Λαϊκισμός: Εργαλείο χειραγώγησης ή άσκησης πολιτικής; Το νόμισμα έχει πάντα δύο όψεις
Επιστήμονες μιλούν στο in για το τι σημαίνει λαϊκισμός και καταρρίπτουν πολλά κυρίαρχα επιχειρήματα του λεγόμενου αντι-λαϊκίστικου μετώπου. Η σχέση λαϊκισμού και Ακροδεξιάς.
- Η στιγμή που καρχαρίας επιτίθεται σε γυναίκα ενώ κάνει κατάδυση
- Αυτός είναι ο νέος επικεφαλής της NASA, στενός συνεργάτης του Έλον Μασκ
- Θρίλερ της Αμαλιάδας: Ερωτήματα για τις αναφορές μεμονωμένων ιατροδικαστών με αλλοιωμένα δεδομένα για τον θάνατο του 15 μηνών Παναγιώτη
- Η συνέντευξη Λαβρόφ σε αμερικανό δημοσιογράφο και το ενδεχόμενο «πρωτοφανούς σύγκρουσης Ρωσίας – ΗΠΑ»
Η λέξη «λαϊκισμός» κυριαρχεί έντονα στο παγκόσμιο πολιτικό σκηνικό από την περίοδο της μεγάλης οικονομικής κρίσης και επανέρχεται στην επικαιρότητα σε κάθε ευκαιρία, εσχάτως με την άνοδο της Ακροδεξιάς. Από αυτή την κατάσταση δεν θα μπορούσε να απουσιάζει η Ελλάδα, από τη στιγμή μάλιστα που η χώρα βίωσε με δραματικό τρόπο τα Μνημόνια, το πολιτικό σύστημα απαξιώθηκε και τα παραδοσιακά κόμματα εξουσίας βρέθηκαν με την πλάτη στον τοίχο ως βασικά υπεύθυνα για την οικονομική και κοινωνική κατάρρευση.
Ένα από τα βασικά όπλα του αντιΣΥΡΙΖΑ μετώπου την περίοδο πριν την κυβέρνηση της πρώτης φοράς Αριστερά, αλλά και στη συνέχεια, κατά τη διάρκεια της διακυβέρνησης, ήταν η κατηγορία περί αριστερού λαϊκισμού.
Παρά το γεγονός ότι το 2019 η χώρα άλλαξε σελίδα και επήλθε η διακυβέρνηση των «αρίστων», ο λαϊκισμός έμεινε στην επιφάνεια, με τη ΝΔ να κατηγορεί συχνά, πυκνά την αξιωματική αντιπολίτευση για «λαϊκισμό» σε σειρά κομβικών ζητημάτων.
Τώρα που ο ΣΥΡΙΖΑ αναζητά την τύχη του μετά τη μεγάλη εσωκομματική του περιπέτεια και την ώρα που το ΠΑΣΟΚ έχει πάρει τη θέση του, οι ίδιες κατηγορίες εκτοξεύονται από το Μαξίμου: Οι αναφορές περί «πράσινου» ΣΥΡΙΖΑ και «λαϊκισμού χειρότερου από τον ΣΥΡΙΖΑ» δίνουν και παίρνουν.
H κυβέρνηση έχει εργαλειοποιήσει πλήρως την έννοια του «λαϊκισμού» και την έχει εντάξει στο οπλοστάσιο της επικοινωνιακής της προπαγάνδας. Δεν είναι η μόνη. Το είδαμε να συμβαίνει πριν από λίγους μήνες στη Γαλλία, πρόσφατα στις ΗΠΑ ελέω των προεδρικών εκλογών, το βλέπουμε να συμβαίνει οπουδήποτε επιχειρείται να αμφισβητηθεί το κυρίαρχο αφήγημα.
Είναι όμως έτσι τα πράγματα; Έχει η κυβέρνηση της Δεξιάς και η κάθε κυβέρνηση το αλάθητο ώστε οτιδήποτε άλλο έρχεται να αμφισβητήσει το αφήγημά της να χαρακτηρίζεται λαϊκισμός; Για να απαντήσουμε σε αυτό το ερώτημα θα πρέπει πρώτα απ’ όλα να δούμε τι είναι ο λαϊκισμός και πως χρησιμοποιείται.
Τι είναι ο λαϊκισμός
«Η μελέτη του λαϊκιστικού φαινομένου είναι ιδιαίτερα σύνθετη και πολυεπίπεδη. Αυτό οφείλεται στο γεγονός πως ο λαϊκισμός είναι μία σύνθετη και ολισθηρή έννοια η οποία στερείται ενός ξεκάθαρου και σταθερού ορισμού», αναφέρει στο in o Ιωσήφ Χαλαβαζής, υποψήφιος Διδάκτορας στο τμήμα Επικοινωνίας και ΜΜΕ του Πανεπιστημίου Αθηνών και σύμβουλος εταιρικής και πολιτικής επικοινωνίας.
Τον ρωτάμε που ακριβώς στηρίζεται ο λαϊκισμός ως έννοια και η απάντηση είναι ότι «βασική αρχή του λαϊκισμού είναι ο αυθαίρετος διαχωρισμός της κοινωνίας σε δύο ομογενοποιημένες και αντιμαχόμενες μεταξύ τους ομάδες, τον «λαό» που είναι «αγνός» και «σοφός» και τους εχθρούς του, τις «ελίτ» που είναι «διεφθαρμένες» και «αδηφάγες». Αυτή η μανιχαϊστική αντίληψη, όμως, συχνά τη βλέπουμε να διαστρέφεται και να αναπαράγεται από όσους δηλώνουν αντι-λαϊκιστές».
Από την πλευρά του ο Γιώργος Κατσαμπέκης, πολιτικός επιστήμονας και ερευνητής στο Εθνικό Κέντρο Κοινωνικών Ερευνών, ο οποίος έχει ασχοληθεί αρκετά με το φαινόμενο του λαϊκισμού (επί μια 4ετία διηύθυνε διηύθυνε το Populism Research Group στο Πανεπιστήμιο του Λάφμπορο στην Αγγλία), σημειώνει:
«Ο λαϊκισμός μπορεί να εμφανιστεί σε μορφές που ευνοούν τη δημοκρατία, αλλά και σε μορφές που την βλάπτουν. Ιστορικά, έχει υπάρξει άλλοτε προοδευτικός και άλλοτε συντηρητικός, δημοκρατικός και αυταρχικός, αριστερός, δεξιός ή κεντρογενής, ενώ δεν λείπουν και οι περιπτώσεις λαϊκισμών που υιοθέτησαν ετερογενή ακόμα και αντιφατικά ιδεολογικά χαρακτηριστικά».
Με δεδομένο το γεγονός ότι στην Ελλάδα η αναφορά στη λέξη λαϊκισμός είναι φορτισμένη αρνητικά, τον ρωτάμε αν υπάρχει «καλός» και «κακός» λαϊκισμός.
«Θα απέφευγα τους όρους «καλός» και «κακός» λαϊκισμός, όπως θα απέφευγα να μιλήσω και για «καλό» ή «κακό» φιλελευθερισμό. Ο λαϊκισμός αποτελεί στην ουσία μια ιδιαίτερη μορφή λόγου που θέτει στο επίκεντρο τον ανταγωνισμό μεταξύ «λαού» και «ελίτ»», μάς εξηγεί ο κ. Κατσαμπέκης. «Αυτό το δίπολο, λοιπόν, μπορεί να πάρει διάφορες μορφές, ανάλογα με το νόημα που αποδίδεται στην κάθε έννοια και στον ανταγωνισμό μεταξύ τους».
»Είναι άλλο πράγμα να ορίζεται ο «λαός» ως συνώνυμο ενός έθνους που αποκλείει μετανάστες και μειονότητες και άλλο ο «λαός» να κατασκευάζεται ως μια πολιτική κοινότητα που διαμορφώνεται στη βάση κοινών συμφερόντων και δεν θέτει αποκλεισμούς με κριτήριο την εθνότητα, την καταγωγή ή τη θρησκεία».
»Είναι άλλο να αντιτίθεται αυτός ο λαός σε μια πολιτική «ελίτ» η οποία θεωρείται πως έχει καταστεί απόμακρη, μη αντιπροσωπευτική ή και διεφθαρμένη, που δεν τιμά τη λαϊκή εντολή που έχει λάβει, και άλλο αυτή η «ελίτ» να στοχοποιείται ως εθνικά μειοδοτική, υποχείριο της woke κουλτούρας και υπεύθυνη για την «ισλαμοποίηση» της χώρας».
Διαχωρισμός
Για να γίνει περισσότερο αντιληπτό το νόημα ζητάμε από τον κ. Κατσαμπέκη ένα απλό παράδειγμα διαχωρισμού των δύο. Αρχικά, τονίζει πως «είναι κρίσιμο όταν μιλάμε για τον λαϊκισμό να είμαστε προσεκτικοί και να αναφερόμαστε σε συγκεκριμένα πολιτικά φαινόμενα και στα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά τους».
Εν συνεχεία σημειώνει: «Δεν μπορεί δηλαδή να βάζουμε στο ίδιο τσουβάλι λαϊκιστές που υπερασπίζονται μια δημοκρατική κοινωνία συμπερίληψης και κοινωνικής πρόνοιας, όπως οι Μπέρνι Σάντερς και Αλεξάντρια Οκάσιο-Κορτέζ των Δημοκρατικών στις ΗΠΑ, με λαϊκιστές που επιδιώκουν ένα αυταρχικό πισωγύρισμα και αναπτύσσουν έναν λόγο που χαρακτηρίζεται από εθνικισμό, ξενοφοβία και την απόρριψη του διαφορετικού, όπως οι Ντόναλντ Τραμπ και Τζέι-Ντι Βανς των Ρεπουμπλικάνων, που ετοιμάζονται να αναλάβουν την ηγεσία ΗΠΑ».
Κάπως έτσι φτάνουμε στην κυρίαρχη αντίληψη του αντιλαϊκισμού που τοποθετεί άπαντες στο ίδιο τσουβάλι, χωρίς συγκεκριμένα κριτήρια και προϋποθέσεις. Επί του θέματος ο κ. Χαλαβαζής αναφέρει:
«Ο αντι-λαϊκισμός βάζει στο στόχαστρο τους λαϊκιστές πολιτικούς δίχως να εξετάζει το ευρύτερο ιδεολογικό πλαίσιο στο οποίο λειτουργούν, εμμένοντας μονάχα στην έγκλιση τους στον λαό. Υπάρχουν, όμως, σημαντικά ποιοτικά κριτήρια ανάμεσα στους αριστερούς και στους δεξιούς λαϊκιστές και το σημαντικότερο από αυτά είναι ο τρόπος ορισμού του λαϊκισμού. Ο αριστερός λαϊκισμός βασίζεται στις ταξικές σχέσεις και την οικονομία, ενώ ο δεξιός στις εθνικές-φυλετικές και στο πολιτισμικό κριτήριο. Ο καταγγελτικός αντι-λαϊκισμός αδιαφορεί γι’ αυτά τα ποιοτικά κριτήρια».
Απαξίωση του αντιπάλου
Αλλά δεν είναι μόνο αυτό. Με την εργαλειοποίηση του όρου, συμβαίνει κάτι διαφορετικό, όπως εξηγεί ο κ. Κατσαμπέκης. «Ο αντιλαϊκισμός είναι ένα φαινόμενο το οποίο έχει διερευνηθεί αρκετά πλέον στη σχετική βιβλιογραφία και επιτελεί ακριβώς αυτή τη λειτουργία: τη συνοπτική απαξίωση του αντιπάλου, όπως και τον περιορισμό της δημόσιας συζήτησης για πιθανές εναλλακτικές πολιτικές και προτάγματα».
»Με το να καταγγέλλεται ο αντίπαλος, και μάλιστα από θέση ισχύος, ως «λαϊκιστής», επιχειρείται η εκ των προτέρων απαξίωση των προτάσεών του, αλλά και ο περιορισμός της συζήτησης σε επίπεδο συγκεκριμένων πολιτικών: «αυτά τα λένε οι λαϊκιστές, δεν αξίζει να ασχοληθούμε μαζί τους»».
Χαρακτηριστικό παράδειγμα εν προκειμένω είναι η διαχρονική συζήτηση για την ενίσχυση της δημόσιας υγείας ή η συζήτηση που άνοιξε και πάλι εσχάτως για μείωση του ΦΠΑ, ως μέσου αντιμετώπισης της ακρίβειας. Είτε οι προτάσεις προήλθαν από το ΠΑΣΟΚ, είτε από τον ΣΥΡΙΖΑ η κυβέρνηση της απέρριψε, άλλοτε μιλώντας για «λεφτόδεντρα» και άλλοτε κατηγορώντας τα κόμματα της αντιπολίτευσης για έλλειψη σοβαρότητας και επίδειξη λαϊκισμού.
Αποπροσανατολισμός
«Καλό είναι λοιπόν όταν ακούμε και διαβάζουμε πύρινες επιθέσεις στον «λαϊκισμό» του αντιπάλου να είμαστε κάπως υποψιασμένες και υποψιασμένοι, να διαβάζουμε ανάμεσα στις γραμμές και να αναζητούμε ποιο είναι το πραγματικό διακύβευμα», λέει ο κ. Κατσαμπέκης, συμπληρώνοντας:
«Μήπως, δηλαδή, δεν έχει καμία σχέση με τον λαϊκισμό μια στοιχειοθετημένη πρόταση για πραγματική αύξηση των μισθών σε συνθήκες πληθωριστικής πίεσης των νοικοκυριών ή για γενναία και ουσιαστική στήριξη του δημόσιου συστήματος Υγείας; Μήπως με το να τίθεται ο υποτιθέμενος κίνδυνος ενός θολού «λαϊκισμού» στο επίκεντρο το μόνο που επιτυγχάνεται είναι ο αποπροσανατολισμός της κοινής γνώμης από τα πραγματικά ιδεολογικά και προγραμματικά επίδικα;».
Την περίοδο των μνημονίων ο λαϊκισμός θριάμβευσε με διάφορες μορφές. Από τη διαγραφή «μ’ ένα νόμο και μ’ ένα άρθρο» του ΣΥΡΙΖΑ έως το «ανταλλάξατε τη Μακεδονία με τις συντάξεις» της ΝΔ. Για επίδειξη λαϊκισμού κατηγορούσε η τότε αντιπολίτευση τη ΝΔ την κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ για θέματα όπως οι μετακλητοί υπάλληλοι ή τα επιδόματα.
Όταν έγινε κυβέρνηση το 2019 σε μόλις λίγους μήνες εκτόξευσε τον αριθμό των μετακλητών – ελέω του διαβόητου επιτελικού κράτους – και στα χρόνια που ακολούθησαν εφάρμοσε επιδοματική πολιτική που ξεπέρασε την προηγούμενη, αριστερή κυβέρνηση. Την ίδια ώρα ο ΣΥΡΙΖΑ, ως αξιωματική αντιπολίτευση κατηγορούσε με τον ίδιο ακριβώς τρόπο την κυβέρνηση για τα πεπραγμένα της.
Η αποθέωση του λαϊκισμού σημειώθηκε την περίοδο της συμφωνίας των Πρεσπών. Τότε που η αντιπολίτευση της ΝΔ οργάνωσε συλλαλητήρια διαμαρτυρίας και τα στελέχη της δήλωναν πως η συμφωνία ακόμα κι αν περάσει, θα ακυρωθεί από τη δική τους κυβέρνηση.
Τα αποτελέσματα είναι γνωστά σε όλους. Κι αν εξακολουθούν να καταγράφονται ακόμα και σήμερα λεονταρισμοί από κυβερνητικά στελέχη, είναι κάτι που γίνεται καθαρά για λόγους εσωκομματικής κατανάλωσης.
Κατά συνέπεια έχει μεγάλο ενδιαφέρον να δει κανείς σε ποιες περιπτώσεις μπορεί να βρει πρόσφορο έδαφος ο λαϊκισμός και να αποτελέσει βασικό παράγοντα στο δημόσιο βίο.
Λαϊκισμός και αντι-λαϊκισμός
«Κάθε διαμάχη που διενεργείται επί του πολιτικού και κοινωνικού πεδίου έχει ως χαρακτηριστικό της την ακραία πόλωση η οποία σχετίζεται με το αντιμαχόμενο δίπολο «λαϊκισμός – αντι-λαϊκισμός», λέει από την πλευρά του ο κ. Χαλαβαζής. Και συνεχίζει:
«Όσοι αυτοπροσδιορίζονται ως εκφραστές του ορθού λόγου, όμως, συχνά βλέπουμε να καταφεύγουν και οι ίδιοι στη λαϊκιστική λογική. Αντί να επενδύουν στην παρουσίαση στοιχείων, στην καλλιέργεια μίας πολιτικής κουλτούρας των συναινέσεων και των συνεργασιών και στην λιγότερη εξάρτηση από το συναίσθημα, αντιθέτως περιορίζονται -για καθαρά ωφελιμιστικούς λόγους- στη συγκρότηση ενός νέου εχθρού, του «λαϊκιστή»».
Σε αυτό το πλαίσιο ο κ. Κατσαμπέκης επισημαίνει ότι «ο λαϊκισμός αποκτά κοινωνική απήχηση και γείωση σε συγκεκριμένες συνθήκες μπλοκαρίσματος ή δυσλειτουργίας της αντιπροσώπευσης. Αν έχουμε ευρέα λαϊκά στρώματα που αισθάνονται απογοητευμένα από την κυβέρνηση, από ένα πολιτικό σύστημα και θεσμούς που δεν τα εκφράζουν και δεν τα αντιπροσωπεύουν, τότε δημιουργείται ένα «κοινωνικό απόθεμα» που θα μπορούσε να βρει έκφραση σε κάποιον πολιτικό ή κόμμα με λαϊκιστικό λόγο και στρατηγική».
Ρωτάμε τον κ. Κατσαμπέκη αν η γενικότερη απαξίωση του πολιτικού συστήματος και οι συνεχόμενες κρίσεις που βιώνει η κοινωνία την έχουν «εθίσει» στον λαϊκισμό. Ο ίδιος δεν θεωρεί ότι συμβαίνει κάτι τέτοιο και επισημαίνει ότι «το θέμα που πρέπει να μας απασχολεί εδώ είναι η κατεύθυνση που θα δοθεί σε αυτό το κοινωνικό απόθεμα του εκάστοτε λαϊκισμού».
»Είναι άλλο πράγμα η λαϊκή οργή να κατευθυνθεί ενάντια σε θεσμούς που δυσλειτουργούν, απαιτώντας για παράδειγμα την άμεση διαλεύκανση σκανδάλων και υποθέσεων που απασχολούν την κοινωνία (από τις υποκλοπές ως τα Τέμπη) και άλλο να κατευθύνεται η λαϊκή οργή ενάντια σε αποδιοπομπαίους τράγους, όπως οι μετανάστες και οι Ρομά».
Ακροδεξιά και λαϊκισμός
Μοιραία η συζήτηση έρχεται και στην άνοδο της Ακροδεξιάς και τη σχέση της -αν αυτή υπάρχει- με τον λαϊκισμό. Εδώ ο κ. Κατσαμπέκης είναι κατηγορηματικός λέγοντας ότι «η περίοδος που διανύουμε χαρακτηρίζεται από την άνοδο και την κανονικοποίηση της ακροδεξιάς και των ιδεών της. Κάτι στο οποίο συμμετέχουν ενεργά πολλοί από τους εγχώριους εκπροσώπους του αντι-λαϊκισμού. Αντί λοιπόν να ανησυχούμε για τον «εθισμό» της κοινωνίας στον λαϊκισμό, νομίζω είναι πολύ πιο κρίσιμο να συμβάλλουμε στο να μπουν αναχώματα σε αυτή την άνοδο, αναδεικνύοντας ταυτόχρονα τις σοβαρές ευθύνες μέρους των πολιτικών ελίτ σε αυτή τη διαδικασία».
»Όχι τίποτα άλλο, αλλά με το να βαπτίζει κανείς ακροδεξιούς πολιτικούς ως «λαϊκιστές» τους κάνει μεγάλη χάρη, τους «εξευγενίζει» και τους κανονικοποιεί στα μάτια της κοινής γνώμης ως γνήσιους εκφραστές του «λαού». Γι’ αυτό και διάφοροι επιφανείς εκπρόσωποι της ακροδεξιάς διεθνώς, όπως η Μαρίν Λεπέν και ο Νάιτζελ Φάρατζ, έχουν με χαρά δεχτεί την ταμπέλα του «λαϊκιστή». Το προτιμούν χίλιες φορές από το να τους λένε ακροδεξιούς, αυταρχικούς ή ρατσιστές».
Αντιμετώπιση του φαινομένου
Θέτουμε στον κ. Κατσαμπέκη ένα τελευταίο ερώτημα. Πώς ακριβώς μπορεί να αντιμετωπιστεί ο κακός εννοούμενος λαϊκισμός από το πολιτικό σύστημα.
«Στη δημόσια συζήτηση, κάτω από την ταμπέλα «κακός» λαϊκισμός συνήθως αναφέρονται εκείνες οι εκφάνσεις του φαινομένου που συνδέονται οργανικά με τον εθνικισμό, την ξενοφοβία, τη μισαλλοδοξία και τον αυταρχισμό. Ένα πρώτο βήμα για την αντιμετώπισή τέτοιων φαινομένων είναι να αφήσουμε στην άκρη τις όποιες αποπροσανατολιστικές αναφορές στον λαϊκισμό και να επικεντρώσουμε στην ουσία της πολιτικής», είναι η απάντηση.
Αλλά δεν τελειώνει εκεί, καθώς αναφέρεται και στη «μάχη των ιδεών» και τις ανησυχίες της εποχής, αλλά και στο ρόλο που οφείλει να έχει το πολιτικό σύστημα απέναντι στις προκλήσεις. Ειδικότερα, όπως αναφέρει:
«Αν λοιπόν την κοινωνία την απασχολεί η μετανάστευση ή η ασφάλεια, εκείνοι οι πολιτικοί χώροι που τάσσονται ενάντια στο φοβικό κλείσιμο των κρατών, τον περιορισμό των δικαιωμάτων και το αυταρχικό πισωγύρισμα, οφείλουν να διατυπώσουν με καθαρότητα και θάρρος συγκεκριμένες πολιτικές προτάσεις που θα οριοθετούν εκ νέου το ζήτημα όχι μόνο σε επίπεδο θεσμικής διαχείρισης, αλλά και σε εκείνων των ιδεών και των στάσεων».
»Πρέπει να δοθεί δηλαδή η μάχη των ιδεών για τις μείζονες ανησυχίες της εποχής μας. Αντί να κουνά κανείς αυτάρεσκα το δάχτυλο στην κοινωνία που είτε «ψήφισε λάθος» είτε αυταρχικοποιήθηκε, είναι πολύ πιο παραγωγικό να εξετάσει τα αίτια πίσω από συγκεκριμένες εκλογικές τάσεις και να προσφέρει εναλλακτικό αφήγημα».
Και ο κ. Κατσαμπέκης καταλήγει ως εξής: «Ένα αφήγημα που πρέπει να έχει αιχμές, να είναι ξεκάθαρο και να μπορεί να καλλιεργήσει ταυτίσεις. Εκεί λοιπόν νομίζω βρίσκεται ο πυρήνας του διακυβεύματος σήμερα. Στην ανάπτυξη μιας συγκροτημένης και εύληπτης απάντησης στην ατζέντα της ακροδεξιάς και ενός διαρκώς συντηρητικοποιούμενου «κέντρου» που συχνά την θρέφει και την νομιμοποιεί».
Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις