Τα κλειδιά για τις δημοσκοπήσεις: πώς τις διαβάζουμε «σωστά», «η γκρίζα ζώνη» και οι πολιτικές δυναμικές
Αναγνωρίζονται κρίσιμα λάθη αλλά κανείς δεν φαίνεται να τα «πληρώνει» στο ταμείο της κάλπης, δημοφιλείς έσονται τελευταίοι, κόμματα μπαινοβγαίνουν στη βουλή... Ειδικοί εξηγούν στο in πώς διαβάζουμε τις δημοσκοπήσεις, για να είναι εργαλείο κατανόησης της πολιτικής συγκυρίας και όχι παρανόησης της πραγματικότητας
Είναι οι δημοσκοπήσεις μία «φωτογραφία» της στιγμής; Πώς διαβάζουμε μια δημοσκόπηση βγάζοντας ασφαλή συμπεράσματα; Πώς προκύπτουν τα πολιτικά μηνύματα και πώς εξηγούνται τυχόν αντιφάσεις; Έχει σημασία ο δείκτης της αποχής ως προς τα πολιτικά συμπεράσματα και τη διαμόρφωση του πολιτικού σκηνικού;
Το in συνομίλησε με τον Στράτο Φαναρά, Πρόεδρο και Διευθύνοντα Σύμβουλο της Metron Analysis, τον Άγγελο Σεριάτο, επικεφαλής πολιτικών και κοινωνικών ερευνών της Prorata και τον Ηλία Τσαουσάκη, Πολιτικό Επιστήμονα και Σύμβουλο Στρατηγικής Επικοινωνίας, προκειμένου να «φωτιστούν» κρίσιμες πτυχές γύρω από τις μετρήσεις κοινής γνώμης, ενώ συζητήσαμε μαζί τους για την πολιτική πραγματικότητα που έχει διαμορφωθεί το τελευταίο χρονικό διάστημα.
Ηλίου φαεινότερο ότι οι μετρήσεις κοινής γνώμης αποτυπώνουν πολιτικές και κοινωνικές δυναμικές. Υπάρχουν κρίσιμα και χρήσιμα ερωτήματα, τα οποία «ανοίγουν» συχνά δρόμους για τις επόμενες κινήσεις των πολιτικών παικτών αλλά και για διορθωτικές παρεμβάσεις, προκειμένου να κερδίσουν πόντους και να καλύψουν τρωτά σημεία. Άλλωστε, ουκ ολίγες φορές, τα κομματικά επιτελεία «ιδρώνουν», αναμένοντας κατά καιρούς τα αποτελέσματα των δημοσκοπήσεων με κάποιες εξ αυτών να μην βλέπουν ποτέ το φως της δημοσιότητας.
Αξιοπιστία ερευνών και προτεραιότητες
Πώς αξιολογείται η ποιότητα μίας έρευνας;
Υπάρχουν κρίσιμες παράμετροι και όπως επισημαίνει ο Στράτος Φαναράς πάντα θα πρέπει να λαμβάνονται υπόψη: 1) η ταυτότητα μίας έρευνας, 2) το μέγεθος του δείγματος, 3) η μεθοδολογία της δειγματοληψίας και 4) το βασικότερο όλων ο αναθέτων φορέας. Μία έρευνα κατά την οποία δεν αποσαφηνίζεται ο οργανισμός ή ο φορέας ανάθεσης καθίσταται αμφιβόλου ποιότητας.
Από την πλευρά του, ο Ηλίας Τσαουσάκης υποστηρίζει ότι μία δημοσκόπηση δεν μπορεί να αποτελεί θέσφατο, διευκρινίζοντας ότι υπάρχουν τρεις βασικές προϋποθέσεις προκειμένου να «διαβάσουμε» με ασφαλή τρόπο τα συμπεράσματα που προκύπτουν από αυτή.
Κατ’ αρχάς, δεν χρειάζεται να «φουσκώνουμε» την αξία μίας δημοσκόπησης, αναγνωρίζοντας ότι, όντως, αποτελεί- αυτό που κοινώς λέγεται- μία «φωτογραφία της στιγμής». Παράλληλα, η δημοσκοπική σύγκριση πρέπει να αφορά ίδιες εταιρείες, καθώς αποτελεί λάθος να μπαίνουν στο ζύγι της σύγκρισης ανόμοια στοιχεία. Ταυτόχρονα, είναι κρίσιμο να ελέγχονται οι λεγόμενες «χρονοσειρές», προκειμένου να γίνεται αντιληπτό πώς μεταβάλλονται οι δείκτες και τα ποιοτικά στοιχεία της εκάστοτε έρευνας.
Ο Άγγελος Σεριάτος τονίζει ότι η ανάγνωση των ευρημάτων μίας έρευνας θα πρέπει να λαμβάνει υπόψη έναν δομικό εγγενή περιορισμό, που είναι ο βαθμός αβεβαιότητας απέναντι στα αποτελέσματά της. Δηλαδή, υπάρχει ένας επιστημονικά επιβεβλημένος βαθμός αβεβαιότητας που σχετίζεται με τα εύρη των ποσοστιαίων αποτυπώσεων μίας πολιτικής στάσης. Αυτό που οδηγεί; Κάποιος που δεν γνωρίζει πώς να μελετά μία δημοσκόπηση μπορεί- ακόμη και άθελα του- να αποκρύψει, να διαστρεβλώσει ή να αλλοιώσει τα αποτελέσματα της.
Δημοφιλία πολιτικών αρχηγών και εκλογική συμπεριφορά
Πολλές φορές υπάρχουν συμπεράσματα σε μία δημοσκόπηση που μοιάζουν αντιφατικά. Χαρακτηριστικό παράδειγμα το ζήτημα της δημοφιλίας των πολιτικών αρχηγών. Εύλογα μπορεί κανείς να αναρωτηθεί πώς γίνεται π.χ. στις τελευταίες μετρήσεις, ο νεοκλεγείς Πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ Σωκράτης Φάμελλος να καταγράφει πολύ υψηλά ποσοστά δημοφιλίας, τα οποία ωστόσο, είναι δυσανάλογα με την εκλογική απήχηση του κόμματος του. Πρόκειται όμως όντως για αντίφαση;
Στράτος Φαναράς, Άγγελος Σεριάτος και Ηλίας Τσαουσάκης απαντούν αρνητικά, υπενθυμίζοντας ότι κάτι τέτοιο δεν παρατηρείται για πρώτη φορά. Η δημοφιλία ενός πολιτικού προσώπου δεν αντικατοπτρίζεται στην πρόθεση ψήφου, ενώ πρόκειται για ένα φαινόμενο το οποίο έχει καταγραφεί αρκετές φορές στο πολιτικό σκηνικό. Στην περίπτωση του Σωκράτη Φάμελλου, τα υψηλά ποσοστά δημοφιλίας του οφείλονται μεταξύ άλλων στη συγκυρία εκλογής του και στο πολιτικό του προφίλ.
Επίσης, θα πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι η ανοδική πορεία του συγκεκριμένου δείκτη δεν είναι δεδομένη στις επόμενες μετρήσεις,. Επίσης, η υψηλή δημοφιλία δεν είναι από μόνη της ικανή συνθήκη για να μεταβάλλει την επιρροή ενός κόμματος. Πολύ υψηλά ποσοστά δημοφιλίας καταγράφει κατά καιρούς και ο Γενικός Γραμματέας του ΚΚΕ, που δεν αποτυπώνονται στα εκλογικά ποσοστά του κόμματος. Η εκλογική συμπεριφορά των πολιτών είναι μία πολύ πιο σύνθετη εξίσωση που έχει πάρα πολλές παραμέτρους.
Ο επικεφαλής του τμήματος πολιτικών ερευνών της Prorata εξηγεί ότι τις περισσότερες φορές δεν υπάρχει καμία συσχέτιση μεταξύ της δημοφιλίας ενός πολιτικού προσώπου και της ψήφου που λαμβάνει το κόμμα στο οποίο ηγείται. Αυτό που δείχνει ένα υψηλό ποσοστό δημοφιλίας είναι, μεταξύ άλλων, το ακροατήριο με το οποίο δυνητικά μπορεί να συνομιλεί ένα κόμμα. Πάντως, το σίγουρο είναι ότι η απόσταση μεταξύ του συνομιλείν και της ψήφου είναι χαώδης.
Η υψηλή αποχή, το «γκρίζο εκλογικό σώμα»
Ως προς το ζήτημα της αποχής, ο επικεφαλής της Metron Analysis ξεκαθαρίζει ότι «η αυξημένη αποχή είναι δείκτης αυξημένης δυσαρέσκειας προς το πολιτικό σύστημα». Συγχρόνως, τα υψηλά ποσοστά της αποτυπώνουν τις συνθήκες αστάθειας που καταγράφονται ως προς την κομματική επιρροή.
Μιλάμε άραγε για ένα περιβάλλον ρευστότητας; Το σίγουρο είναι ότι η υψηλή αποχή μπορεί να επιφέρει μεταβολές με πολλαπλούς τρόπους. Σχετικά με τις δημοσκοπήσεις πάντως, το ζητούμενο είναι να εκτιμά κανείς τα δείγματα που χρησιμοποιεί και να σταθμίζει την εκλογική συμπεριφορά των πολιτών, λαμβάνοντας φυσικά υπόψη και τον δείκτη της αποχής, προκειμένου να μην οδηγηθεί σε επισφαλή συμπεράσματα.
Από την πλευρά του, ο Άγγελος Σεριάτος αναφέρει ότι οι έρευνες καλύπτουν τον πληθυσμό που δηλώνει ότι «θα συμμετείχε στις εκλογές εφόσον αυτές πραγματοποιούνταν την επόμενη ημέρα». Βέβαια, πάντα, υπάρχει ένα τμήμα της αποχής που, ενδεχομένως, να φτάσει στην κάλπη και πιθανόν να μεταβάλλει τα εκλογικά δεδομένα.
Ο Ηλίας Τσαουσάκης υπογραμμίζει ότι η μεγάλη αποχή αποτελεί μία εκλογική συμπεριφορά με σημείο εκκίνησης τις αρχές του 2010. Ο ίδιος κάνει λόγο για ένα «γκρίζο εκλογικό σώμα», για ένα «δεύτερο εκλογικό σώμα» που δεν προσέρχεται στις κάλπες και στο τέλος της ημέρας επηρεάζει και τις ίδιες τις δημοσκοπήσεις. Κι αυτό γιατί, δεν μπορεί κανείς να προβλέψει πώς μπορεί να επηρεάσει το πολιτικό σκηνικό, το ενδεχόμενο επιστροφής αυτού του «γκρίζου» εκλογικού σώματος στις κάλπες.
Το πολιτικό σκηνικό σήμερα
Στην παρούσα φάση, διαπιστώνεται πως η φθορά της κυβέρνησης δεν είναι τέτοια, που να καθιστά επισφαλή τη θέση της. Σύμφωνα με τον επικεφαλής της Metron Analysis, όταν μία κυβέρνηση-μετά από 5 χρόνια στα ηνία της χώρας- αξιολογείται σε ποσοστά της τάξης του 30%, σημαίνει ότι «δεν βρίσκεται σε δυσμενή θέση».
Για την απουσία ενός «υποδοχέα δυσαρέσκειας» μιλά ο Ηλίας Τσαουσάκης, σημειώνοντας ότι «η ΝΔ κλυδωνίζεται, εντούτοις δεν βυθίζεται». Στην προκειμένη περίπτωση οι ψηφοφόροι βρίσκονται μεταξύ τριών δρόμων. Είτε «μετεωρίζονται», είτε «πάνε σπίτι τους», είτε κάποια στιγμή επιστρέφουν στο κόμμα που στήριζαν. Το ΠΑΣΟΚ κινείται σε ανοδική πορεία, ωστόσο, φαίνεται πως έχει ακόμη πολύ δρόμο να διανύσει.
Σύμφωνα με όλες τις μετρήσεις η πλειοψηφία των πολιτών, στην παρούσα φάση, θεωρεί ότι η κυβέρνηση δεν διαχειρίζεται ικανοποιητικά το μείζον ζήτημα της περιόδου που είναι η ακρίβεια.
Για ποιον λόγο δεν ξεχωρίζει κάποιος από ην αντιπολίτευση; Ο Άγγελος Σεριάτος υποστηρίζει ότι αυτό συμβαίνει για δύο λόγους. Ο πρώτος λόγος είναι ότι «κατακερματίζεται η ίδια η δυσαρέσκεια απέναντι στην κυβέρνηση». Ο δεύτερος αφορά το γεγονός ότι δεν υπάρχει κάποιος πολιτικός παίκτης που να μπορεί να πείσει ότι έχει μία εναλλακτική πρόταση εξουσίας. Όπως αναφέρει, το ΠΑΣΟΚ μπορεί να βρίσκεται σε ανοδική τροχιά, διόλου ευκαταφρόνητη, εντούτοις έχει να αντιμετωπίσει δύο μεγάλες προκλήσεις. Η πρώτη σχετίζεται με το γεγονός ότι το αποτύπωμα της αριστεράς τα πολιτικά πράγματα την τελευταία δεκαετία λειτουργεί ως «ανάχωμα» στην άνοδό του. Η δεύτερη, ότι δεν φαίνεται να μπορεί να εκφράσει ριζοσπαστικές τάσεις, όπως έκανε κατά το παρελθόν ο ΣΥΡΙΖΑ, κάτι, που υπό προϋποθέσεις θα μπορούσε να εκφράσει το υπερσυντηρητικό τόξο.
Εν τέλει, και οι 3 επιστήμονες καταλήγουν στο συμπέρασμα πως η φθορά της κυβέρνησης είναι παρούσα, ωστόσο, δεν υπάρχει- τουλάχιστον στην τρέχουσα φάση- συγκροτημένος ανταγωνιστικός πόλος, που να μπορεί να θέσει σε αμφισβήτηση την πρωτοκαθεδρία της.
- Μπόκα Τζούνιορς για Πελίστρι
- Ελλάδα: Η μόνη χώρα στην ΕΕ που το κόστος εργασίας μειώθηκε το γ’ τρίμηνο του 2024
- Λουίτζι Μαντζιόνε: Η ηρωοποίηση ενός δολοφόνου στα κοινωνικά δίκτυα
- Συρία: Η ΕΕ θα συζητήσει το κλείσιμο των ρωσικών βάσεων από τη νέα ηγεσία
- Λάτσιο – Ίντερ 0-6: Την ισοπέδωσε!
- Συρία: Πόσο χρυσό και πόσο συνάλλαγμα άφησε πίσω του ο Άσαντ στην κεντρική τράπεζα της χώρας