Και όμως η κοινωνία αναζητά αντιπολίτευση
Σε πείσμα της κυβερνητικής ρητορικής η πλειοψηφία της κοινωνίας αναζητά μια αποτελεσματική αντιπολίτευση
Σύμφωνα με ένα αφήγημα που κατεξοχήν εκπορεύεται από την πλευρά της κυβέρνησης, εάν σήμερα έχουμε μια προβληματική κατάσταση στην αντιπολίτευση οφείλεται στο γεγονός ότι η κοινωνία σήμερα δεν αναζητά αντιπολίτευση αλλά «σταθερότητα» και ως προς αυτό η σημερινή υπαρκτή αντιπολίτευση δεν έχει κάτι να προσφέρει, ούτε διαθέτει μια πειστική εναλλακτική κυβερνητική πρόταση που να την εξασφαλίζει.
Η τοποθέτηση αυτή στον πυρήνα της έχει την εκτίμηση ότι αυτό που εφαρμόζεται σήμερα ως «μείγμα» κυβερνητικής πολιτικής δεν είναι μόνο πετυχημένο και γι’ αυτό δημοφιλές, αλλά είναι και το μόνο που θα μπορούσε να υπάρξει. Κοντολογίς και να αναζητούσε κανείς εναλλακτική πολιτική δεν θα μπορούσε να τη βρει.
Αυτό βέβαια είναι μια παραλλαγή της θεωρίας «ή εμείς ή το χάος», που συχνά διατυπώθηκε και που στην συνηθέστερη διατύπωσή της έχει τη μορφή, «εάν δεν εφαρμοστούν αυτά που η κυβέρνηση προτείνει θα ξαναζήσουμε “νέο 2015”». Επιχείρημα που χρησιμοποιεί και ο πρωθυπουργός. Χωρίς βεβαίως να θέλει να δώσει κάποια εξήγηση γιατί επιμένει στο περίφημο σχήμα ότι το 2015 ζήσαμε μια καταστροφή που μπορούσαμε να είχαμε αποφύγει, όταν όλα τα δεδομένα – συμπεριλαμβανομένων και όσων γράφουν στα απομνημονεύματά τους πρωταγωνίστριες της περιόδου όπως η Άνγκελα Μέρκελ – δείχνουν ότι, δεδομένων και των συσχετισμών δυνάμεων, ο οδυνηρός συμβιβασμός του 2015 ήταν ίσως ο μόνο εφικτός και σίγουρα δεν ισχύει ότι η χώρα καταστράφηκε από τη διαπραγμάτευση που έγινε τότε.
Όμως, το θέμα δεν είναι η ιστορία. Το θέμα είναι το παρόν. Και σε αυτό το παρόν υπάρχουν δύο στοιχεία που τεχνηέντως προσπερνιούνται στη σχετική συζήτηση.
Το ένα είναι ότι η πλειοψηφία της κοινωνίας είναι δυσαρεστημένη με την κυβερνητική πολιτική. Σε όλες τις έρευνες καταγράφεται με σαφήνεια ότι οι περισσότεροι άνθρωποι πιστεύουν ότι τα πράγματα δεν πηγαίνουν προς τη σωστή κατεύθυνση, ότι δεν βλέπουν την προσωπική τους θέση να βελτιώνεται, ότι δεν έχουν μεγάλη αισιοδοξία για το μέλλον, με την κρίση κόστους ζωής να πρωταγωνιστεί ως προς τις αιτίες για αυτή τη δυσαρέσκεια.
Αυτό σημαίνει ότι η πλειοψηφία της κοινωνίας δεν συμμερίζεται το αφήγημα της κυβέρνησης – και των απολογητών της – ότι η πολιτική που εφαρμόζεται είναι η καλύτερη δυνατή. Ας το κρατήσουμε αυτό.
Το δεύτερο στοιχείο είναι ότι πρέπει να εξετάσουμε πιο προσεκτικά την αντίληψη ότι η πολιτική που εφαρμόζεται είναι η μόνη εφικτή. Είναι σαφές ότι δεν έχουν εφαρμόσει όλες οι χώρες την ίδια πολιτική, δεν έχουν κατανείμει τους φόρους με τον ίδιο τρόπο, δεν έχουν στηρίξει τον ιδιωτικό τομέα σε πεδία όπως η υγεία και η παιδεία με τον ίδιο τρόπο και δεν έχουν εφαρμόσει την ίδια μισθολογική πολιτική. Υπάρχει κάποιος λόγος που η χώρα μας είναι πολύ χαμηλά στην πραγματική αγοραστική δύναμη των μισθών ή που έχουμε μικρό ποσοστό εργαζομένων να καλύπτονται από συλλογικές συμβάσεις ή είμαστε πίσω στις επενδύσεις και στις τομές στην παραγωγικότητα. Άρα προφανώς δεν έχουμε να κάνουμε με μονοδρόμους αλλά με πολιτικές επιλογές.
Κατά συνέπεια είναι σαφές ότι δεν ισχύει ότι η κοινωνία θέλει κατά βάση την τρέχουσα κυβερνητική πολιτική.
Η κοινωνία θα ήθελε, πλειοψηφικά κιόλας, μια διαφορετική πολιτική.
Και όλα τα στοιχεία δείχνουν ότι θα μπορούσε να υπάρξει μια τέτοια πολιτική.
Ναι, όντως, η αντιπολίτευση μέχρι τώρα έχει αποτύχει να πείσει ότι όχι μόνο μπορεί να προτείνει μια τέτοια πολιτική, αλλά και να την εφαρμόσει με αποτελεσματικό τρόπο.
Όμως, η δυσπιστία για την αντιπολίτευση δεν σημαίνει και «ψήφο εμπιστοσύνης» στην κυβέρνηση. Παρά μόνο με το τίμημα μιας επικίνδυνης αλαζονείας, πλευρές της οποίας καταγράφηκαν σε αρκετές κυβερνητικές τοποθετήσεις στη διάρκεια της συζήτησης στη Βουλή για τον φετινό προϋπολογισμό.
Αυτό που συζητάμε είναι στην πραγματικότητα το βασικό σύμπτωμα πολιτικής κρίσης στην Ελλάδα – γιατί η απουσία πειστικής αντιπολίτευσης απλώς κάνει την κυβέρνηση ακόμη πιο επιθετική – αλλά και η μεγάλη πολιτική ευκαιρία για όσους στην αντιπολίτευση σκέφτονται με το βλέμμα στην κοινωνία και όχι απλώς το «όνομα στη μαρκίζα».
Γιατί σήμερα η κοινωνία θα στρατευόταν πίσω από μια πολιτική με μεγαλύτερη αναδιανομή, περισσότερη δικαιοσύνη και το πραγματικό αίσθημα ασφάλειας που γεννούν ισχυρά και αξιόπιστα δημόσια συστήματα υγείας, παιδείας και κοινωνικής ασφάλισης. Θα στήριζε ιδέες που θα ενίσχυαν και δεν θα υπονόμευαν τον ρυθμιστικό και παρεμβατικό ρόλο του δημοσίου. Θα ήθελε να δει αξιοποίηση των ευρωπαϊκών και δημόσιων πόρων με όρους επένδυσης και όχι απλώς «απορροφησιμότητας». Και όλα αυτά θα αποκτούσαν διαφορετική αξιοπιστία κερδίζοντας την εμπιστοσύνη της εάν τα έβλεπε όχι ως «ιδέες» και διακηρύξεις, αλλά ως χειροπιαστή έτοιμη προς υλοποίηση κυβερνητική πρόταση.
Αυτό σίγουρα απαιτεί και μια άλλη αίσθηση ευθύνης από όσους αναφέρονται – διακηρυκτικά τουλάχιστον – στη δυνατότητα μιας κυβερνητικής εναλλακτικής πολιτικής. Γιατί προφανώς αυτή δεν θα διαμορφωθεί μέσα από μια λογική business as usual που μας έφερε στη σημερινή κατάσταση. Απαιτεί μελέτη, αξιοποίηση ενός σημαντικού και υπαρκτού διανοητικού δυναμικού που υπάρχει, πειθαρχία στην αποφυγή μιας λογικής μάρκετινγκ. «Διπλοβάρδια» θα είναι γιατί προφανώς κανείς δεν περιμένει να κλειστούν στα γραφεία και να αφήσουν τα αναγκαία αντιπολιτευτικά καθήκοντα, όμως άλλος δρόμος δεν υπάρχει. Και προφανώς εγωισμοί, «ιδιοικτησιακές λογικές» και αυταπάτες «ανασυγκρότησης (τα κόμματα δεν αναγεννιούνται από τις στάχτες τους…) την ώρα που εμφανώς χρειάζονται νέες συσπειρώσεις και νέα σχήματα, απλώς θα δικαιώνουν την κυβερνητική αλαζονεία.
Δεν θα είναι εύκολο, αλλά σε τελική ανάλυση καμιά αυθεντική και σημαντική πολιτική αλλαγή δεν έρχεται χωρίς κόπο και σκέψη.
Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις