη της ενθαρρύνει κάθε είδους προκλήσεις και ανταγωνισμούς, οδηγώντας σε περισσότερους πολέμους.

Για παράδειγμα, καθώς ο καπιταλισμός πέρασε τον Ατλαντικό και άρχισε ν’ αναπτύσσεται στην αμερικανική αποικία της Βρετανίας, οι αποικιακές επιχειρήσεις αντιμετώπισαν εμπόδια (φόρους, συρρικνωμένες αγορές, και περιορισμένη πρόσβαση σε πρώτες ύλες).

Αυτά τα εμπόδια τελικά προκάλεσαν τη σύγκρουση μεταξύ αυτών και των ηγετών της αποικίας τους, από τη μία πλευρά, και των βρετανών καπιταλιστών και του Βασιλιά Γεώργιου Γ’, από την άλλη. Ο πόλεμος της ανεξαρτησίας ξέσπασε.

Αργότερα, οι βρετανοί ηγέτες άρχισαν να πολεμούν εναντίον των Ηνωμένων Πολιτειών, το 1812, και επίσης αποφάσισαν να συμπαραταχθούν με τους σκλάβους στον Νότο ενάντια στον καπιταλιστικό Βορρά, στη διάρκεια του Αμερικανικού Εμφυλίου Πολέμου.

Η άνοδος των ΗΠΑ

Ο 19ος αιώνας γνώρισε αμέτρητες προσπάθειες από άλλα έθνη ν’ ανταγωνιστούν, ν’ αμφισβητήσουν, να υπονομεύσουν ή να περιορίσουν την αυτοκρατορία της Βρετανίας.

Οι ανταγωνιστικές καπιταλιστικές επιχειρήσεις οδηγήθηκαν στην ανταγωνιστική αποικιοκρατία και σε πολλούς πολέμους. Οι Ηνωμένες Πολιτείες και η Γερμανία εξελίχθηκαν στους κύριους εθνικούς ανταγωνιστές της Βρετανίας.

Οι πόλεμοι σημάδεψαν την ανάπτυξη του καπιταλισμού σ’ όλο τον 19ο αιώνα, εντός των Ηνωμένων Πολιτειών και της Γερμανίας, καθώς και αλλού σ’ όλο τον κόσμο.

Καθώς οι καπιταλιστικές επιχειρήσεις ενώνονταν, συγκεντρώνονταν και αναπτύσσονταν — κάτι που προέκυψε από τον ανταγωνισμό μεταξύ τους — το ίδιο και πολλά έθνη ενοποιήθηκαν σε λιγότερους αριθμούς εθνών.

Οι πόλεμοι έγιναν επίσης μεγαλύτεροι, με αποκορύφωμα τον καταστροφικό πρώτο από τους δύο παγκόσμιους.

Η Βρετανική Αυτοκρατορία πολέμησε τη Γερμανική στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Το αποτέλεσμα ήταν να καταστραφούν και οι δύο ως διεκδικητές της παγκόσμιας κυριαρχίας.

Εχοντας υποστεί πολύ μικρότερη ζημιά σ’ αυτόν τον πόλεμο, ο καπιταλισμός των ΗΠΑ αναπτύχθηκε γρήγορα, καταλαμβάνοντας τις παγκόσμιες καπιταλιστικές θέσεις που είχαν χάσει η Βρετανία και η Γερμανία.

Η ευθύνη για τη βαρβαρότητα

Ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος κατέδειξε την ευθύνη του καπιταλισμού για τα δεκάδες εκατομμύρια που πέθαναν, τραυματίστηκαν ή έγιναν πρόσφυγες, σ’ αυτό που τότε θεωρήθηκε ως ο χειρότερος πόλεμος στην ιστορία της ανθρωπότητας.

Η Γερμανία προσπάθησε ν’ ανακτήσει την παγκόσμια κυριαρχία της λίγα χρόνια αργότερα, συμμαχώντας με τη νεότερη καπιταλιστική αυτοκρατορία, την Ιαπωνία, για ν’ αναιρέσει τα αποτελέσματα του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου.

Απέτυχε, καθώς οι Ηνωμένες Πολιτείες νίκησαν τη Γερμανία και την Ιαπωνία για να επισφραγίσουν την οικονομική και στρατιωτική (πυρηνική) υπεροχή τους. Μια ενοποιημένη παγκόσμια αυτοκρατορία των ΗΠΑ επικράτησε από το 1945 έως τα τελευταία χρόνια.

Οι Ηνωμένες Πολιτείες έμαθαν τότε ό,τι οι Βρετανοί είχαν ανακαλύψει νωρίτερα: Η οικοδόμηση και η εδραίωση μιας καπιταλιστικής αυτοκρατορίας προκαλεί ατελείωτη διαδοχή διεκδικήσεων.

Αμερικανοί στρατιώτες σ’ ένα από τα μέτωπα του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου (φωτογραφία από Library of Congress/via Reuters)

Μεταξύ των καπιταλιστικών επιχειρήσεων, οι εργαζόμενοι των χαμένων του ανταγωνισμού μετακινούνται προκειμένου να εργαστούν για τους νικητές, οι παραγωγικές μονάδες των οποίων μεγαλώνουν ενώ των ηττημένων παρακμάζουν.

Νέες προκλήσεις

Η ανάπτυξη των νικητών συχνά συνεπάγεται ακόμη μεγαλύτερα κέρδη και πιο ανταγωνιστικές νίκες. Αυτή η επέκταση προσκαλεί και ενθαρρύνει νέους διεκδικητές.

Αποστασιοποιημένοι για λίγο, τελικά ένας ή περισσότεροι νέοι ανταγωνιστές διαπιστώνουν πόσο σοβαρά μπορούν ν’ αμφισβητήσουν την παλαιότερη κυρίαρχη εταιρεία και να την εκτοπίσουν.

Οι καπιταλιστικές αυτοκρατορίες και οι ανταγωνιστές τους έχουν παράλληλες ιστορίες. Οπως η νέα επιχείρηση καταστρέφει την παλιά, έτσι και η νέα αυτοκρατορία διαδέχεται την προηγούμενη. Αυτή ήταν η ιστορία του καπιταλισμού και αυτό βλέπουμε τώρα στην Ουκρανία.

Η Βρετανία, μετά το τέλος της βασιλείας του Ναπολέοντα Βοναπάρτη, κέρδισε έναν αιώνα παγκόσμιας κυριαρχίας. Οι Ηνωμένες Πολιτείες μετά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο το πέτυχαν επίσης. Και οι δύο αυτοκρατορίες προκάλεσαν ατελείωτες αμφισβητήσεις.

Εθνη, μεγάλες και μικρές ανεπτυγμένες επιχειρήσεις, βιομηχανίες και πολιτικοί ηγέτες ήθελαν να κάνουν αλλαγές ή να κινηθούν προς κατευθύνσεις που διαφοροποιούνταν/προκαλούσαν την παγκόσμια καπιταλιστική ηγεμονία των ΗΠΑ.

Το «πρόδηλο πεπρωμένο»

Για παράδειγμα, σ’ ολόκληρη τη Λατινική Αμερική, οι αναφορές στο «πρόδηλο πεπρωμένο» – το δόγμα ή η πεποίθηση του 19ου αιώνα ότι η επέκταση των Ηνωμένων Πολιτειών σ’ όλες τις αμερικανικές ηπείρους ήταν τόσο δικαιολογημένη όσο και αναπόφευκτη – οδήγησαν σε μικρούς πολέμους για την άρση των ανταγωνιστικών αμφισβητήσεων στην περιοχή.

Ομοίως, όταν ο πρωθυπουργός του Ιράν στις αρχές της δεκαετίας του 1950, Μοχάμεντ Μοσαντέχ, ή ο Πατρίς Λουμούμπα, ο πρώτος δημοκρατικά εκλεγμένος πρωθυπουργός της Λαϊκής Δημοκρατίας του Κονγκό, έδειξαν σημάδια απόσχισης από τον έλεγχο της αυτοκρατορίας των ΗΠΑ, απομακρύνθηκαν και οι δύο.

Η μόνη απόπειρα καταστολής που απέτυχε ήταν στην Κούβα. Στη συνέχεια, ωστόσο, οι Ηνωμένες Πολιτείες την απομόνωσαν και τη διέλυσαν οικονομικά μέσω κυρώσεων και εμπάργκο. Ο πόλεμος θα μπορούσε να είναι οικονομικός όσο ήταν και στρατιωτικός.

Η Ουκρανία είναι άλλο ένα παράδειγμα, αλλά με μια ιδιαιτερότητα: η υποστήριξή της από τις ΗΠΑ στοχεύει στην αντιμετώπιση μιας άλλης χώρας που αμφισβητεί την ηγεμονία τους, της Ρωσίας.

Και η καταστολή της αποτελεί έναν χαρακτηριστικό έμμεσο τρόπο για να εξουδετερωθεί στη συνέχεια η μεγαλύτερη απειλή για την καπιταλιστική αυτοκρατορία των ΗΠΑ, δηλαδή η Κίνα.

Οι «σατανικοί κομμουνιστές»

Η επιβίωση της ΕΣΣΔ μετά το 1917, οι νίκες της στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και η ανάπτυξη πυρηνικών όπλων μετά το 1945 ανέδειξαν έναν πιθανό αμφισβητία για την καπιταλιστική αυτοκρατορία των ΗΠΑ που έπρεπε ν’ αντιμετωπιστεί.

Ο πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών Φράνκλιν Ρούσβελτ και ο πρωθυπουργός του Ηνωμένου Βασιλείου Ουίνστον Τσώρτσιλ είχαν συμβιβαστεί με τον έλεγχο της ΕΣΣΔ στην Ανατολική Ευρώπη μετά το 1945, αλλά αυτό αντιπροσώπευε μια «απώλεια» για την παγκόσμια κυριαρχία των ΗΠΑ.

Αστεγα παιδιά σε προάστιο του ανατολικου Λονδίνου κατά τη διάρκεια της Μάχης της Βρετανίας, Σεπτέμβριος 1940 (φωτογραφία από U.S. National Archives/via Reuters)

Ετσι, η Ανατολική Ευρώπη μετατράπηκε γρήγορα σ’ έναν τόπο ιδεολογικού ή «ψυχρού» πολέμου με διακύβευμα την «ελευθερία» και τη «δημοκρατία» έναντι του «κομμουνισμού» και «ολοκληρωτισμού» στην ΕΣΣΔ και στα «δορυφορικά κράτη της».

Και έπρεπε να παραμείνει «ψυχρός» γιατί οι συνέπειες ενός πυρηνικού θα ήταν ασύλληπτες.

Κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, οι Ηνωμένες Πολιτείες συμμάχησαν ακόμη και με την ΕΣΣΔ για να νικήσουν από κοινού τους άμεσους διεκδικητές (Γερμανία και Ιαπωνία).

Και οι αμφισβητίες τους δεν είχαν δαιμονοποιηθεί ως «σατανικοί κομμουνιστές».

Η Ρωσία στο προσκήνιο

Αλλά μετά το 1945, αυτή ήταν η προτιμώμενη ιδεολογική ορολογία για τη Σοβιετική Ενωση προκειμένου να δικαιολογηθεί η προστασία της αυτοκρατορίας των ΗΠΑ.

Στη συνέχεια, όταν η ΕΣΣΔ και η κυριαρχία της στην Ανατολική Ευρώπη κατέρρευσαν το 1989/1990, η παλιά ορολογία ξεθώριασε προς όφελος μιας νέας, που χρησιμοποιήθηκε για να ξεκινήσει ένας νέος πόλεμος εναντίον του νέου αμφισβητία: της ισλαμικής τρομοκρατίας.

Τα 30 και πλέον χρόνια από το 1989/1990 έχουν αλλάξει τόσο την αυτοκρατορία των ΗΠΑ όσο και τις προκλήσεις της. Η Ρωσία αποδείχθηκε πολύ αδύναμη για να κρατήσει το μεγαλύτερο μέρος της Ανατολικής Ευρώπης.

Οι Ηνωμένες Πολιτείες επανένταξαν σημαντικό τμήμα της στον δυτικό καπιταλισμό μέσω της ΕΕ και του ΝΑΤΟ, των εμπορικών συμφωνιών και των επενδύσεων. Σιγά-σιγά, τα τελευταία 20 χρόνια, η Ρωσία ξεπέρασε ορισμένες από τις αδυναμίες της μετά το 1989.

Η ραγδαία άνοδος της Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας (ΛΔΚ) έφερε νέες προκλήσεις για την αυτοκρατορία των ΗΠΑ, συμπεριλαμβανομένης της συμμαχίας Ρωσίας – Κίνας.

Η συμμαχία με την Κίνα

Η Ρωσία είναι τώρα ένα καπιταλιστικό οικονομικό σύστημα που συμμαχεί με τη ΛΔΚ (η οικονομία της οποίας έχει μεγαλύτερο ιδιωτικό καπιταλιστικό τομέα από οποιαδήποτε άλλη στιγμή μετά την Κινεζική Επανάσταση του 1949).

Αυτές οι δύο ισχυρές καπιταλιστικές οικονομίες είναι οι μεγαλύτερες παγκοσμίως, γεωγραφικά (Ρωσία) και πληθυσμιακά (Κίνα). Συνιστούν μείζον πρόβλημα για την παγκόσμια κυριαρχία των ΗΠΑ.

Η Ρωσία προφανώς ένιωσε τελικά αρκετά ισχυρή και συμμάχησε με μια πολύ μεγαλύτερη οικονομική οντότητα, ώστε να ελπίζει ότι θ’ αμφισβητήσει και θα σταματήσει περαιτέρω «απώλειες» στην Ανατολική Ευρώπη.

Ετσι, εισέβαλε στην Κριμαία, στη Γεωργία και τώρα στην Ουκρανία. Σε πλήρη αντίθεση, συρρικνώθηκε η ικανότητα της αυτοκρατορίας των ΗΠΑ να καταστείλει τις προκλήσεις για την παγκόσμια κυριαρχία της.

Εχασε τους πολέμους στο Βιετνάμ, το Αφγανιστάν και το Ιράκ, καθώς και την παρέμβασή της στον εμφύλιο της Συρίας. Το παγκόσμιο οικονομικό της αποτύπωμα μειώθηκε σε σχέση μ’ αυτό της ΛΔΚ.

Αποδείχθηκε ότι δεν μπόρεσε να προσεταιριστεί έθνη όπως η Βενεζουέλα και το Ιράν, παρά το γεγονός ότι προσπάθησε σκληρά για πολλά χρόνια.

Η σύγκρουση στην Ουκρανία

Στην Ουκρανία, από τη μία πλευρά, εξελίσσεται μια προσπάθεια που καθοδηγείται από εθνικιστές να επαναφέρουν άλλο ένα έθνος πίσω στην παγκόσμια καπιταλιστική αυτοκρατορία υπό την ηγεσία των ΗΠΑ.

Κάτοικοι μεταφέρουν τα λιγοστά υπάρχοντά τους ανάμεσα σε κατεστραμμένα κτίρια και συντρίμμια στη Μαριούπολη,10 Απριλίου 2022, κατά τη διάρκεια της σύγκρουσης Ουκρανίας – Ρωσίας (φωτογραφία Alexander Ermochenko/Reuters)

Από την άλλη, βρίσκονται η Ρωσία και οι σύμμαχοί της αποφασισμένοι ν’ αμφισβητήσουν το επεκτατικό σχέδιο της αυτοκρατορίας των ΗΠΑ και να επιδιώξουν τη δική τους ανταγωνιστική ατζέντα για μέρος ή ολόκληρης της Ουκρανίας.

Η Κίνα παραμένει με τη Ρωσία επειδή οι ηγέτες της βλέπουν τον κόσμο και την ιστορία με τον ίδιο σχεδόν τρόπο καθώς μοιράζονται έναν κοινό ανταγωνιστή: τις Ηνωμένες Πολιτείες.

Η Ουκρανία, αυτή καθαυτή, δεν είναι το θέμα. Πρόκειται για ένα τραγικά κατεστραμμένο από τον πόλεμο πιόνι σε μια πολύ μεγαλύτερη σύγκρουση. Ούτε το θέμα αφορά τον ρώσο πρόεδρο Βλαντιμίρ Πούτιν ή τον πρόεδρο των ΗΠΑ Τζο Μπάιντεν ως ηγέτες.

Η ίδια αντιπαράθεση θα κυριαρχούσε και στους διαδόχους τους. Στο μεταξύ, η προσπάθεια του πρώην προέδρου των ΗΠΑ Ντόναλντ Τραμπ να πετύχει αλλαγές στη ΛΔΚ, επιβάλλοντας τις μεγαλύτερες κυρώσεις στην ιστορία (δηλαδή, έναν εμπορικό πόλεμο και έναν πόλεμο δασμών) απέτυχε εντελώς.

Ο Τραμπ παγιδεύτηκε όπως και ο Μπάιντεν, ακόμα κι αν ο καθένας επικέντρωσε την επίθεσή του στη ρωσο-κινεζική συμμαχία με διαφορετικό τρόπο.

Η παγίδευση του κόσμου

Τελικά, κάποιος συμβιβασμός – εάν επιτευχθεί – θα τερματίσει τον πόλεμο στην Ουκρανία. Και οι δύο πλευρές πιθανότατα θα κηρύξουν τη νίκη και θα επιρρίψουν την ευθύνη της σύγκρουσης στην άλλη ανάμεσα σε χιονοθύελλες προπαγάνδας.

Η ρωσική πλευρά θα τονίσει την αποστρατιωτικοποίηση, την αποναζιστικοποίηση και την προστασία των Ρώσων στην ανατολική Ουκρανία. Η πλευρά της Ουκρανίας θα τονίσει την ελευθερία, την ανεξαρτησία και την εθνική αυτοδιάθεση.

Στο μεταξύ, η τραγωδία ξεπερνά τα δεινά αυτής της χώρας. Ολος ο κόσμος έχει παγιδευτεί στην παρακμή μιας καπιταλιστικής αυτοκρατορίας και στην άνοδο μιας άλλης. Οι συγκρούσεις μεταξύ τους μπορούν να συμβούν οπουδήποτε φουντώνουν οι διαφορές τους.

Ισως η μεγαλύτερη τραγωδία έγκειται στο ότι δεν αναγνωρίζουμε την ευθύνη του καπιταλιστικού συστήματος, με τις αγορές και τις ανταγωνιστικές του επιχειρήσεις που διευθύνονται/κυριαρχούνται από έναν ελάχιστο αριθμό ατόμων.

Αυτό το σύστημα είναι η αιτία των συγκεκριμένων ιστορικών επαναλήψεων. Ενας ελάχιστος αριθμός εργοδοτών ελέγχει ή ηγείται των εθνών που έχουν ενσωματώσει και αναπαράγουν τους ανταγωνισμούς που συνεπάγεται ο καπιταλισμός.

Η αφύπνιση

Η πλειονότητα των εργαζομένων πληρώνει το μεγαλύτερο μέρος του κόστους και στις δύο πλευρές (σε νεκρούς, τραυματίες, κατεστραμμένες περιουσίες, προσφυγιά και φόρους).

Ενα διαφορετικό οικονομικό σύστημα που δεν καθοδηγείται από το κίνητρο του κέρδους προσφέρει επί του παρόντος μια βαθύτερη λύση απ’ οτιδήποτε άλλο.

Ισως η σύγκρουση στην Ουκρανία, με την επίγνωση των αιτίων που την προκαλούν, μπορέσει ν’ αφυπνίσει και να διδάξει τους ανθρώπους ώστε να εξερευνήσουν εναλλακτικές συστημικές λύσεις.

Εάν αυτό συμβεί, ο πόλεμος και η συνακόλουθη καταστροφή θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε μια σημαντική καμπή που τελικά θα θέσει τις βάσεις για ορισμένα θετικά αποτελέσματα στο μέλλον.