Στο προσκήνιο της επικαιρότητας σήμερα —και είναι η πολλοστή φορά τις τελευταίες δεκαετίες και όχι μόνο— το ζήτημα των λεγόμενων Γλυπτών ή Μαρμάρων του Παρθενώνα (μεταξύ τους, και μία από τις Καρυάτιδες του Ερεχθείου), με αφορμή τη συνάντηση του έλληνα πρωθυπουργού με το βρετανό ομόλογό του στο Λονδίνο.

Πρόκειται, ως γνωστόν, για τα βιαίως αποσπασθέντα και υφαρπαγέντα από το λόρδο Έλγιν μάρμαρα του Παρθενώνα, που συνθέτουν ένα σημαντικότατο κομμάτι του συνολικού σωζόμενου γλυπτού διακόσμου του ναού και εκτίθενται έως σήμερα στο Βρετανικό Μουσείο του Λονδίνου, γεγονός που αποτέλεσε μόνιμο σημείο τριβής μεταξύ Ελλάδας και Ηνωμένου Βασιλείου.


«ΤΑΧΥΔΡΟΜΟΣ», 12.4.1984, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»

Σε αυτό το πλαίσιο, ο λεηλάτης των γλυπτών του Παρθενώνα, ο διαβόητος λόρδος Έλγιν, είχε μπει στο στόχαστρο του Δημήτρη Ψαθά πριν από 63 ολόκληρα χρόνια, το καλοκαίρι του 1961. Το καυστικό άρθρο του, που είχε τη μορφή επιστολής υπό τον τίτλο «Προς τον λόρδον Ελγίνον – Εις το υπερπέραν», είχε δημοσιευτεί στον «Ταχυδρόμο» στις 3 Ιουνίου 1961.


«Ο ΤΑΧΥΔΡΟΜΟΣ», 3.6.1961, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»

Ο Ψαθάς έγραφε τότε τα ακόλουθα:


Εκλαμπρότατε, αείμνηστε μυλόρδε,

Κατ’ αρχήν ζητώ ευλαβώς συγγνώμην, γιατί ταράζω τον αιώνιον ύπνον σας, αλλά είναι ανάγκη κατεπείγουσα όπως εγερθήτε, έστω και επ’ ολίγον, διά να λάβετε γνώσιν του θορύβου που γίνεται περί το όνομά σας εάν, βέβαια, δεν έχετε ήδη ξυπνήσει από την φασαρίαν. Απευθύνων προς την αείμνηστον εξοχότητά σας την παρούσαν μου, θα ήθελον, πρώτον, να ερωτήσω περί της καλής σας υγείας, αλλά το κρίνω περιττόν διότι γνωρίζω ότι εις τας αιωνίους μονάς, όπου από αμνημονεύτων χρόνων ποιείσθε τας διατριβάς σας, τοιούτον θέμα δεν υπάρχει. Είναι αλήθεια ότι ευρέθηκα εις αμηχανίαν προκειμένου να ταχυδρομήσω την επιστολήν μου, γιατί δεν εγνώριζα την ακριβή διεύθυνσή σας, αν, δηλαδή, κατοικήτε εις τον Παράδεισον ή εις την Κόλασιν. Τελικά, όμως, εσκέφθηκα ότι κανένας Άγγλος δεν πηγαίνει εις την Κόλασιν διότι όλοι είναι άψογοι, ενάρετοι, τίμιοι και καλοί χριστιανοί.

Θα μαντεύετε, βεβαίως, εκλαμπρότατε μυλόρδε μου, τον λόγον διά τον οποίον απεφάσισα να σας ενοχλήσω εις τους χλοερούς τόπους όπου διέρχεσθε γαλήνιος τας ωραίας ημέρας της αιωνιότητος. Πρόκειται διά τα περίφημα εκείνα μάρμαρα τα οποία αν ενθυμήσθε αφαιρέσατε κάποτε από τον Παρθενώνα μας και τα οποία αιφνιδίως μας εδημιούργησαν ζητήματα μέχρι σημείου, μάλιστα, να απειλούν την εγκαρδιότητα των σχέσεων μεταξύ της μικράς μας χώρας και της μεγάλης σας πατρίδος. Ο δήμαρχος των Αθηναίων (σ.σ. Άγγελος Τσουκαλάς, 1959-1964) τα ενεθυμήθη όλως απροσδοκήτως και εζήτησε τον επαναπατρισμόν των, πράγμα που επροξένησε ζωηρές αντιδράσεις εις την χώραν σας, πολλά σχόλια εις την χώραν μας και γενικώς μεγάλον σαματάν.


Είναι γεγονός ότι πολλοί, μεταχειριζόμενοι γλώσσαν απρεπή, λέγουν ότι τα εζουπήξατε, αλλά εγώ, προσωπικώς, αποκρούω με αγανάκτησιν τις λέξεις ζούπηγμα, βούτηγμα, σούφρωμα και όλα τα αντίστοιχα κακόηχα. Οι ευγενείς Άγγλοι ουδέποτε βουτάνε, ούτε ζουπάνε, ούτε σουφρώνουν. Αφαιρούν μόνον, ευγενώς, για να προστατέψουν το αφαιρούμενον. Όχι επί κακού! Πάντοτε επί καλού! Ο σκοπός των είναι ιερός και υψηλός. Έτσι αφαιρούν, φέρ’ ειπείν, την ελευθερίαν των λαών για να τους προστατέψουν από την αναρχίαν. Αφαιρούν τας πρώτας ύλας των υπαναπτύκτων για να τις αναπτύξουν καταλλήλως. Αφαιρούν τα κεφάλια των ταραχοποιών στις αποικίες, όχι επί κακού, αλλά για να τοποθετήσουν άλλα καλύτερα και υγιέστερα.

Με τον ίδιον τρόπον, αξιοσέβαστε μυλόρδε, γνωρίζω καλώς ότι και η υμετέρα εκλαμπρότης αφήρεσε τα γλυπτά του Παρθενώνος επί καλού για να τα προστατέψη, να τ’ απαλλάξη από τις κακουχίες του ύπαιθρου (βροχές, ψύχη, χιόνες, ζέστες) και να τα σιγουρέψη μέσα εις την θαυμασίαν αίθουσαν του Βρεταννικού μουσείου, όπου, ευτυχώς, έχουν όλες τις ανέσεις. Τους εκάνατε εξ άλλου μίαν τιμήν εντελώς ιδιαιτέραν, που μόνον άνθρωποι αγνώμονες τολμούν να αγνοούν. Εδώσατε στα μάρμαρα αυτά το ένδοξον όνομά σας και ήδη, από αμνημονεύτων χρόνων, έχουν την εξαιρετικήν τύχην να ονομάζωνται Ελγίνεια. Κρίμα να πάρετε μόνον την ζωφόρον του Παρθενώνος και μίαν Καρυάτιδα. Αν ξεσηκώνατε ολόκληρο το Ερεχθείον θα λεγόταν σήμερον Ελγινείον! Αν ξεσηκώνατε τον Παρθενώνα μας θα λεγόταν Ελγινών!

Οποίας δόξης στερήθηκαν τα υπόλοιπα μάρμαρά μας που είχαν την ατυχίαν να μείνουν επάνω στην Ακρόπολιν, μετά το θρυλικόν εκείνο πέρασμά σας.

Όμως ο θόρυβος που τόσον απροσδόκητα ηγέρθη εξ αφορμής των μαρμάρων σας αυτών είναι λυπηρός. Οι «Τάιμς», διαλλακτικώτατοι, όπως πάντα, έγραψαν ότι ευχαρίστως θα μας τα επιστρέψουν, όταν, όμως, ο Νέλσων αποκτήση τον χαμένον του οφθαλμόν. Υμείς που κάμνετε παρέαν ασφαλώς, εκεί εις τους χλοερούς τόπους της αθανασίας, με τον ένδοξον μονόφθαλμον, τι γνωρίζετε σχετικώς; Υπάρχει καμμιά ελπίς να θεραπευθή ο βλαμμένος οφθαλμός του Νέλσωνος ή αλλοιθωρίζει και ο άλλος, καθώς κυττά στην γην και βλέπει τι είδους Αγγλίαν άφησε και τι είδους τώρα αντικρύζει;


Πρότασιν πολύ σοβαράν επίσης μας έκανε και η εφημερίς «Νταίηλυ Μαίηλ», που εισηγείται να αναγνωρίση επισήμως η Αγγλία ότι τα μάρμαρα είναι ελληνικά, οπότε και η Ελλάς, ευγνωμονούσα, να της τα δωρήση. Αξιοθαύμαστη πραγματικά είναι η πρότασις αυτή, που ενθυμίζει την βαθυτάτην ευσέβειαν αφ’ ενός και το εφευρετικόν πνεύμα αφ’ ετέρου των παλαιοτέρων Μωαμεθανών. Παρ’ όλον τον φόβον μου μήπως σας κουράσω, σεβαστέ μυλόρδε, θα μου επιτρέψετε να σας αναφέρω σχετικώς.

Η θρησκεία των Μωαμεθανών επιτρέπει μεν τον δανεισμόν, απαγορεύει, όμως, τον τόκον. Κάποτε, λοιπόν, ένας Χριστιανός δανείσθηκε εκατό λίρες χρυσές από ένα φίλο του Τούρκον, υποσχεθείς να του δώση τόκον άλλες είκοσι. Προθυμότατα ο Τούρκος εδάνεισε στον φίλο του το ποσόν, κι’ όταν έληξε η προθεσμία του δανείου, συνεπέστατος ο Ρωμηός, παρουσιάστηκε στο μαγαζί του Τούρκου κι’ έβαλε επάνω στον μπεζαχτά του εκατόν είκοσι λίρες.

Εκατό το δάνειον, του είπε, και είκοσι ο τόκος.

Όγλουμ, απάντησε ο Τούρκος, κρατάω μόνο τις εκατό. Τόκο δεν παίρνω, γιατί το απαγορεύει η θρησκεία μου.

Ύστερα έβγαλε το κομπολόι του και το άπλωσε στον φίλο του:

Σου πουλάω, του είπε, αυτό το κομπολόι είκοσι λίρες!

Και προτού προλάβη ν’ απαντήση ο Ρωμηός, τσέπωσε και τις είκοσι. Ο Ρωμηός σκέφθηκε ότι θα είχε, τουλάχιστο, κέρδος το κομπολόι, αλλά ο Τούρκος την ίδια στιγμή τού το αφήρεσε και πάλι, λέγων:

Τώρα, όγλουμ, χάρισέ μου κι’ εσύ αυτό το κομπολόι, γιατί πολύ μ’ αρέσει!


Έτσι βολευτήκαν όλοι μια χαρούλα, αξιοσέβαστε μυλόρδε, με ευλάβειαν και ευφυΐαν. Φαντάζομαι ότι από την πηγήν εκείνην θα άντλησαν την σοφία τους οι ευγενείς συντάκται του «Νταίηλυ Μαίηλ» που ενδιαφέρονται να λήξη αισίως αυτή η ιστορία των μαρμάρων χωρίς δυσάρεστα απευκταία. Σας εξορκίζω, αείμνηστε μυλόρδε, όπως ενισχύσετε και υμείς την πρότασιν της ευγενούς αγγλικής εφημερίδος, εμφανιζόμενος έστω και εν ονείρω εις την κυβέρνησιν της χώρας σας, διά να πείσετε τους ιθύνοντας όπως αναγνωρίσουν επισήμως ότι τα μάρμαρα είναι, τω όντι, ελληνικά. Διότι υπάρχει κίνδυνος να βεβαιώση επισήμως η κυβέρνησίς σας ότι είναι τουρκικά, οπότε δεν αποκλείεται καθόλου οι φίλοι μας οι Τούρκοι να μας πάρουν και τον Φειδίαν όπως μας επήραν ήδη τον Όμηρον, μεταβαλόντες αυτόν εις Ομέρ εφένδην, και τον Αγαμέμνονα, ωνομάσαντες αυτόν Αγα-μεμνούν, ήτοι αγάν ευγνωμονούντα. Θα ήταν λυπηρόν, λοιπόν, να προστεθή σ’ αυτούς ο Φειντίας-ογλού και να γίνη η Καρυάτις μας χανούμ.

Κάτι τέτοια, αείμνηστε μυλόρδε, τα κάμνει η κυβέρνησίς σας, που διεκήρυξε προ καιρού ότι η Κύπρος είναι τουρκική, και το χειρότερον τα δέχεται η κυβέρνησίς μας, που υποχωρεί πάντα ευγενώς εις τας διαλλακτικάς προτάσεις της μεγάλης φίλης και συμμάχου μας Αγγλίας. Βοηθήσατε, λοιπόν, μυλόρδε… να σχωρεθούν τα πεθαμένα σας!

Μετά βαθυτάτης τιμής και υπολήψεως

Δημ. Ψαθάς


*Η κεντρική φωτογραφία του παρόντος άρθρου (το σκίτσο του Φωκίωνος Δημητριάδη) προέρχεται από τον «Ταχυδρόμο» της 13ης Μαΐου 1961.