Ογδόντα χρόνια συμπληρώνονται σήμερα από τις 3 Δεκεμβρίου του 1944, όταν ξεκινούν στην Αθήνα τα τραγικά γεγονότα που θα έμεναν στην ιστορία ως Δεκεμβριανά. Πρόκειται για την ένοπλη σύγκρουση, μεταξύ των ελληνων κομμουνιστών του Ελληνικού Λαϊκού Απελευθερωτικού Στρατού (ΕΛΑΣ), στρατιωτικού σκέλους του Εθνικού Απελευθερωτικού Μετώπου (ΕΑΜ) και των ελληνικών κυβερνητικών δυνάμεων, τις οποίες συνέδραμαν βρετανικές δυνάμεις.

Περίπου δύο μήνες πριν, στις 12 Οκτωβρίου έχουμε την Απελευθέρωση της Αθήνας. Τα ναζιστικά στρατεύματα αποχωρούν από την πρωτεύουσα και λίγο αργότερα από ολόκληρη την ελληνική επικράτεια. Η χαρά όμως δεν κρατήσει για πολύ. Οι έριδες μεταξύ των πολιτικών και στρατιωτικών δυνάμεων της χώρας γίνονται όλο και πιο έντονες.

12 Οκτωβρίου 1944, η Αθήνα είναι ελεύθερη

Όσα προηγήθηκαν

Το Συνέδριο του Λιβάνου, τον Μάιο του 1944, στο οποίο συμμετείχαν όλες οι ελληνικές πολιτικές και αντιστασιακές δυνάμεις, είχε οδηγήσει σε συμφωνία για δημιουργία κυβέρνησης εθνικής ενότητας, όμως η ενότητα γρήγορα θα χανόταν.

Βασικά ζητήματα, καθώς φτάνουμε στον Δεκέμβριο του ’44, είναι οι όροι ανασυγκρότησης του ελληνικού εθνικού στρατού, η αντιμετώπιση των δοσίλογων και των Ταγμάτων Ασφαλείας, των συνεργατών δηλαδή των Ναζί, και ο αφοπλισμός των ανταρτικών δυνάμεων.

Δεκεμβριανά

1η Δεκεμβρίου

Ο στρατηγός Σκόμπι υπογράφει διαταγή διάλυσης και αφοπλισμού των ανταρτικών δυνάμεων, από την οποία εξαιρείται η πιστή στην κυβέρνηση και τον βασιλέα Γεώργιο Β’, 3η Ελληνική Ορεινή Ταξιαρχία με την αιτιολογία ότι προορίζεται να ενσωματωθεί στον νέο εθνικό στρατό. Την ίδια ημέρα οι ΕΑΜικοί υπουργοί της κυβέρνησης Εθνικής Ενότητας παραιτούνται.

2 Δεκεμβρίου

Η ηγεσία του ΕΑΜ επανασυστήνει την Κεντρική Επιτροπή του στρατιωτικού της σκέλους, του ΕΛΑΣ και προγραμματίζει συγκέντρωση διαμαρτυρίας στην πλατεία Συντάγματος την 3η Δεκεμβρίου και γενική απεργία για τις 4 Δεκεμβρίου.  Ο πρωθυπουργός Γεώργιος Παπανδρέου, αν και αρχικά δίνει άδεια για τις εκδηλώσεις διαμαρτυρίας, τελικά την ανακαλεί.

«ΤΑ ΝΕΑ», 24 Μαρτίου 1985, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»

Γράφει για την 3η Δεκεμβρίου ο δημοσιογράφος Κώστας Γαλανόπουλος στα «ΝΕΑ» της 24ης Μαρτίου 1985.

«Ήταν μια κρύα ημέρα, και η Αθήνα μετά βίας πάλευε να συνέλθει από τον τρόμο της πείνας και της Κατοχής. Ήταν, ακόμη μια μέρα σημαδιακή. Γιατί όλοι ένιωθαν πως υπήρχαν θέματα που έπρεπε να λυθούν για τη χώρα αυτή, θέματα που δεν μπορούσαν να χρονίζουν άλλο.

»Από νωρίς, χιλιάδες κόσμος άρχισε να συγκεντρώνεται στην πλατεία Συντάγματος. Γρήγορα το πλήθος ξεχείλιζε πια και στους γύρω δρόμους.

»Όσο μεγάλος ήταν όμως ο ενθουσιασμός και η αποφασιστικότητα των συγκεντρωμένων, άλλο τόσο μεγάλη ήταν, όπως φάνηκε, και η νευρικότητα εκείνων που έθιγε η διαδήλωση και ακόμη, των φλεγματικών Εγγλέζων του στρατηγού Ρόναλντ Σκόμπυ, που περιπολούσαν στις άκρες της πλατείας, κοντά σε Έλληνες αστυνομικούς»

 Διαδηλωτές γύρω από τις σορούς θυμάτων της 3ης Δεκεμβρίου 1944, Αθήνα, Δεκεμβριανά

Οι πυροβολισμοί

Ξαφνικά ακούγονται πυροβολισμοί και διαδηλωτές βρίσκονται νεκροί στο έδαφος.

«Η καταστροφή έγινε μόλις έπεσαν οι πρώτοι πυροβολισμοί», σημειώνει ο Γαλανόπουλος. «Ακόμη σήμερα, το πράγμα δεν έχει ξεκαθαριστεί. Οι μεν λένε ότι πρώτοι πυροβόλησαν οι δε.

»Το γεγονός είναι ότι σε κάποια στιγμή , και αφού είχαν προχωρήσει τα επεισόδια, οι διαδηλώσεις εξελίχθηκαν σε οδομαχίες. Και οι πρώτοι νεκροί διαδηλωτές και αντιδιαδηλωτές, έβαψαν με το αίμα τους την άσφαλτο της Αθήνας, ενώ γύρω από δύο τουλάχιστον αστυνομικά τμήματα γίνόταν μάχη μεταξύ της αστυνομίας και οπαδών της Αριστεράς»

Ο Σωτήρης Ριζάς, Διευθυντής του Κέντρου Έρευνας της Ιστορίας του Νεωτέρου Ελληνισμού της Ακαδημίας Αθηνών, μιλώντας στην εκπομπή «Νέες Εποχές» στο One Channel, αναφέρει:

«Δεν γνωρίζουμε τις λεπτομέρειες από αυτήν την υπόθεση, σαφώς όμως φαίνεται να είναι ένα γεγονός το οποίο αποβλέπει, είτε να προκαλέσει, είτε να τρομοκρατήσει, εν πάσει περιπτώση, την ηγεσία της Αριστεράς. (…) Σαφές είναι ότι προήλθαν αυτά από την κυβερνητική πλευρά. Δεν γνωρίζουμε όμως ούτε το επιχειρησιακό ούτε το πολιτικό πλαίσιο αυτής της υπόθεσης».

Τα αποχαρακτηρισμένα αρχεία

«ΤΑ ΝΕΑ» δημοσίευσαν, τον Ιανουάριο του 1979, σειρά αποχαρακτηρισμένων εγγράφων του προκατόχου της CIA, του OSS (Γραφείου Στρατηγικών Υπηρεσιών) καθώς και απόρρητες, την περίοδο εκείνη,  διπλωματικές αναφορές.

«ΤΑ ΝΕΑ», 17 Ιανουαρίου 1979, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»

Την περίοδο εκείνη στρατιωτικός ακόλουθος της αμερικανικής πρεσβείας είναι ο αντισυνταγματάρχης Στέρλινγκ Λ. Λάραμπι, ο οποίος με αναφορές μεταφέρει παρατηρήσεις δικές του, του στελέχους της αμερικανικής πρεσβείας, Χάρι Χιλ καθώς και αξιωματικών του επιτελείου του Βρεταννικού 3ου Σώματος»

ΠΥΡΟΒΟΛΙΣΜΟΙ ΣΤΗΝ ΑΘΗΝΑ

(…)

Ο Στρατηγός Σκόμπυ απαγόρευσε ειδικά κάθε αριστερή διαδήλωση για τις 3 του μηνός και πληροφόρησε τους ηγέτες του ΚΚΕ/ΕΑΜ/ΕΛΑΣ γι’ αυτό.

Παρά τη διαταγή του Στρατηγού Σκόμπυ, εν τούτοις, μεγάλα πλήθη διαδηλωτών άρχισαν να συγκεντρώνονται στην πλατεία Συντάγματος γύρω στις 10 το πρωί της 3ης Δεκεμβρίου, κρατώντας σημαίες (ειδικά αμερικανικές, ελληνικές, και βρεταννικές), πλακάτ, λάβαρα κ.λπ, ενώ οι ηγέτες τους κρατούσαν τηλεβόες.»

Διαδηλωτές διέρχονται ανάμεσα από ερπυστριοφόρα στην Αθήνα, Δεκεμβριανά 1944

Για τον αμερικανό αντισυνταγματάρχη Λ. Λάραμπη, όπως προκύπτει από την αναφορά του, οι συνθήκες υπό τις οποίες ξεκίνησαν οι ένοπλες συγκρούσεις την 3η Δεκεμβρίου, είναι ξεκάθαρες:

«Την ώρα που μια ομάδα του πλήθους αυτού (που κατόρθωσε να περάσει από μια ζώνη αστυνομικών) επιχείρησε ν’ ανοίξει δρόμο προς το υπουργείο Εξωτερικών, η ελληνική αστυνομία έχασε την ψυχραιμία της και πυροβόλησε εναντίον του πλήθους, σκοτώνοντας πέντε άντρες κα μια κοπέλλα και τραυματίζοντας είκοσι άλλους περίπου.

»Τρία άτομα σκοτώθηκαν σχεδόν αμέσως μπρος από το Μνημείο του Άγνωστου Στρατιώτη γύρω στις 11 π.μ. Κατά τύχη, ο λοχαγός ΜακΝηλ και ο κ. Παρσονς της πρεσβείας (που προχωρούσαν προς το στρατηγείο του Μακ Νηλ στο ξενοδοχείο της «Μεγάλης Βρεταννίας» παρά λίγο δεν βρέθηκαν μέσα στην τροχιά των σφαιρών αυτών που έρριξε η αστυνομία.

ΒΡΕΤΑΝΙΚΗ ΔΡΑΣΗ

»Έπειτα από αυτό το επεισόδιο, το πλήθος, που τώρα ήταν 25 ως 30 χιλιάδες, ξέφυγε από τον έλεγχο και συγκεντρώθηκε γύρω από τη «Μεγάλη Βρεταννία», το υπουργείο Εξωτερικών και την Ελληνική Αστυνομία, χτυπώντας άτομα που (το πλήθος) ισχυριζόταν ότι ήταν προδότες.

»Δύναμη 12 βρεταννικών αρμάτων μάχης, 6 θωρακισμένων οχημάτων και μερικών φορτηγών επιχείρησε να διαλύσει αυτό το πλήθος επί 2 ώρες με μικρή ή καθόλου επιτυχία.

»Τελικά έφθασε τάγμα Βρεταννών αλεξιπτωτιστών και βοηθούμενοι  από λίγους Βρεταννούς της Στρατιωτικής Αστυνομίας, κατάφεραν να εκκαθαρίσουν τους δρόμους γύρω στις 3.30’ μ.μ. , ευτυχώς χωρίς σημαντικά επεισόδια και θύματα.

»Πρέπει να τονιστεί ότι στο διάστημα όλης αυτής της αναταραχής που κράτησε πάνω από έξι ώρες δεν ρίχτηκε ούτε ένας μοναδικός πυροβολισμός από τους Βρεταννούς, τα άρματα και τους στρατιώτες.

»Και επίσης, όσο μπορώ να το βεβαιώσω, κανένας από τους αριστερούς δεν πυροβόλησε τους Βρεταννούς ή και τους Έλληνες αστυνομικούς επίσης, τουλάχιστον στην κεντρική περιοχή όπου πραγματοποιήθηκε η διαδήλωση».

Ελληνική αστυνομία

Τη θέση του Λάραμπι για τα γεγονότα της 3ης Δεκεμβρίου επιβεβαιώνει και ο αμερικανός αξιωματικός του Ναυτικού Χάουαρντ Α. Ριντ, που βρέθηκε στην Αθήνα τις πρώτες ημερες του Δεκέμβρη του 1944.

«Όταν τα πλήθη είχαν σχεδόν φτάσει στη γωνία που βρίσκεται το ξενοδοχείο της «Μεγάλης Βρεταννίας», ξέσπασαν πυροβολισμοί και ριπές αυτομάτων και οι συγκεντρωμένοι έπεσαν στο έδαφος μέχρι να σταματήσουν. Όταν κάποιοι άρχισαν να σηκώνονται, ξέσπασε νέο κύμα πυροβολισμών.

»Τουλάχιστον τρεις ισχυρές τέτοιες ριπές πυροβολισμών δέχτηκε το συγκεντρωμένο πλήθος, που προερχόντουσαν από τη Διεύθυνση της Αστυνομίας, ακριβώς στην απέναντι πλευρά του δρόμου.

»Εγώ βρισκόμουνα στον πλαϊνό τοίχο του κτιρίου της Αστυνομικής Διεύθυνσης, σε απόσταση 13 μέτρων και απ’ ό,τι είδα, η αστυνομία ήταν αυτή που άνοιξε πυρ και πυροβολούσε προς την καρδιά του πλήθους, χωρίς προηγουμένως κανένα προειδοποιητικό πυροβολισμό στον αέρα. Δεν παρατήρησα κανένα αντιγύρισμα πυροβολισμών από διαδηλωτές. (…)

»Μίλησα με πολλούς αξιωματούχους συμμάχους, που ήταν αυτόπτες μάρτυρες των επεισοδίων (…) όλοι τους συμφωνούσαν με αυτά που είχα δει εγώ ο ίδιος, δηλαδή ότι οι πυροβολισμοί ρίχτηκαν από τη Διεύθυνση της Ελληνικής Αστυνομίας και από ταράτσες των γύρω κτιρίων, οι οποίες ήταν γεμάτες από αστυνομικούς»

Η γενίκευση της σύγκρουσης

Ήδη από το βράδυ της 3ης Δεκεμβρίου άρχισαν οι πρώτες συγκρούσεις. Την επομένη, οι κηδείες των θυμάτων έχουν τη μορφή συλλαλητηρίου του ΕΑΜ, στο οποίο και πάλι οι διαδηλωτές δέχονται πυρά.

Γενικεύεται η σύγκρουση ανάμεσα στις δυνάμεις του ΕΛΑΣ από τη μια και τις δυνάμεις της Ταξιαρχίας του Ρίμινι και της χωροφυλακής από την άλλη. Ο ΕΛΑΣ που έχει ήδη επιτεθεί με επιτυχία σε πολλά αστυνομικά τμήματα και άλλους στόχους, δείχνει να υπερτερεί, σε τέτοιο βαθμό που να προκαλέσει την ανησυχία του βρετανού πρωθυπουργού Ουίνστον Τσόρτσιλ.

Όπως αναφέρει ο ίδιος στα απομνημονεύματά του, τα ξημερώματα της 5ης Δεκεμβρίου έστειλε τηλεγράφημα στον Σκόμπι δίνοντάς του την εντολή: «Αντμετωπίστε την Αθήνα ως κατακτηθείσα πόλη!».

Βρετανικές δυνάμεις επιχειρούν κατά του ΕΛΑΣ στην Αθήνα

Η αδυναμία του ΕΛΑΣ όμως να επικρατήσει σε κομβικής σημασίας μάχες όπως αυτή στο Σύνταγμα Χωροφυλακής Αθηνών στη συνοικία Μακρυγιάννη, στις 6 Δεκεμβρίου, αποδείχθηκε καθοριστική.

Η Μεγάλη Βρετανία βρήκε τον χρόνο, να μεταφέρει στην Αθήνα, μεγάλο αριθμό στρατιωτικών της δυνάμεων και στα μέσα Δεκεμβρίου να επικρατήσει έναντι του ΕΛΑΣ.

Θύματα

Έτσι, ολοκληρώνεται ένα από τα τραγικότερα επεισόδια στην ιστορία του ελληνικού εμφύλιου σπαραγμού, προς τον οποίο οι Έλληνες βάδιζαν πλέον ολοταχώς.

Βρετανοί στρατιώτες στη συμβολή των οδών Πανεπιστημίου και Κριεζώτου

Όπως αναφέρει στο «ΒΗΜΑ» της 4ης Δεκεμβρίου 1994 ο Άγγελος Θ. Αγγελόπουλος, καθηγητής και μέλος της Ακαδημίας Αθηνών «ενώ στις πολεμικές επιχειρήσεις κατά το εξάμηνο του πολέμου 1940-1941 είχαμε 15.000 οπλίτες και αξιωματικούς νεκρούς, στα Δεκεμβριανά είχαμε 17.000 και στον Εμφύλιο 47.000 και από τις δύο πλευρές»

Οι Έλληνες,  η συντριπτική πλειοψηφία των οποίων είχε με τόσο θάρρος πολεμήσει και αντισταθεί κατά του φασισμού και του ναζισμού, καταδίκαζαν, τώρα, την πατρίδα τους σε έναν νέο πόλεμο, πιο αιματηρό, που θα στιγμάτιζε την πολιτική και κοινωνική ζωή της χώρας για πολλές δεκαετίες αργότερα.

Και το άκρως ειρωνικό ήταν ότι όλα αυτά συνέβησαν σε χρόνο που οι μεγάλες δυνάμεις, με την αγγλορωσική συμφωνία των ποσοστών, είχαν ήδη, από τις 9 Οκτωβρίου του ΄44, ορίσει την τύχη μας πάνω σε μια χαρτοπετσέτα.