«Οι εκλογές κερδίζονται στο Κέντρο». Η φράση αυτή του Κυριάκου Μητσοτάκη θα μπορούσε να θεωρηθεί και προφητική για τον τρόπο που τόσο εκείνος όσο και ο Νίκος Ανδρουλάκης θα αντιμετωπίσουν τους κεντρώους το 2025. Οι έρευνες που διεξάγονται – φανερές και κρυφές – δείχνουν το ίδιο: ένα μέρος των ψηφοφόρων που αυτοπροσδιορίζονται ως μετριοπαθείς κεντρώοι μετακινούνται ανάμεσα σε ΝΔ και ΠΑΣΟΚ.

Κάθε επιλογή από ΝΔ και ΠΑΣΟΚ ρισκάρει την απήχησή τους σε ένα ευρύτερο ακροατήριο εκ δεξιών και αριστερών

Το δεύτερο φαίνεται πως κερδίζει την πλειονότητά τους μετά τις ευρωεκλογές, ενώ αρκετοί «παρκάρουν», για την ώρα, στη ζώνη των αναποφάσιστων. Τα δύο κόμματα που τους διεκδικούν έχουν τα δυνατά τους σημεία, καθώς στη ΝΔ γνωρίζουν πως ο Μητσοτάκης εξακολουθεί να θεωρείται ο καταλληλότερος να κυβερνήσει, ενώ στο ΠΑΣΟΚ ξέρουν πως τα κέρδη τους οφείλονται σε όσους αρχίζουν να διερευνούν την πιθανότητα μιας εναλλακτικής μεν, αλλά ρεαλιστικής δε προοδευτικής κυβερνητικής επιλογής. Για κανέναν από τους δύο η προσέγγιση δεν είναι απλή υπόθεση, αφού κάθε τους επιλογή ρισκάρει την απήχησή τους σε ένα ευρύτερο ακροατήριο, εκ δεξιών και αριστερών.

Αν τα πρώτα σινιάλα, έστω και έμμεσα, αναμένονται από Μητσοτάκη και Ανδρουλάκη στη διαδικασία του προϋπολογισμού, το ισχυρότερο αποτύπωμα θα επιχειρήσουν να το αφήσουν τη χρονιά που έρχεται, με τις αποφάσεις τους στα ορόσημα που ακολουθούν. Δεν είναι μόνο η προεδρική εκλογή, η οποία εκτιμάται ότι δεν θα φτάσει μέχρι την τελική προθεσμία της 13ης Φεβρουαρίου, αλλά θα γίνουν «αποκαλυπτήρια» μέχρι τα μέσα Ιανουαρίου.

Είναι επίσης η εκκίνηση της διαδικασίας για τη συνταγματική αναθεώρηση, που συζητήθηκε και στην πρόσφατη θεσμική συνάντηση Μητσοτάκη – Ανδρουλάκη και αναμένεται να περιλαμβάνει σημεία στα οποία αναζητείται σύγκλιση, όπως οι αλλαγές στη Δικαιοσύνη, και άλλα που η συμφωνία δεν θα είναι το ίδιο εύκολη, όπως το άρθρο 16. Επιπλέον είναι η διαχείριση της αυξημένης πλειοψηφίας που τα δύο κόμματα έχουν στην Ολομέλεια (για να περάσουν αλλαγές σε ζητήματα όπως η επιστολική ψήφος, όπου η αρχική διάθεση είναι θετική) και στη Διάσκεψη των Προέδρων, από όπου περνούν οι ορισμοί των ανεξάρτητων αρχών. Δέσμευση των δύο πλευρών είναι στο μεταξύ η πρωτοβουλία για το δημογραφικό, όπου η συναίνεση φαίνεται σχεδόν προαποφασισμένη.

Τα «ελλείμματα»

Την ώρα που η ΝΔ κινείται δημοσκοπικά στα εκλογικά όριά της – πέριξ του 30% στην εκτίμηση ψήφου – επιστρέφουν στα πρωθυπουργικά χείλη εμφατικά και σε νεκρό εκλογικά χρόνο δύο λέξεις, οι οποίες κρίνεται ότι χτυπούν ευαίσθητα αντανακλαστικά στους μετριοπαθείς: η «σταθερότητα» (πολιτική, δημοσιονομική, κοινωνική, γεωπολιτική) ως «πλεονέκτημα» της χώρας και κεκτημένο, κατά τον Μητσοτάκη, και η «θεσμικότητα», εξού και το κατηγορηματικό ξεκαθάρισμά του ότι δεν θα πειράξει τους όρους του παιχνιδιού – ούτε τον εκλογικό ορίζοντα, ούτε το εκλογικό σύστημα.

Στόχος του, να προβάλλει στα κοινά που τον οδήγησαν στις διαδοχικές νίκες του 2019 και του 2023, ότι ο ίδιος και η ΝΔ δεν θα αποτελέσουν μέρος οποιουδήποτε προβλήματος – σαν έκτακτη προσθήκη στην ευρύτερη ρητορική του «δεν υπάρχει εναλλακτική πρόταση για το μέλλον της χώρας». Κατά πληροφορίες, οι επιτελείς του Μαξίμου που αναλύουν τις κυλιόμενες μετρήσεις δεν υποτιμούν ούτε τη διείσδυση του ΠΑΣΟΚ στους κεντρώους ούτε τη σύνθεση της γκρίζας ζώνης. Και από τη στιγμή που βασικό ζητούμενο είναι η αποκατάσταση των σχέσεων εμπιστοσύνης με κοινωνικές και επαγγελματικές ομάδες, η επιχείρηση «Κέντρο» εξακολουθεί να λειτουργεί ως στρατηγικός προσανατολισμός του Μητσοτάκη, παρότι υπάρχει (και θα συνεχιστεί) η δεξιά «φροντίδα».

Οι «διορθώσεις» του Μαξίμου σε επίπεδο στρατηγικής και επικοινωνίας είναι ορατές. Και αυτές ξεκλείδωσαν, αφότου διαπιστώθηκε ότι στον κεντρώο χώρο καταγράφονται «ελλείμματα» της ΝΔ (σαν αυτά που αποτυπώθηκαν με το 28% στην ευρωκάλπη), ενόσω ανησυχητικές μαζικές κινήσεις προς τους σχηματισμούς δεξιότερα της ΝΔ δεν υπάρχουν – ούτε στο φόντο της διαγραφής του πρώην πρωθυπουργού Αντώνη Σαμαρά.

Στο πλαίσιο αυτό το νέο γαλάζιο πλάνο περιλαμβάνει τα εξής: Πρώτον, προβάλλεται ήπιο κλίμα αντιπαράθεσης με τον Μητσοτάκη να χαράζει τακτική καθαρά «πολιτικών» απαντήσεων στο ΠΑΣΟΚ – εξού και το ξεθώριασμα του μότο «πράσινος ΣΥΡΙΖΑ» που μέχρι πρότινος οι νεοδημοκράτες επιστράτευαν για να σχολιάσουν κάθε κίνηση της Χαριλάου Τρικούπη.

Δεύτερον, επιχειρείται «συναίσθηση» με την πραγματικότητα, με παραδοχές για όσα βιώνουν οι πολίτες καθημερινά, προς απόκρουση της κατηγορίας ότι η ΝΔ απομακρύνεται από τις ανάγκες και τις απαιτήσεις του μεσαίου χώρου. Τρίτον, η κυβέρνηση με δεδομένη τη φθορά της έχει ανάγκη να κρατήσει «κραδαρισμένο» τον αντίπαλο, ποντάροντας, όπως λέει κυβερνητική πηγή, «στις συγκρίσεις πολιτικών, σχεδίου, επιχειρημάτων».

Η λέξη – κλειδί

Ο Ανδρουλάκης, από τη μεριά του, έχει επιλέξει να ασκεί ρεαλιστική και κοστολογημένη κριτική στη ΝΔ, «βομβαρδίζοντας» και κοινοβουλευτικά με πρωτοβουλίες υπό τη μορφή τροπολογιών, οι οποίες απευθύνονται κυρίως στην ελάφρυνση της μεσαίας τάξης. Η ισορροπία της συναίνεσης, την οποία κοιτούν οι κεντρώοι, σταματά όταν στην κουβέντα μπαίνει η πιθανότητα συγκυβέρνησης, την οποία ο πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ απέκλεισε κατηγορηματικά, ξεκαθαρίζοντας πως το ΠΑΣΟΚ αποτελεί τον βασικό αντίπαλο της ΝΔ και όχι πιθανό της σύμμαχο.

Η Χαριλάου Τρικούπη ακολουθεί στην πραγματικότητα, στρατηγική συναίνεσης «για τα μεγάλα» ζητήματα. «Ερχονται να μου κάνουν μαθήματα αντιπολίτευσης, κάποιοι που απέτυχε τόσο ο τρόπος που κυβέρνησαν όσο και ο τρόπος που άσκησαν αντιπολίτευση (…) Δεν χρειάζεται συναίνεση η αναθεώρηση του Συντάγματος; Μόνοι μας θα την κάνουμε με 30, 40, 50 βουλευτές; Αρα, η λέξη ‘συναίνεση’ αποκτά περιεχόμενο», ανέφερε ο Ανδρουλάκης, περιγράφοντας (ONE) το μήκος κύματος στο οποίο κινείται και απαντώντας στους επικριτές του στον ΣΥΡΙΖΑ για τη συμπεριφορά που επέδειξε στο ραντεβού με τον Μητσοτάκη.

Premium έκδοση «Τα ΝΕΑ»