Μπορεί τα κατά τόπους ριζοσπαστικά δεξιά κόμματα στην Ευρώπη να νέρωσαν το κρασί τους, όσον αφορά την έξοδο των χωρών τους από την ΕΕ -Frexit, Nexit, Italexit- αλλά έστρεψαν το ενδιαφέρον τους στη μεταρρύθμιση του ευρωσκεπτικισμού. Αν και αυτή είναι μια καλή εξέλιξη για την ΕΕ, ωστόσο, ο ελιγμός που πραγματοποιεί η Ακροδεξιά χρήζει προσοχής.

Αυτό λέει η Καθηγήτρια Πολιτικών Επιστημών στο Πανεπιστήμιο Μποκόνι, Κάτεριν Ντε Φρις προειδοποιώντας για τους κινδύνους που ελλοχεύουν στην ευρωπαϊκή ακροδεξιά, ενώ στις ΗΠΑ θα κυβερνήσει ο Ντόναλντ Τραμπ ξανά.

«Ριζοσπαστικά δεξιά κόμματα όπως το Εθνικό Συλλαλητήριο στη Γαλλία, το Fidesz στην Ουγγαρία, το Κόμμα για την Ελευθερία στην Ολλανδία και η Εναλλακτική για τη Γερμανία έχουν αναδειχθεί ως μερικές από τις πιο ευρωσκεπτικιστικές πολιτικές δυνάμεις στην Ευρώπη» λέει η Ολλανδή πολιτική επιστήμων σε ανάλυσή της στο Social Europe.

Τα ακροδεξιά κόμματα, εξηγεί, «έχουν μετατοπιστεί από την υπεράσπιση της εξόδου από την ΕΕ -μια στάση γνωστή ως ευρωσκεπτικισμός εξόδου- στην προώθηση του μεταρρυθμιστικού ευρωσκεπτικισμού, ο οποίος στοχεύει να μετατρέψει την ΕΕ σε μια χαλαρότερη συμμαχία κυρίαρχων κρατών». Εκ πρώτης όψεως, αυτή η αλλαγή μπορεί να φαίνεται ότι σηματοδοτεί μια προθυμία συμμετοχής στην πολιτική της ΕΕ, αλλά μια πιο προσεκτική εξέταση, σύμφωνα πάντα με την ίδια, αποκαλύπτει ότι θα μπορούσε να καταστήσει ακόμη πιο δύσκολη την επίτευξη ουσιαστικής μεταρρύθμισης».

Η επιστροφή του Ντόναλντ Τραμπ στην Προεδρία των ΗΠΑ θα μπορούσε να επηρεάσει ποια από αυτές τις προσεγγίσεις θα επικρατήσει.

«Η υιοθέτηση όμως μιας θέσης μεταρρύθμισης της ΕΕ εκ των έσω θα μπορούσε να αποδειχθεί ακόμη πιο δύσκολη για τη λειτουργικότητα της Ένωσης», προειδοποιεί η Ντε Βρίες. Τα ριζοσπαστικά δεξιά κόμματα έχουν αποκτήσει σημαντική θεσμική ισχύ στην ΕΕ, συμπεριλαμβανομένης της εκπροσώπησης στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, όπου η σημερινή συνέλευση είναι η πιο δεξιά στην ιστορία της. Ορισμένοι κατέχουν ρόλους με επιρροή, όπως οι αντιπροεδρίες στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή, και πολλοί τώρα συμμετέχουν στο Συμβούλιο ως μέρος κυβερνητικών συνασπισμών σε εθνικό επίπεδο. Το ερώτημα παραμένει: πώς αυτά τα κόμματα θα ασκήσουν την επιρροή τους;

Μέχρι στιγμής, έχουν προκύψει δύο προσεγγίσεις για τη μεταρρύθμιση του ευρωσκεπτικισμού, λέει η ντε Φρις: η σύγκρουση και συνεργασία.

Ο Ούγγρος πρωθυπουργός Βίκτορ Όρμπαν αποτελεί παράδειγμα της προσέγγισης της σύγκρουσης, υποστηρίζοντας πρωτοβουλίες της ΕΕ μόνο όταν εξυπηρετούν τα οικονομικά του συμφέροντα και πλαισιώνοντας την ΕΕ ως αποδιοπομπαίο τράγο για εγχώριο πολιτικό όφελος, λέει, ενώ αντίθετα, η Ιταλίδα πρωθυπουργός Τζιόρτζια Μελόνι αντιπροσωπεύει την προσέγγιση συνεργασίας, αξιοποιώντας τον ρόλο της στη διαμεσολάβηση λύσεων της ΕΕ για να ενισχύσει την εικόνα της ως μεσίτη εξουσίας και να υπογραμμίσει τη σημασία της Ιταλίας στην ευρωπαϊκή σκηνή.

«Πρώτα η χώρα μου»

Η επιστροφή του Ντόναλντ Τραμπ στην Προεδρία των ΗΠΑ θα μπορούσε να επηρεάσει ποια από αυτές τις προσεγγίσεις θα επικρατήσει, λέει η Κάτεριν ντε Φρις.

«Σύμφωνα με τη συμβατική σκέψη του Monnet, η συναλλακτική προσέγγιση του Τραμπ μπορεί να πιέσει τις ευρωπαϊκές χώρες να συνεργαστούν και να μεταρρυθμίσουν, καθώς οι οικονομικές συνέπειες και οι συνέπειες της αδράνειας για την ασφάλεια θα μπορούσαν να αποξενώσουν τους ψηφοφόρους».

Ωστόσο, το δόγμα «Πρώτα η Αμερική» του Τραμπ θα μπορούσε επίσης να μετατοπίσει τον λογισμό για τα ριζοσπαστικά δεξιά κόμματα. Η κίνησή τους από την έξοδο προς τη μεταρρύθμιση του ευρωσκεπτικισμού ήταν σε μεγάλο βαθμό στρατηγική και η ρητορική του Τραμπ μπορεί να αναζωπυρώσει μια εθνικιστική ιδεολογία «πρώτα η χώρα».

«Πολλοί υποστηρικτές της ριζοσπαστικής δεξιάς θαύμασαν την πρώτη θητεία του Τραμπ και η υιοθέτηση μιας παρόμοιας συναλλακτικής στάσης θα μπορούσε να έχει απήχηση στην εγχώρια βάση τους, ακόμη κι αν η συνεργασία μπορεί να αποφέρει καλύτερα αποτελέσματα».

Εάν τα ριζοσπαστικά δεξιά κόμματα που βρίσκονται στην κυβέρνηση, καταλήγει η ντε Φρις, έλκονται προς συναλλακτικές πολιτικές του τύπου «πρώτα η χώρα μου»-, το πεδίο για την επίτευξη κοινών ευρωπαϊκών θέσεων θα περιοριστεί περαιτέρω. «Ιστορικά, οι διαπραγματεύσεις με την ΕΕ ήταν γεμάτες με προβλήματα δέσμευσης και λύσεις με χαμηλότερο κοινό παρονομαστή. Με την άνοδο της ριζοσπαστικής δεξιάς, ο δρόμος για τη μεταρρύθμιση που τόσο χρειάζεται η ευρωπαϊκή ήπειρος, εμφανίζεται όλο και πιο περιορισμένος» υπογραμμίζει.