Λούντβιχ βαν Μπετόβεν: Οι άγνωστες πτυχές του μαγικού του σύμπαντος
Άγνωστες πτυχές της ζωής και του έργου του μεγαλειώδους συνθέτη Λούντβιχ βαν Μπετόβεν
Στα μέσα Δεκεμβρίου του 1770 γεννιέται στη Βόννη ένα αγόρι που θα γινόταν ένας από τους παγκόσμιους θρύλους της μουσικής, ο Λούντβιχ βαν Μπετόβεν. Βαπτίστηκε την 17η Δεκεμβρίου και υπολογίζεται ότι γεννήθηκε μία ή δύο ημέρες πριν. Πέθανε στις 26 Μαρτίου του 1827.
Το 1927, το «ΕΛΕΥΘΕΡΟΝ ΒΗΜΑ», τιμώντας τα 100 χρόνια από τον θάνατο του μεγάλου συνθέτη, δημοσιεύει άρθρο για τη ζωή του γραμμένο από τον σπουδαίο συγγραφέα και κριτικό, Τζόρτζ Μπέρναρντ Σω, που μόλις δύο χρόνια νωρίτερα, το 1925, είχε κερδίσει το Νομπέλ Λογοτεχνίας.
«Προ εκατό ετών ένα γεροντοπαλλήκαρο εβδομήντα ετών, που ήταν τόσο κουφό ώστε δεν μπορούσε να ακούσει τας μουσικάς του συνθέσεις αλλά που ήταν ακόμη εις θέσιν ν’ ακούση τον κρότο της βροντής, εσήκωνε για τελευταία φορά τη γροθιά του προς τον ταραχώδη ουρανόν και απέθνησκε με τον ίδιο τρόπο που είχε ζήσει: προκαλών τον θεόν και περιφρονών το σύμπαν»
«Κακομαθημένος σκουπιδιάρης»
Μέσα από το κείμενο του Σω φωτίζονται πτυχές της προσωπικότητας του Μπεντόβεν, ελάχιστα γνωστές στο ευρύ κοινό.
«Ο άνθρωπος αυτός ήτο η ενσάρκωσις της περιφρονήσεως: δεν ήταν δυνατόν να συναντήση εις τον δρόμον του ένα μεγάλον δούκα με την ακολουθίαν του χωρίς να κατεβάση τον γύρον του καπέλλου του και να περάση, σπρώχνοντας, μέσα απ’ τη μέση της συνοδείας.
»Είχε τους τρόπους ενός κακομαθημένου σκουπιδιάρη (αν και πολλοί από αυτούς θα ήσαν περισσότερον υποχρεωτικοί και συμβιβαστικοί από αυτόν).
»Εις την ενδυμασίαν του δεν ήτο περισσότερον περιποιημένους από ένα σκιάχτρο. Κάποτε είχε συλληφθή ως αλήτης διοτί η αστυνομία δεν εννοούσε να πιστεύση ότι αυτός ο κουρελιάρης ήτο μέγας συνθέτης».
Ακόμα δυσκολότερα, όπως σχολίαζει ο Σω, μπορούσαν εκείνοι οι αστυνομικοί να αντιληφθούν ότι, κοιτάζοντας τον Μπετόβεν, είχαν μπροστά τους τον ναό που κατοικούσε «το ταραχωδέστερο πνεύμα, που εκδηλώθηκε ποτέ μέσω αρμονικών ήχων».
Ο Μπετόβεν, ο Χαίντελ και ο Μπαχ
Ο Σω εξηγεί γιατί αποδίδει στον Μπετόβεν τον χαρακτηρισμό «του ταραχωδέστερου πνεύματος».
«Το πνεύμα του ήτο πράγματι ισχυρόν. Αλλ΄αν έγραφα ότι ήτο το ισχυρότερον, όπερ θα εσήμαινε ότι ήτο ίσχυρότερον και από το πνεύμα του Χάντελ (σ.σ. Χαίντελ / Händel), και ο ίδιος ο Μπετόβεν θα με επετίμα.
»Έπειτα ποιος θνητός θα τολμήση ποτέ να ισχυρισθή ότι έχει ισχυρότερον πνεύμα από τον Μπαχ; Οπωσδήποτε παραμένει εκτός αμφισβητήσεως ότι το πνεύμα του Μπετόβεν ήτο το ταραχωδέστερον μεταξύ όλων.
»Η ασυγκράτητος ορμή της δυνάμεως την οποίαν πολύ εύκολα θα ημπορούσε να συγκρατήση αλλά πολλάκις δεν το έπραττε σκοπίμως, και το θορυβώδες της ειρωνείας του δεν συναντώνται εις τοιούτον βαθμόν εις τα έργα άλλου συνθέτου».
Ο Σω «αποκαλύπτει» και την εξαπάτηση στην οποία υπέβαλε ο Μπετόβεν το κοινό του, σημειώνοντας πως, κανείς άλλος συνθέτης δεν «εγαλήνευσε τους ακροατάς του και τούς έρριψε εις πλήρη αισθηματισμόν με την τρυφερή ωμορφιά της μουσικής του» για να τους αρπάξει κατόπιν «αποτόμως και να τους εμπαίξη με κοροϊδευτικά ξεφωνητά τρομπέττας διότι υπήρξαν τόσον ανόητοι».
Ο θορυβώδης μποέμ συνθέτης
Πώς όμως αντιμετωπίζονται έργα γραμμένα με τέτοια ορμή, από το πόντιουμ του διευθυντή ορχήστρας;
«Κανείς άλλος πλην του Μπετόβεν δεν ήτο εις θέσιν να διευθύνη τον Μπετόβεν. Και πολλές φορές, όταν ήταν τέτοια η διάθεσις του, ηρνείτο και ο ίδιος να κυβερνήση τον εαυτόν του, και τότε προχωρούσε ακυβέρνητος.
»Αλλά ακριβώς η ταραχώδης αυτή ψυχοσύνθεσις, η θεληματική του αταξία, η ειρωνεία του, η θριαμβευτική περιφρόνησίς του προς τους συμβατικούς τρόπους ήσαν τα στοιχεία που εξεχώριζαν τον Μπετόβεν από τα μεγάλα μουσικά πνεύματα του πανηγυρικού δεκάτου εβδόμου και δεκάτου ογδόου».
Κύμα γιγαντιαίο
Ο Σω περιγράφει τον Μπετόβεν ως το γιγαντιαίο κύμα μέσα στην θαλασσοταραχή του ανθρωπίνου πνεύματος που γέννησε τη Γαλλική Επανάσταση και τον συγκρίνει, ως προς την σχέση του με την άρχουσα τάξη, με τον Μότσαρτ.
«Ο Μόζαρτ, ο προκάτοχός του εις την ιδιαιτέραν του πατρίδα από παιδάκι ακόμα εσυνείθιζε να πλένεται, να στολίζεται θαυμάσια και να ντύνεται πολυτελώς οσάκις επρόκειτο να συναντήση βασιλείς και πρίγκηπας. (…)
»Ο Μόζαρτ είχε το ραφινάρισμα της κοινωνικής ανατροφής αλλά είχε επί πλέον και ένα φυσικόν ραφινάρισμα. Ο Μόζαρτ και ο Γκλούκ έχουν το ραφινάρισμα της αυλής του Λουδοβίκου 14ου. Ο Χέϋδν των καλλιτέρων πυργοδεσποτών της εποχής.
»Συγκρινόμενος κοινωνικώς προς αυτούς, ο Μπετόβεν δεν ήτο παρά ένας θορυβώδης μποέμ. Ένας άνθρωπος του λαού».
Τι γνώμη είχε ο Μπετόβεν για τους πογενέστερους και σύγχρονούς του συνθέτες;
Όπως μας μεταφέρει μέσω του «ΕΛΕΥΘΕΡΟΥ ΒΗΜΑΤΟΣ» ο Τζορτζ Μπέρναρντ Σω, ο Γιόζεφ Χάιντν αντιπαθούσε τον Μπετόβεν, επείδη εκείνος είχε πει κάποτε ότι ο Μότσαρτ, νεώτερος του Χάιντν, ήταν ο μεγαλύτερος εν ζωή συνθέτης της εποχής του. Ο Μότσαρτ, όταν άκουσε έργα του Μπετόβεν είπε: «Κάποτε θακούσωμε να γίνεται λόγος δι’ αυτόν».
Η κόντρα Μπετόβεν και Μότσαρτ
Ο Μπέτοβεν πάντως, δεν έτρεφε ιδιαίτερα θερμά αισθήματα για τον Μότσαρτ και ένας από τους λόγους ήταν η όπερα «Ντον Τζιοβάνι».
«Ο Μπετόβεν αντιπαθούσε ως άτομον τον Μόζαρτ, ο οποίος εις τον «Ντον Τζιοβάννι» είχε περιβάλει με εκθαμβωτικήν αίγλην έναν αχρείον αριστοκράτην (…) Ο Μπετόβεν δεν ήτο δραματουργός: η ηθική ελαστικότης είχε αποδιωχθή εις την ψυχήν του από ένα επαναστατικόν κυνισμόν (…). Η γαλλική επανάστασις εχώριζε τον Μόζαρτ από τον Μπετόβεν, όπως χωρίζει τον 18ον από τον 19ον αιώνα»
Ο Σω χαρακτηρίζει τον Μότζαρτ ως έναν «αυλοδίαιτο θεράποντα» και τον Μπετόβεν ως έναν «σαν – κυλότ» (sans-culottes), μέλος δηλαδή των λαϊκών κοινωνικών στρωμάτων (που δεν φορούσαν τα εφαρμοστά παντελόνια, των αστών και αριστοκρατών αλλά απλά παντελόνια) και προσθέτει πως για τον Μπετόβεν «ο Μόζαρτ περιφρονούσε την ηθικήν εξυψών διά της μουσικής του την κακίαν με την ιδίαν μαγευτικήν τέχνην όπως και την αρετή»
Η ψυχή του στο πεντάγραμμο
Η μουσική υπήρξε, και συνεχίζει να είναι, τέχνη μαγευτική γιατί βυθίστηκαν μέσα σε αυτήν άνθρωποι όπως ο Μπετόβεν. Άνθρωποι που ένωσαν την ψυχή τους με την ψυχή της και μέσα στον κόσμο της έφτιαξαν τους δικούς τους.
Ανεξαρτήτως της σχέσης που έχει κάποιος με την κλασική μουσική. Είναι ανθρωπίνως αδύνατον να κατορθώσει να μείνει ασυγκίνητος στο άκουσμα μιας σύνθεσης του Μπετόβεν.
«Εκείνο που τον ξεχωρίζει από όλους τους άλλους είνε το ταραχώδες, το ανήσυχον του έργου του, το ότι δύναται να μας συνταράσση και να μας επιβάλη τα αισθήματά του.
»Ο Μπερλιόζ εθύμωσε κάποτε τρομέρα με ένα Γάλλον συνθέτην, ο οποίος του είχεν ειπή: ‘Μ’ αρέσει η μουσική που με λικνίζει και γι’ αυτό δεν αγαπώ τον Μπετόβεν’. Πράγματι, η μουσική του Μπετόβεν, είνε η μουσική που ξυπνά.
»Όταν το εννοήσετε καλά αυτό καλά αυτό, τότε θα μπορέσετε να προχωρήσετε πέραν του 18ου αιώνος και της χορευτικής ορχήστρας του παλαιού συστήματος και θα κατανοήσετε όχι μόνον την μουσικήν του Μπετόβεν αλλά και την βαθυτέραν σημασίαν τής μετά τον Μπετόβεν μουσικής. ΜΠΕΡΝΑΡ ΣΩ».
Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις