Αναγκαστική επίπτωση και των διαφόρων προβλημάτων, αντιπαραθέσεων, ανακατατάξεων και της συνακόλουθης εσωστρέφειας στον χώρο της αντιπολίτευσης και το γεγονός ότι αυτό που παραδοσιακά θεωρείτο μια κορυφαία στιγμή πολιτικής συζήτησης (και σύγκρουσης) δηλαδή η συζήτηση στη Βουλή για τον προϋπολογισμό να μην κυριαρχεί στην επικαιρότητα με τον τρόπου που θα της αναλογούσε. Βοήθησαν αυτό και οι δραματικά ραγδαίες εξελίξεις στη Συρία που εύλογα απέσπασαν μεγάλο μέρος της προσοχής. Όμως, αυτό δεν αναιρεί τη σημασία μιας κοινοβουλευτικής συζήτησης που στην πραγματικότητα αφορά τον πυρήνα του κρατικού πολιτικού σχεδιασμού για την επόμενη χρόνια, την όποια αναπτυξιακή στρατηγική, αλλά και το πώς η εκάστοτε κυβέρνηση ιεραρχεί τα αναγκαστικά διαφοροποιημένα κοινωνικά συμφέροντα.

Κυρίως αυτό που απουσιάζει, όπως και τα προηγούμενα χρόνια, είναι μια συζήτηση που να υπερβαίνει την ιδιότυπη οικονομική ορθοδοξία που διαμορφώθηκε τις τελευταίες δεκαετίες και η οποία επενδύει στο συνδυασμό ανάμεσα στη «δημοσιονομική πειθαρχία»(αυτό που κάποτε περιγραφόταν ακριβέστερα ως λιτότητα) – άλλωστε υπάρχει πάντα και το ζήτημα της πραγματικής διαχειρισιμότητας ενός κατά τα άλλα ογκώδους χρέους –, με τον προϋπολογισμό να θεωρείται απόδειξη αυτής της πειθαρχίας, και την «ανάπτυξη», αποφεύγοντας οποιαδήποτε αναφορά σε αναδιανομή εισοδήματος, υποκαθιστώντας την τελευταία από τα όποια οφέλη μιας οικονομικής μεγέθυνσης που ιδίως στο ευρωπαϊκό πλαίσιο έχει χάσει προ πολλού έναν δυναμικό χαρακτήρα, οδηγώντας σε μια επιδείνωση των κοινωνικών ανισοτήτων. Την ίδια ώρα η επικέντρωση στους ονομαστικούς δείκτες ανάπτυξης και τις ονομαστικές αυξήσεις μισθών συχνά οδηγεί στο να παραβλέπουμε όλες τις διαστάσεις της επιδείνωσης της πραγματικής αγοραστικής δύναμης μεγάλου μέρους των μισθωτών που τροφοδοτεί την τρέχουσα κρίση κόστους ζωής.

Ούτε βέβαια μπορεί η διαρκής επένδυση στην ευρωπαϊκή χρηματοδότηση να απαντήσει στα προβλήματα μιας περιοριστικής δημόσιας δαπάνης, όπως αυτή συνεχίζεται να καταγράφεται και στον φετινό προϋπολογισμό, κάτι που εκτός όλων των άλλων αφήνει και βαθύ αποτύπωμα στα ζητήματα υποστελέχωσης και υποχρηματοδότησης κρίσιμων πλευρών της κρατικής λειτουργίας όπως η υγεία ή η παιδεία και που προφανώς δεν μπορούν να αντιμετωπιστούν με την τρέχουσα προώθηση διαφόρων μορφών άμεσης ή ιδιωτικοποίησής τους.