Δευτέρα 06 Ιανουαρίου 2025
weather-icon 21o
Μένης Κουμανταρέας: Ένας συγγραφέας του άστεως

Μένης Κουμανταρέας: Ένας συγγραφέας του άστεως

Αν ο χώρος δεν είναι φορτισμένος από πρόσωπα, μνήμες και φαντάσματα, δεν μπορώ να γράψω

Ο «Πλανόδιος σαλπιγκτής» είναι το τελευταίο βιβλίο του Μένη Κουμανταρέα, που περιέχει δεκατέσσερα κείμενα αυτοβιογραφικά ή μαρτυρίες. Ένα από τα κείμενα αυτά είναι το «Πλαίη», μια μακρότατη συνέντευξη προς έναν νεαρό δημοσιογράφο, έναν μυθιστορηματικό ήρωα, που ο ίδιος ο συγγραφέας δημιούργησε για να κάνει αυτό το παιχνίδι. Σε κάποια στιγμή του «Πλαίη» ο δημοσιογράφος ρωτάει τον συγγραφέα: «Γιατί άραγε οι συγγραφείς να δίνουν συνεντεύξεις;» Την ίδια ερώτηση τού κάναμε κι εμείς.

— Γιατί οι συγγραφείς δίνουν συνεντεύξεις;

Νομίζω ότι περνάμε γενικότερα μια εποχή συνεντεύξεων. Οι πάντες δίνουν μια συνέντευξη σήμερα. Υπάρχει η αντίληψη να παίρνουμε συνέντευξη από οποιονδήποτε άνθρωπο που εξέχει λίγο από την επιφάνεια του παγόβουνου που λέγεται διανόηση. Βρισκόμαστε ενώπιον μιας παραληρηματικής κατάστασης συνεντευξιαζομένων.

[…]

— Επομένως, οι συγγραφείς δίνουν συνεντεύξεις γιατί δίνουν όλοι ή γιατί με τη συνέντευξη μπορούν να πουν μερικά πράγματα διαφορετικά;

Μια συνέντευξη δίνει την ευκαιρία να φωτιστούν μερικές πλευρές του ανθρώπου που γράφει και οι οποίες δεν περιέχονται στα βιβλία του. Με την απαραίτητη προϋπόθεση όμως ότι αυτός που παίρνει τη συνέντευξη πρέπει να ξέρει καλά το έργο του συγγραφέα και να ’χει την τέχνη να συναρμολογήσει με τέτοιο τρόπο τα λόγια του, ώστε να δημιουργήσει ένα άλλο κείμενο αυτόνομο, το οποίο να συναγωνίζεται τον ίδιο τον συγγραφέα.

[…]


«ΤΑΧΥΔΡΟΜΟΣ», 13.4.1989, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»

— Δημιουργώντας αυτή τη συνέντευξη για το βιβλίο σας μήπως θέλατε, ταυτόχρονα, να αναδείξετε το είδος;

Αν θέλεις, κάνω μια υπόδειξη προς ορισμένους συναδέλφους σου για το πώς πρέπει να παίρνουν μια συνέντευξη. Αυτό δεν σημαίνει ότι πρέπει να μυθοποιούν τα πρόσωπα, αλλά μια συνέντευξη δεν μπορεί να γίνεται στο πόδι.

[…]

— Τελικά, ποιες είναι οι βλαβερές συνέπειες της συνέντευξης;

Αυτό μου θυμίζει τις «Βλαβερές συνέπειες του καπνού» του Τσέχωφ. Μα οι ίδιες. Παθαίνεις νικοτινίαση. Παύεις να έχεις το αίσθημα της πραγματικότητας. Και πολλές φορές γίνεσαι βορά κάποιων ανθρώπων που σε ρωτάνε πράγματα που δεν είμαι σίγουρος αν θέλουν να σ’ τα ρωτήσουν κι αν εσύ έχεις ν’ απαντήσεις σ’ αυτά. Βέβαια, ένας καλός δημοσιογράφος μπορεί να σου αποσπάσει πράγματα που θα ’θελες να έλεγες ή για τα οποία δεν έχεις πει τίποτα.

— Πώς συνδέεται μια συνέντευξη μ’ αυτό που λέμε κοινή γνώμη;

Αν θέλω να δώσω σημασία στην κοινή γνώμη, δεν είναι η συνέντευξη που θα με αναγκάσει να το κάνω αυτό. Η συνέντευξη είναι ένα εφήμερο πράγμα, τη διαβάζεις και σπάνια συγκρατείς απ’ αυτήν κάτι που θα σε συνοδεύει για πολλές μέρες. Αυτό συμβαίνει μόνο με πολύ χαρισματικά άτομα, όπως ήταν ο Μπουνιουέλ και είναι ο Τσαρούχης. Η κοινή γνώμη μ’ ενδιαφέρει σε σχέση με τα βιβλία μου και με τον αντίκτυπό τους σ’ αυτήν. Αυτό, βέβαια, δεν σημαίνει ότι γράφω τα βιβλία μου για την κοινή γνώμη. Τα γράφω για τον εαυτό μου, για τους φίλους μου και τους δικούς μου ανθρώπους.


— Σας ενδιαφέρει να την κολακεύετε;

Αυτό που με απασχολεί είναι, με κάθε καινούργιο βιβλίο που γράφω, να μην προδίδω σε τίποτε τον εαυτό μου και τα προηγούμενα βιβλία μου. Μέχρι τώρα δεν έχω νιώσει ότι έχω κάνει κάποιο παραπάτημα, εκτός αν εξαιρέσεις κάποια κείμενα από τα πρώτα μου βιβλία, «Τα καημένα» και «Το αρμένισμα», που περιπλανούνται σε χώρους όπου δεν έχω βρει ακόμα εντελώς τον εαυτό μου. Αλλά σήμερα, αν πούμε ότι ένα βιβλίο μου έχει μια γενική ή μερική αποδοχή, αυτό δεν με απασχολεί. Βέβαια, θα λυπόμουνα να ’χει μια μερική αποδοχή ο «Πλανόδιος σαλπιγκτής», γιατί είναι ένα βιβλίο που αντιπροσωπεύει ένα μεγάλο κομμάτι της ζωής μου, που περιέχει εξομολογήσεις για τον εαυτό μου και για ομοτέχνους μου, μαρτυρίες για πρόσωπα και πράγματα, και που ελπίζω να διασώζει κάποιες αξίες εποχών που έχουν περάσει.

[…]

— Πώς βλέπετε τους σημερινούς αναγνώστες;

Υπάρχει μια αγνότητα στον τρόπο που διαβάζουμε. Ο κόσμος διαβάζει αφοσιωμένα, χωρίς να τον νοιάζει τι γράφει για το βιβλίο το ένα ή το άλλο λογοτεχνικό περιοδικό. Αδιαφορεί για το τι λένε οι κριτικοί. Γι’ αυτό η κριτική είναι σε τόση ανυποληψία.

— Η έλλειψη ανταπόκρισης είναι αυτή που δημιουργεί την ανυποληψία της κριτικής;

Όχι, γιατί οι κριτικοί δεν δημοσιεύουν στις εφημερίδες που διαβάζει όλος ο κόσμος. Ή, αν γράφουν, γράφουν τόσο απλοποιημένα ή τόσο δύσκολα, που δεν είναι για τον πολύ κόσμο. Όσον αφορά τα λογοτεχνικά περιοδικά, μοιραία περιορίζονται σ’ έναν ορισμένο αριθμό ανθρώπων. Υπάρχει μέτρια θεωρητική σκέψη στην Ελλάδα. Και δεν ξέρω γιατί πρέπει να βασανίζουμε ένα βιβλίο που το αγαπάμε. Να βρίσκουμε τις πιο δύσκολες λέξεις για να το περιγράψουμε. Ακόμα κι εμείς οι συγγραφείς με δυσκολία αναγνωρίζουμε τα βιβλία μας πίσω απ’ αυτούς τους κώδικες. Αν ένα βιβλίο σού αρέσει, αφήνεσαι να γράψεις γι’ αυτό με μια χαρά. Λείπει η χαρά από τους κριτικούς.


— Γιατί γράφετε για ήρωες λαϊκούς ενώ εσείς προέρχεστε από τον κόσμο των αστών;

Δεν είναι απόλυτο αυτό. Μια ηρωίδα μου, η Κούλα, φέρνει μαζί της έναν αστικό κόσμο. Μπορεί να μην προέρχεται από μια οικογένεια όπως ήταν η οικογένεια του πατέρα μου, αλλά όπως η κυρία Κούλα δούλευε σε γραφείο της Εφορίας, έτσι κι εγώ δούλεψα, για χρόνια, σε ασφαλιστικά. Και ο Σύμβουλος, στον «Ωραίο λοχαγό», σε μια τέτοια τάξη σαν τη δική μου ανήκε. Αλλά πέρα απ’ αυτά, καθένας έλκεται από τις άλλες τάξεις. Είναι μια έλξη κοινωνική αλλά και ερωτική. Λέω κάπου, μέσα στο «Πλαίη», ότι αν η αστική τάξη δεν γνώριζε μοδίστρες και οικοδόμους, δεν θα είχε προοδεύσει ούτε πόντο. Με κατηγόρησαν ότι δεν ήξερα καθόλου τον κόσμο του ποδοσφαίρου στη «Φανέλα με το εννιά». Τον τύπο του νεαρού όμως που περιγράφω εκεί, τον ξέρω πολύ καλά. Είναι σαν να τον έχω γεννήσει. Νομίζω ότι για χάρη του γράφτηκε αυτό το βιβλίο. Όπως και να ’χει, ονειρεύομαι να γράψω ένα μυθιστόρημα που θα είναι το χωνευτήρι και ο καθρέφτης μιας μεγάλης κοινωνικής γκάμας.

[…]

— Αν είχα μια μηχανή πολαρόιντ και σας φωτογράφιζα αυτή τη στιγμή, τι αντικείμενα θα βάζατε μέσα στο κάδρο;

Θα ’βαζα αυτό το αγαλματάκι (ένα μικροσκοπικό άγαλμα, που βρίσκεται πάνω στη βιβλιοθήκη του γραφείου του), που δείχνει ένα Αιγυπτιωτάκι με ανασηκωμένη την κελεμπία του, να κατουράει. Μ’ αρέσει πολύ, γιατί συμβολίζει μια λαϊκή τάξη ανθρώπων και συγχρόνως είναι ένα αγόρι, σε μια ηλικία άνηβη. Ίσως να έβαζα και τη γραφομηχανή. Αλλά αν επέμενες οπωσδήποτε να κάνουμε αυτή τη δουλειά, θα σου ’λεγα να φύγουμε από το γραφείο και να με φωτογραφίσεις αλλού, χωρίς κλισέ.

— Και χωρίς αντικείμενα;

Δεν είμαι πολύ δεμένος με τα αντικείμενα. Δεν με πειράζει αν σπάσει ένα πολύτιμο πράγμα. Προσέχω τους δίσκους μου, γιατί μου αρέσει να ακούω μουσική, και τα βιβλία που μου είναι αφιερωμένα. Τα άλλα μπορώ να τα πετάξω. Ή να τα χαρίσω.

— Και τα λεξικά;

Αυτά μου αρέσουν. Θυμάμαι τον Γιώργο Ιωάννου που έλεγε: «Πρώτα τα λεξικά και μετά όλα τ’ άλλα». Το ’βρισκα λιγάκι φιλολογικό, όταν το ’λεγε. Αλλά τα λεξικά είναι πολύτιμο πράγμα. Είναι η γλώσσα σου, είναι οι λέξεις με τις οποίες παλεύεις, μολονότι όταν γράφω σπάνια ανοίγω λεξικό.

— Πότε γράφετε;

Όταν εργαζόμουν σε διάφορα γραφεία, έγραφα πάντα το βράδυ. Ήμουν νυχτερινός. Έκανα τη βάρδια μου. Αλλά τώρα γράφω μέρα, και νομίζω ότι με το φως της μέρας, αν δεν γράφεις καλύτερα, γράφεις με καθαρότερο μυαλό.


— Βασανίζεστε όταν γράφετε; Ψάχνετε; Τουλάχιστον αυτή την εντύπωση έχω διαβάζοντας το «Ημερολόγιο της φανέλας με το εννιά», που υπάρχει στο βιβλίο σας.

Σε όλα τα βιβλία μου υπάρχει το ψάξιμο. Για τη «Βιοτεχνία υαλικών» πήγαινα και έβλεπα πώς γίνεται το γυαλί ή πήγαινα σε διάφορες βιοτεχνίες και υποδυόμουν κάποιον πλασιέ ή κάποιον φανταστικό άνθρωπο που ήθελε να μάθει κάτι για το εμπόρευμα. Για τον «Ωραίο λοχαγό» είχα την τύχη να έχω τον Σπύρο Πλασκοβίτη, που μου είπε όλες τις λεπτομέρειες λειτουργίας του Συμβουλίου Επικρατείας. Αλλά εκείνο που έχει σημασία πάνω απ’ όλα είναι η δραματικότητα του χώρου μέσα στον οποίο τοποθετώ την ιστορία μου. Αν ο χώρος δεν είναι φορτισμένος από πρόσωπα, μνήμες και φαντάσματα, δεν μπορώ να γράψω.

[…]

— Πιστεύετε ότι η πολυγραφία είναι αυτή που δημιουργεί τον συγγραφέα;

Βεβαίως όχι, αλλά πιστεύω ότι θα είχα διασώσει πολλά περιστατικά της προσωπικής μου αλλά και της δημόσιας ζωής.

— Όπως;

Ένα κείμενο για τον Καβάφη, που έχω χρόνια να το πιάσω, που είναι πώς έβλεπα εγώ τον Καβάφη, πώς τον έβλεπα στα μαθητικά μου χρόνια και πώς τον είδα μετά, τι σήμαινε για μένα, χώρια από τα ερωτικά του, τα οποία έχουν γίνει κοινόχρηστα, το πώς πέρασε αυτός ο άνθρωπος στην καθημερινή μας ομιλία. Κανείς άλλος δεν έχει περάσει σ’ αυτό το βαθμό. Είναι μέγα κατόρθωμα, ίσως γιατί δεν ήταν Αθηναίος, Σαλονικιός ή Πατρινός, αλλά Έλληνας της διασποράς. Σε κάποιο μέτρο και ο Καρυωτάκης έχει μερικές αναγνωρίσιμες λέξεις και φράσεις, αλλά με τον Καβάφη η ζωή νίκησε τη λογοτεχνία.

— Εσείς πάντως δεν είστε Έλληνας της διασποράς.

Εμένα μ’ αρέσει που είμαι Αθηναίος και βρίσκομαι μέσα σ’ αυτή τη φριχτή μάζα των ανθρώπων που τρέχουν απελπισμένα κάθε πρωί για να βρουν ταξί ή να βρουν τους εαυτούς τους. Μ’ αρέσει να ’χω την ψυχραιμία και την αγάπη να ανακαλύπτω στους ανθρώπους αυτούς πρόσωπα τα οποία αξίζει τον κόπο να γνωρίσεις και που δεν έχουν γίνει νευρωτικά ή μηχανικά, όπως συχνά γίνονται στην Ευρώπη και την Αμερική.

— Και βεβαίως είστε ένας συγγραφέας του άστεως.

Ωραία το είπες. Είμαι ένας άνθρωπος μεγαλωμένος μέσα στην πόλη και τρομερά αδύναμος στο ύπαιθρο. Μόνο στη θάλασσα νιώθω λυτρωμένος… Μου είναι ανάγκη να βρίσκομαι στο κέντρο της πόλης. Πολλές φορές, όταν τελειώνω το γράψιμο, θέλω να βγαίνω έξω, να βρίσκομαι σε φώτα και σε ανθρώπους.

[…]


— Είστε λιτός στο γράψιμό σας. Το ίδιο είστε και στη ζωή;

Δεν μου αρέσουν τα λούσα, ούτε τα πολλά έξοδα, ούτε τα πράγματα που δεν είναι αναγκαία. Απ’ αυτήν την άποψη είμαι ασκητικός. Βέβαια, μπορεί να έχω τρία μαγνητόφωνα, που όμως μου είναι αναγκαία. Αλλά μπορεί να μην έχω σακάκι.

— Δεν σας αρέσει να ντύνεστε;

Όταν είμαι σε κακή διάθεση και πρέπει να εμφανιστώ στον κόσμο, μ’ αρέσει να ντύνομαι πιο αυστηρά. Γιατί το ρούχο είναι μια άμυνα, είναι μια βιτρίνα. Μέσω του ρούχου πρέπει να προφυλάξεις το πρόσωπο το οποίο οι άλλοι φαντάζονται για σένα. Εξάλλου, όταν βγαίνεις από το σπίτι σου, δίνεις μια παράσταση. Όποιος δεν το ’χει αντιληφθεί αυτό, δεν έχει αντιληφθεί τίποτε από τη ζωή.

— Κι όταν δίνετε συνέντευξη φοράτε καλά ρούχα;

Τα πιο παλιά, γιατί αυτά φοράω κι όταν γράφω.

* Συνέντευξη που είχε παραχωρήσει ο Μένης Κουμανταρέας στο δημοσιογράφο και συγγραφέα Νίκο Μπακουνάκη το 1989, με αφορμή την κυκλοφορία του βιβλίου του «Πλανόδιος σαλπιγκτής» (εκδόσεις Κέδρος). Το κείμενο της εκτενούς συνέντευξης είχε δημοσιευτεί στον «Ταχυδρόμο» που είχε κυκλοφορήσει στις 13 Απριλίου 1989.

Ο σπουδαίος συγγραφέας και μεταφραστής Μένης (Αριστομένης) Κουμανταρέας έφυγε από τη ζωή στις 5 Δεκεμβρίου 2014, σε ηλικία 83 ετών.

Must in

Ο Χουάντσο έκανε «free throw challenge» με τους γιους των Γκραντ και Ναν (vid)

Ο Χουάντσο Ερνανγκόμεθ έκανε διαγωνισμό βολών με τους γιους των Τζέριαν Γκραντ και Κέντρικ Ναν, με όποιον ευστοχεί να… αναγκάζει τον άλλον να κάνει push-ups

Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

in.gr | Ταυτότητα

Διαχειριστής - Διευθυντής: Λευτέρης Θ. Χαραλαμπόπουλος

Διευθύντρια Σύνταξης: Αργυρώ Τσατσούλη

Ιδιοκτησία - Δικαιούχος domain name: ALTER EGO MEDIA A.E.

Νόμιμος Εκπρόσωπος: Ιωάννης Βρέντζος

Έδρα - Γραφεία: Λεωφόρος Συγγρού αρ 340, Καλλιθέα, ΤΚ 17673

ΑΦΜ: 800745939, ΔΟΥ: ΦΑΕ ΠΕΙΡΑΙΑ

Ηλεκτρονική διεύθυνση Επικοινωνίας: in@alteregomedia.org, Τηλ. Επικοινωνίας: 2107547007

ΜΗΤ Αριθμός Πιστοποίησης Μ.Η.Τ.232442

Δευτέρα 06 Ιανουαρίου 2025
Απόρρητο