«Κάποτε ζητιάνευε ο αφέντης ο Χριστός με τους Αγίους Αποστόλους…» – Όταν ο Χριστός «πρωταγωνιστεί» στα παραμύθια
Μια έκδοση του Κέντρου Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας συγκεντρώνει 75 παραμύθια όπου άνθρωποι αστειεύονται με τις ιερές μορφές, σε μια άλλη όψη της λαϊκής θρησκευτικότητας
«Ο Χριστός, όταν επορπατούσε στη γης, ενυκτώθηκε σ’ ένα μέρος. Εζήτηξε από μια νοικυρά αν έχει τόπο να κοιμηθεί. Του είπεν ότι δεν έχει τόπο να του δώσει να κοιμηθεί. Ο Χριστός έφυγε. Στο δρόμο του απαντήχνει ο άντρας τση. Τον αρώτηξε αν έχει τόπο να κοιμηθεί. “Μετά χαράς, έχουμε τόπο”, του λέει. Παίρνει το Χριστό και τον πηαίνει στο σπίτι του. Μα η γυναίκα του δεν ήθελε τον ξένο και κακορέξησε. Έψηνε κρέας και το κατέβασε, κι έψησε φακή για να μην του δώσει κρέας να φάει. Δεν τον περιποιήθηκε. Του ‘βαλε τρεις ελιές στο πιάτο κι ένα κομμάτι τσουδισμένο ψωμί. Ύστερα του βάζει κλήματα για κρεβάτι και μια πέτρα προσκέφαλο…». Στην αφήγηση της Ελένης Κατάκη από τον Θέρισσο Κυδωνίας της Κρήτης, η οποία διασώζεται στην ντοπιολαλιά της ήδη από το 1926, εκείνο που μάλλον δεν σοκάρει τον αναγνώστη είναι ο υφέρπων μισογυνισμός, τόσο χαρακτηριστικός για τα λαϊκά παραμύθια που χαρακτηρίζονται από προ-ηθικά στοιχεία. Εκείνο που εντυπωσιάζει, σε κάθε περίπτωση, είναι ο σαδισμός της αφιλόξενης γυναίκας απέναντι στον Χριστό -ειδικά αν αναλογιστεί κανείς ότι στη συνέχεια της εξιστόρησης ο τελευταίος τη σώζει από έναν σφοδρό κοιλόπονο με μια «γητειά» του. Η αφήγηση θησαυρίζεται στην έκδοση «Όψεις του θείου στα ελληνικά λαϊκά παραμύθια», σε επιλογή, σχολιασμό και επιμέλεια της Εμμανουέλας Κατρινάκη, στη σειρά «Δημοσιεύματα του Κέντρου Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας» της Ακαδημίας Αθηνών (Εθνικό Τυπογραφείο, Αθήνα, 2024). Η σχέση του ανθρώπου με το θείο και τις «επιφάνειές» του διαπερνά τα 75 παραμύθια της προφορικής παράδοσης, τα οποία καλύπτουν τη χρονική περίοδο από το 1882 έως το 1968.
Ό,τι δεν φαίνεται δυνατό στη ζωή, γίνεται εύκολο στα παραμύθια χάρη στη μαγική σκέψη. Τα στοιχεία που μεταφέρονται εκεί είναι εθνολογικά, πραγματολογικά, μυθολογικά, πέραν της ηθικής -συγκεκριμένα εδώ της χριστιανικής (αλλιώς σε πολλά από αυτά δεν θα μπορούσαν οι άνθρωποι να αντιτίθενται στο θείο ή να γίνονται περιπαικτικοί). «Αναγνωρίζουμε σε αυτές τις διηγήσεις ένα μυθικό υπόβαθρο, ένα μυθικό λόγο πέρα από τα όρια της χριστιανικής αντίληψης για την τιμωρία και το θαύμα» σημειώνει στην εισαγωγή της η ερευνήτρια Εμμανουέλα Κατρινάκη. «Εκτός από τα μαγικά, μυθικά μοτίβα, συναντάμε σε αρκετές αφηγήσεις και χιουμοριστικά, ευτράπελα στοιχεία». Να, λοιπόν, στην ιστορία από το Μεγανήσι Λευκάδας (1958) που ο Χριστός πηγαίνει σ’ ένα χωριό και διδάσκει με τους μαθητές του. Όταν τους πιάνει πείνα ζητάνε από έναν χωρικό να τους φιλοξενήσει. Αλλά εκείνος λέει ότι έχει φαγητό μόνο για τον υψηλό προσκεκλημένο. «Δεν πειράζει» αντιτείνει εκείνος. «Ό,τι έχετε, καλό είναι. Και ψωμάκι σκέτο!». Όταν ρωτάει τον χωρικό ποια χάρη θέλει, εκείνος του απαντάει: «Θέλω όταν παίζω με την τράπουλα να κερδίζω». Τη στιγμή που όντως κερδίζει έναν διάβολο και πηγαίνουν οι δυο τους στον Παράδεισο, ο Χριστός τον προσκαλεί μόνο του -χωρίς τον κολασμένο. Και του απαντά ο χωρικός με το προνόμιο της προγενέστερης ευεργεσίας: «Εσύ είχες δικαίωμα κι ήφερες άλλους δώδεκα, εγώ να μη φέρω έναν που ήθελα;».
Παρατηρούμε σε όλες τις παρόμοιες αφηγήσεις ότι ο λαϊκός άνθρωπος -που παθαίνει, μαθαίνει, εξιστορεί, δραματοποιεί, υφίσταται ή πράττει- τίθεται υπεράνω όλων. Και ο ευτράπελος τόνος που εχουν τα παραμύθια δείχνει τον μεγάλο βαθμό οικειότητας που αισθάνονται οι λαϊκοί αφηγητές με τα πρόσωπα της θρησκείας. Μέσω της επαναλαμβανόμενης αφήγησης και της χρήσης των ρητορικών μοτίβων, το δόγμα «απο-ιεροποιείται», πλησιάζει τα εγκόσμια, γίνεται σώμα και αίμα της καθημερινότητας των «φτωχοδιαβόλων». Γνωρίζουμε έτσι κι αλλιώς από τον Μπατάιγ ότι: «το απαγορευμένο μερικώς μόνον αντιτίθεται στη θεότητα. Η θεότητα είναι η γοητευτική, λεκτική όψη του απαγορευμένου. Η παραγνώριση της αγιότητας της παράβασης αποτελεί θεμέλιο του χριστιανικού, αλλά και κάθε ηθικού νόμου».
Στα παραμύθια του τόμου οι μεταμορφώσεις είναι συνεχείς. Ο Χριστός ενανθρωπίζεται ως ζητιάνος και περιπλανιέται στον κόσμο άλλοτε επιβραβεύοντας την καλή συμπεριφορά των ανθρώπων και άλλοτε τιμωρώντας την κακή. Αρκετές φορές τον κυνηγούν «οι οβραίοι» όπως στην αφήγηση από τη Χάλκη Δωδεκανήσου το 1964 (προφανώς σε μία από τις πολλές επιβιώσεις του αντισημιτισμού). Αλλού ο ίδιος μεταμορφώνει τους ανθρώπους σε ζώα -όπως στο παραμύθι «Πώς έγινε η χελώνα» (Κορώνη Πυλίας, 1938), όπου ο ψωμάς εξαναγκάζεται να πάρει τη σκάφη στον ώμο του και το φτυάρι κάτω απ’ την κοιλιά του. Ειδικά για το φεγγάρι οι παραμυθιακές δοξασίες παραπέμπουν στη Γένεση: «Εκείνο που φαίνεται στο φεγγάρι είναι ο Κάιν, που είναι καταδικασμένος να βάνει τα κόκαλα του αδερφού του σε τρύπιο καλάθι. Η κόλασή του θα τελειώσει άμα γεμίσει το καλάθι. Σαν βλέπει και πέφτουν τα κόκαλα από το καλάθι καίγεται. Τον καίει όμως και η πύρα του φεγγαριού και τον μαυρίζει» (Ν.Γ.Πολίτης, 1904).
Ειδική κατηγορία προφανώς αποτελούν τα παραμύθια με ζώα, αλλά και με δέντρα που αρνήθηκαν να δώσουν το ξύλο τους για να φτιαχτεί ο Σταυρός ή με κάποια που δέχτηκαν. Ένα από αυτά -στη λαϊκή παράδοση της Βοιωτίας- είναι η λοιδοριά ή δρυς η αειθαλής ή βελανιδιά. Εντυπωσιάζει και εδώ ο πλήρης ανθρωπομορφισμός των δέντρων που φτάνει σε επίπεδο πολιτικής οργάνωσης: «Όταν ο κόσμος και η φύσις έμαθαν την καταδίκη του Χριστού, συνήλθαν σε νυκτερινή σύσκεψη όλα τα δέντρα και αποφασίσανε να μη δώσουν ξύλο, για να γίνει ο σταυρός, απάνω στον οποίον θα τον σταύρωναν οι Εβραίοι. Με την απόφαση όμως όλων αυτών των δέντρων και φυτών, ένα μοναχά δεν συμφώνησε, η λοιδοριά, η οποία εδήλωσε ότι δεν θα αρνηθεί να δώσει ξύλα στους Εβραίους. Αμέσως τότε όλα τα δέντρα και φυτά τη διώξανε με φωνές από τη συνεδρίασή τους…» (περιοδικό «Μπουκέτο» Λειβαδιάς, 17/4/1930, άγνωστος συλλογέας). Επειδή η ερευνήτρια αναφέρεται συχνά μέσα στον τόμο σε υπερτοπικές συγκρίσεις και σε διεθνείς εκδοχές του ίδιου μοτίβου, επισημαίνουμε σ’ αυτό το σημείο τον κομβικό ρόλο που έχει στον «Άρχοντα των δαχτυλιδιών» του Τόλκιν η μυστική σύναξη των δέντρων, τα οποία αποφασίζουν να σταθούν εμπόδιο στον αρχετυπικό κακό Σάροουμαν.
Σημείωση: περίπου το 1910 θεωρήθηκε σημαντικό να μελετηθεί διεθνώς το πού και το πότε διαδόθηκε ένα παραμύθι προκειμένου να μελετηθεί το είδος, ιστορικά και συγκριτικά. Ετσι δημιουργήθηκε το διεθνές σύστημα ταξινόμησης Aarne και Thompson, που πήρε το όνομά του από τους εμπνευστές του, όπως το εισηγήθηκαν στο έργο «The Types of the Folktales». Βάσει του συστήματος αυτού συντάχθηκαν οι εθνικοί κατάλογοι των παραμυθιών. Στην Ελλάδα με παρότρυνση του Νικόλαου Πολίτη το έργο ανέλαβε ο Γεώργιος Μέγας, ο οποίος συγκέντρωνε τις δημοσιευμένες και αδημοσίευτες παραμυθιακές παραλλαγές και έτσι στην αναθεωρημένη έκδοση του διεθνούς καταλόγου το 1961 εκπροσωπείται και το ελληνικό παραμύθι. Η νέα διερεύνηση του υλικού ξανάρχισε κατά τη δεκαετία του 1990 με ομάδα ειδικών που υπέδειξε ο Μ. Γ.Μερακλής, η οποία αποτελούνταν αρχικά από τις Άννα Αγγελοπούλου και Αίγλη Μπρούσκου (με τη συνδρομή κατά διαστήματα των Μ.Χ. Αναστασιάδη, Ε. Γκόνη, Δ.Δαμιανού, Μ.Καπλάνογλου, Ε.Κατρινάκη, Α.Πεγκλίδου, Μ.Ζουναλή) και, στη συνέχεια, από τις Άννα Αγγελοπούλου, Εμμανουέλα Κατρινάκη και Μαριάνθη Καπλάνογλου. Αξίζει, εξάλλου, να αναζητήσει κανείς τις συλλογές με παραμύθια των Μέγα, Μερακλή, Γιώργου Ιωάννου («Παραμύθια του λαού μας», Ερμής,1973 και 2008), Κώστα Καφαντάρη («Ελληνικά λαϊκά παραμύθια», δίτομο, εκδ. Οδυσσέας 2003 και αναθεωρημένο στον Ποταμό, 2005).
- Γιαμάλ: «Πριν τα 21 θέλω να έχω Μουντιάλ, Champions League και δύο πρωταθλήματα»
- Βασίλης Μαυρογεωργίου: «Όταν με πρότειναν για τον ρόλο στον σκηνοθέτη εκείνος ούτε καν με ήξερε»
- ΗΠΑ: «Πολλοί τραυματίες» από πυροβολισμούς σε σχολείο στο Μάντισον του Ουινσκόσιν
- LIVE: Athens Kallithea – Ολυμπιακός
- Τα κλειδιά για τις δημοσκοπήσεις: πώς τις διαβάζουμε «σωστά», «η γκρίζα ζώνη» και οι πολιτικές δυναμικές
- Έπεσε και το… οχυρό των 107.000 δολαρίων για το Bitcoin