Το παιχνίδι της συναίνεσης και τα παθήματα που δεν έγιναν μαθήματα
Η κουβέντα περί συναίνεσης γίνεται όλο και πιο συχνή στο πολιτικό πεδίο. Ο επ. καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης στο ΔΠΘ Κώστας Ελευθερίου μιλάει στο in για τα όρια και το περιεχόμενό της.
Κάθε χρόνο τέτοια εποχή είναι σύνηθες για τα παγκόσμια λεξικά ή για μεγάλα μέσα ενημέρωσης να ανακηρύσσουν τη «λέξη της χρονιάς». Για παράδειγμα το λεξικό της Οξφόρδης αποφάνθηκε πως λέξη της χρονιάς για φέτος είναι το brain rot (μετάφραση για το «σάπιος εγκέφαλος»). Ο Economist πάλι επέλεξε μια περίεργη «κατασκευή», τη λέξη «kakistocracy», ενώ το λεξικό του Κέμπριτζ επέλεξε τη λέξη «manifest». Στην Ελλάδα πάλι, με την κουβέντα περί «συναίνεσης» να γίνεται όλο και πιο συχνή, ίσως θα ήταν καλή ιδέα η ανακήρυξή της ως λέξης της χρονιάς, καθώς δείχνει ότι θα «φορεθεί» πολύ στο εγγύς μέλλον.
Ζητώ συναίνεση!
«Ζητώ συναίνεση για το Σύνταγμα» ήταν ο πρωτοσέλιδος τίτλος του Βήματος της Κυριακής, αναφερόμενος στον πρωθυπουργό Κυριάκο Μητσοτάκη και στα όσα είπε στο συνέδριο της εφημερίδας πριν από λίγες μέρες. Ομοίως, η ίδια λέξη κυριάρχησε κατά την πρόσφατη συνάντησή του με τον πρόεδρο του ΠΑΣΟΚ, Νίκο Ανδρουλάκη, εμπλουτισμένη… χορογραφικά καθώς όπως ειπώθηκε από τον τελευταίο, η συναίνεση είναι σαν το ταγκό, θέλει πάντα δύο.
Για συναίνεση μιλούν και τα κόμματα της Αριστεράς και της Κεντροαριστεράς, στην προσπάθεια – ή μάλλον στο ευχολόγιο προς το παρόν – να δημιουργηθεί ένας πόλος προοδευτικών δυνάμεων που θα έχει τη δυνατότητα να αναμετρηθεί με την κυρίαρχη Δεξιά. Εκεί βέβαια, θα ταίριαζε περισσότερο η έννοια της συνεργασίας.
Με όρους συναινετικούς προσπαθούν να επιβιώσουν εύθραυστες κυβερνήσεις στην Ευρώπη, με το παράδειγμα της Γαλλίας να ξεχωρίζει. Όλα αυτά συμβαίνουν την ώρα που ο Τραμπισμός ως πολιτική έκφραση δείχνει να κυριαρχεί όχι μόνο στην άλλη άκρη του Ατλαντικού, αλλά και στους εν Ευρώπη θαυμαστές του, όπου μαζί με την άνοδο της Ακροδεξιάς δημιουργούν ένα άκρως εκρηκτικό μείγμα.
Μια συναίνεση από τα παλιά
Η λέξη συναίνεση δεν είναι καινούργια στην πολιτική ζωή. Απλώς επανέρχεται κατά περιόδους όταν το απαιτούν οι καιροί, όταν λόγου χάρη το πολιτικό σκηνικό βρίσκεται σε φάση απαξίωσης ή σε εποχές μεγάλων αλλαγών. Προωθείται κατά κύριο λόγο από τους έχοντες την εξουσία, στη λογική του «όσοι τάσσονται με τη συναίνεση είναι υπεύθυνοι, όσοι εναντίον είναι ανεύθυνοι». Ή τουλάχιστον λαϊκιστές – για να χρησιμοποιήσουμε άλλη μια λέξη που έχει επανέλθει στη μόδα.
«Συναίνεση σε ένα πρώτο επίπεδο, θεωρείται μια επιθυμητή κατάσταση συνεννόησης μεταξύ των πολιτικών κομμάτων σε καιρούς αβεβαιότητας, πολιτικής ρευστότητας και κρίσεων», εξηγεί στο in, o Κώστας Ελευθερίου, επίκουρος καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης στο Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης. «Στόχος της συναίνεσης είναι να επιφέρει τη σταθερότητα. Μπορούμε να θυμηθούμε ένα πρόσφατο παράδειγμα όταν ο Γιώργος Παπανδρέου μιλούσε για «συναίνεση» το 2010, λίγο πριν εισέλθει η χώρα στα Μνημόνια. Κατά συνέπεια μιλάμε για μια στρατηγική επιβίωσης όπου οι πολιτικές δυνάμεις συναντιούνται σε κρίσιμα θέματα».
Ωστόσο, αυτή τη στιγμή η χώρα μας δεν απειλείται από κάτι. Η οικονομία, σύμφωνα τουλάχιστον με την κυβέρνηση πηγαίνει απ’ το καλό στο καλύτερο, η χώρα δεν βρίσκεται σε εμπόλεμη κατάσταση, άρα προς τι η συναίνεση είναι το εύλογο ερώτημα που προκύπτει.
Εργαλειοποίηση
«Αρκετές φορές η συναίνεση εργαλειοποιείται από τους πιο ισχυρούς πολιτικούς παίκτες για να μπορέσουν να αποδυναμώσουν τους πολιτικούς τους αντιπάλους. Είναι η λογική μιας κυβέρνησης που έχει υποστεί απώλειες – εκλογικές, πολιτικές, κοινωνικές – κι επιλέγει να εμπλέξει κι άλλους ώστε να υπάρξει η διάχυση της ευθύνης», είναι η εξήγηση του κ. Ελευθερίου. «Αντίστοιχο τέτοιο παράδειγμα είναι η συγκυβέρνηση Ν.Δ., ΠΑΣΟΚ. ΔΗΜΑΡ την περίοδο των Μνημονίων η οποία ανέλαβε καθήκοντα στη λογική του να μην επιδεινωθεί κι άλλο η κατάσταση στη χώρα».
Σε περιόδους κρίσης, όπως απέδειξε και το πρόσφατο παρελθόν της χώρας, η συναίνεση βοήθησε στην άνοδο της ακροδεξιάς. Η λογική της συναίνεσης την περίοδο των Μνημονίων, η οποία βασίστηκε στο δόγμα ΤΙΝΑ (There is no alternative – Δεν υπάρχει εναλλακτική), οδήγησε ουκ ολίγους ψηφοφόρους στην εναλλακτική της Ακροδεξιάς που είχε φορέσει το μανδύα της αντισυστημικότητας.
Σήμερα, 14 χρόνια μετά τα Μνημόνια, η Ευρώπη στρίβει ολοένα και περισσότερο ακροδεξιά, την ώρα που στην Ελλάδα ο συγκεκριμένος χώρος λαμβάνει ζηλευτά ποσοστά, τόσο στις ευρωεκλογές, όσο και στις δημοσκοπήσεις, χτυπώντας το καμπανάκι στο σύστημα.
Γιατί τώρα;
Η αλήθεια είναι πως έως το προηγούμενο καλοκαίρι η κυβέρνηση δεν έδειχνε καμία διάθεση συναίνεσης. Τα αποτελέσματα των ευρωεκλογών ωστόσο, όπως επίσης και οι δημοσκοπήσεις που ακολούθησαν, την αναγκάζουν να δει τόσο το παρόν, όσο και το μέλλον υπό διαφορετικό πρίσμα. Με το 41% να είναι παρελθόν και τη ΝΔ να παλεύει πλέον να φτάσει σ’ ένα ποσοστό που θα έχει μπροστά τον αριθμό 3, είναι εύκολα αντιληπτό γιατί προτάσσεται η συναίνεση από τα κυβερνητικά χείλη.
«Η συναίνεση δεν είναι απαραίτητα κάτι κακό. Πολλές φορές αποτελεί αποτέλεσμα και μιας σύγκρουσης. Το θέμα εδώ αφορά στο περιεχόμενο της συναίνεσης», αναφέρει ο κ. Ελευθερίου. «Μιλάμε δηλαδή για συναίνεση στο να ενισχυθεί για παράδειγμα το δημόσιο σύστημα υγείας, κάτι που σύμφωνα με έρευνες συμφωνούν οι ψηφοφόροι όλων των κομμάτων;. Ή μιλάμε για συναίνεση σε θέματα που επιβάλλονται από τα πάνω και αφορούν συγκεκριμένες νεοφιλελεύθερες πολιτικές;».
Αν στο παιχνίδι της συναίνεσης ευθύνη έχει αυτός που την προτάσσει, άλλη τόση έχει κι εκείνος που συζητά γι’ αυτήν. Αυτό που εξακολουθούν να μην αντιλαμβάνονται ή έστω να υποτιμούν τα κόμματα, είναι πως η κρίση εκπροσώπησης και η απαξίωση που βιώνει το πολιτικό σύστημα συμβαίνει επειδή ακριβώς ο κόσμος ζητά ξεκάθαρες θέσεις για σειρά θεμάτων και δεν τις παίρνει, εκτός από την Ακροδεξιά.
Η βάση
«Γι’ αυτό άλλωστε και τα ποσοστά της τελευταίας ανεβαίνουν συνέχεια», τονίζει ο κ. Ελευθερίου, ο οποίος παράλληλα ξεκαθαρίζει πως «δεν υπάρχει νομιμοποιητική βάση για συναίνεση σε μια κανονική, φιλελεύθερη δημοκρατία, αν δεν συντρέχουν ακραίοι λόγοι, π.χ. ένας πόλεμος», βάζοντας με αυτόν τον τρόπο τα όρια στην έννοια και κυρίως τη χρήση της συναίνεσης.
Aν λάβουμε υπόψιν το σχετικά πρόσφατο παρελθόν, η συναίνεση όπως επιχειρείται αυτή τη στιγμή ή λειτούργησε στο παρελθόν, το μόνο που κατάφερε ήταν να οδηγήσει στην απαξίωση της πολιτικής, στην απουσία κάθε ιδεολογικού διαχωρισμού, καλλιεργώντας στη συνείδηση του κόσμου στην αίσθηση πως όλοι «είναι ίδιοι». στον κόσμο την εικόνα πως «όλοι το ίδιο είναι».
«Κάπως έτσι φτάσαμε να μιλάμε για τον καλύτερο διαχειριστή μιας υπάρχουσας κατάστασης που δεν αλλάζει και όχι για τη διεκδίκηση μιας εναλλακτικής πολιτικής απ’ αυτή που ισχύει», σημειώνει με νόημα ο κ. Ελευθερίου.
Η συναίνεση σήμερα
«Εμείς θα συνεχίσουμε την αξιόπιστη και παραγωγική αντιπολίτευση στην Βουλή και στην κοινωνία με προτάσεις. Θα πούμε τα «όχι» που πρέπει να ειπωθούν και τα παραγωγικά «ναι» γιατί πρέπει να υπάρξει πεδίο συναίνεσης με βήματα και από τις δύο πλευρές. Χωρίς τοξικότητα αλλά με παραγωγικό τρόπο», είπε ο Νίκος Ανδρουλάκης μετά την πρόσφατη συνάντησή του με τον πρωθυπουργό.
«Δεν υπάρχει περιθώριο συναίνεσης απέναντι στην ανάλγητη κυβέρνηση Μητσοτάκη», ήταν το μήνυμα του Σωκράτη Φάμελλου εκ μέρους του ΣΥΡΙΖΑ στη συζήτηση για τον προϋπολογισμό, στη λογική της άποψης που διατύπωσε ο Αλέξης Τσίπρας λίγες μέρες νωρίτερα, στο συνέδριο του «Βήματος», πως «το ζητούμενο σήμερα είναι η αντιπολίτευση και όχι η συναίνεση».
Τόσο το ΠΑΣΟΚ, όσο και ο ΣΥΡΙΖΑ ακολούθησαν τη λογική της συναίνεσης στα εξοπλιστικά, κατά τη διάρκεια της ψήφισης του προϋπολογισμού, δεχόμενα τα βέλη της Νέας Αριστεράς, η οποία καταψήφισε, με τον Αλέξη Χαρίτση να σημειώνει χαρακτηριστικά: «Θα χαλάσουμε το ευχάριστο κλίμα συναίνεσης της κυβέρνησης με το ΠΑΣΟΚ και τον ΣΥΡΙΖΑ».
Με διάθεση συναίνεσης κινήθηκε και η πρόταση της Νέας Αριστεράς για τον Χρήστο Ράμμο ως Πρόεδρο της Δημοκρατίας, βρίσκοντας τοίχο από ΣΥΡΙΖΑ και ΠΑΣΟΚ. ‘Οσον αφορά τον γ.γ. του ΚΚΕ, Δημήτρη Κουτσούμπα, αυτός ασχολήθηκε με τη συναίνεση εδώ και καιρό, από τις ευρωεκλογές κιόλας όταν καλούσε τον κόσμο να ψηφίσει το κόμμα του, καθώς όπως ανέφερε: «αν θα υπάρχουν περισσότεροι εκπρόσωποι του ΚΚΕ μέσα στη Βουλή, που θα αποκαλύπτουν νέα αντιλαϊκά μέτρα, θα χαλάνε τη σούπα της συναίνεσης κυβέρνησης ΝΔ και της βολικής για το σύστημα αντιπολίτευσης που θα κάνουν ΣΥΡΙΖΑ, ΠΑΣΟΚ και τα συμπληρώματά τους».
Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις