Στις 18 Δεκεμβρίου 2010 απεβίωσε η γαλλίδα Ζακλίν ντε Ρομιγύ (Jacqueline de Romilly), ελληνίστρια με διεθνή αναγνώριση και λαμπρές περγαμηνές στο πεδίο της αρχαίας ελληνικής γραμματολογίας.

Η Ζακλίν ντε Ρομιγύ ανάλωσε το μακρότατο βίο της στη μελέτη της αρχαίας ελληνικής γλώσσας και σκέψης, με ιδιαίτερη έμφαση στο έργο του Θουκυδίδη.


Η γεννημένη στις 26 Μαρτίου 1913 ελληνίστρια, κάτοχος της έδρας για την «Ελλάδα και τη διαμόρφωση της ηθικής και πολιτικής σκέψης» στο Collège de France από το 1973 έως το 1984, υπήρξε η δεύτερη μόλις (μετά τη Μαργκερίτ Γιουρσενάρ) γυναίκα που κατέστη μέλος της Γαλλικής Ακαδημίας, το 1988.

Η ζωή της Ζακλίν ντε Ρομιγύ, που το 1995 πολιτογραφήθηκε Ελληνίδα, ήταν μια αδιάκοπη σειρά συγγραφής και διδασκαλίας.


Το 2000 είχε κυκλοφορήσει στη χώρα μας από τις εκδόσεις Παπαδήμα το βιβλίο της Ζακλίν ντε Ρομιγύ «Ο Θουκυδίδης και ο Αθηναϊκός Ιμπεριαλισμός», σε μετάφραση της Λύντιας Στεφάνου. Η διακεκριμένη λογοτέχνιδα Μαρία Λαμπαδαρίδου – Πόθου (1933-2023), λημνιακής καταγωγής, είχε αφιερώσει στο συγγραφικό αυτό έργο ένα άρθρο της, που έφερε τον τίτλο «Το τέλος των ψευδαισθήσεων» και είχε δημοσιευτεί στην εφημερίδα «Το Βήμα» (στην ειδική έκδοση «Το Άλλο Βήμα») την Κυριακή 1η Ιουλίου 2001.


Η Μαρία Λαμπαδαρίδου – Πόθου

Ιδού όσα έγραφε η Μαρία Λαμπαδαρίδου – Πόθου αναφορικά με τη διατριβή της Ζακλίν ντε Ρομιγύ για τον κορυφαίο ιστορικό της αρχαιότητας:


Η Ζακλίν Ντε Ρομιγί, η μεγάλη κυρία των Γαλλικών Γραμμάτων, που αγάπησε όσο λίγοι φιλέλληνες τον ελληνικό πολιτισμό και αφιέρωσε τη ζωή της σ’ αυτόν, έγραψε τον παρόντα τόμο Ο Θουκυδίδης και ο Αθηναϊκός Ιμπεριαλισμός ως διδακτορική διατριβή στα χρόνια του Β΄ Παγκοσμίου πολέμου (σ.σ. το πόνημά της εκδόθηκε το 1947 υπό τον τίτλο Thucydide et l’impérialisme athénien). Και η επιλογή του θέματος ήταν μια προσωπική της ανάγκη να βρει μια απάντηση στα ερωτήματα εκείνης της σκοτεινής περιόδου. Σήμερα, 60 χρόνια μετά, συμπληρώνει: «Η πείρα των ετών που πέρασαν βεβαιώνει την ακατάβλητη δύναμη της σκέψης του Θουκυδίδη. Οι αναλύσεις του για την αυτοκρατορία της Αθήνας και για κάθε είδους αυτοκρατορία, για τους κινδύνους της φιλοδοξίας, για τη δύναμη και για το δίκαιο, εμφανίζονται με όλη την αυστηρή λογική τους και με μία συνοχή που ολοένα ενισχύεται. Προσπαθώντας να παρακολουθήσουμε από κοντά την πορεία αυτής της σκέψης, τη βλέπουμε να αναπτύσσεται και να προχωρεί έτσι ώστε να συναντά σε κάθε βήμα την εποχή μας».


Ο Θουκυδίδης, ο γιος του Ολόρου, ο μεγαλύτερος ιστορικός της αρχαιότητας

Ο καθαρός λόγος της μετάφρασης, που έγινε από τη Λύντια Στεφάνου, αποδίδει την ακρίβεια της σκέψης της Ρομιγί στις λεπτές αποχρώσεις της. Για την έννοια της λέξης «ιμπεριαλισμός» η ίδια αναφέρει ότι δεν υπάρχει αρχαία ελληνική λέξη που να αποδίδει ακριβώς το νόημα, εκτός από μία που εκφράζει την κυριαρχία, η λέξη «αρχή». Έτσι η έννοια αποδίδεται με σύνθετες εκφράσεις, όπως «οι άρχειν βουλόμενοι» (Δ’ 61.5) ή όπως «όσοι έτεροι ετέρων ηξίωσαν άρχειν» (Β’ 64.5). Επισημαίνει επίσης ότι ο ιμπεριαλισμός αρχίζει να εκδηλώνεται αμέσως μετά τους Μηδικούς Πολέμους και συνεχίζεται ως κυριαρχική πολιτική σε όλη τη διάρκεια του Πελοποννησιακού Πολέμου, ως την τελική κατάρρευση της αθηναϊκής αυτοκρατορίας με την καταστροφή του 404 π.Χ. Η ιδέα της «αρχής», η υπεράσπισή της αυταρχικά ή κατακτητικά, οδήγησε τους Αθηναίους στην τελική ήττα. Γιατί, όπως τελικά διαπιστώνει ο Θουκυδίδης, η άμετρη φιλοδοξία, η έπαρση της δύναμης, ο ηθικός εκτροχιασμός του αθηναϊκού και κάθε άλλου ιμπεριαλισμού είναι αναπόφευκτο να συντριβούν. Η λέξη «ύβρις» δεν ανήκει μόνο στον χώρο της αρχαίας μεταφυσικής και ηθικής, αλλά και σε συγκεκριμένες πολιτικές διαδικασίες, σε πολιτικές αρχές, που ξεπερνούν το μέτρο του δικαίου και της ηθικής, αυτές που μελετά με το έργο του ο Θουκυδίδης για να καταλήξει στη διατύπωση νόμων και ορισμών που ισχύουν «ες αεί».


Το πρώτο κεφάλαιο του βιβλίου Η θέση του Αθηναϊκού Ιμπεριαλισμού στο έργο του Θουκυδίδη αναφέρεται στις αιτίες του πολέμου και στην ιστορία του. Ο αθηναϊκός ιμπεριαλισμός, γράφει, εξηγεί τον πόλεμο και, ταυτόχρονα, παίζει έναν σημαντικό ρόλο στη διεξαγωγή του. Ο Περικλής δικαιολογεί την πολιτική του που είναι κυριαρχική και επεκτατική. Και η Ρομιγί επισημαίνει τις φράσεις του Θουκυδίδη, τις σχετικές με το ιμπεριαλιστικό πνεύμα που επικρατούσε: «Οι δε μειζόνων τε ωρέγοντο». Και αλλού: «Τα μεν εαυτού έχει, του πλείονος δε ορεγόμενος εκών τινι επέρχεται».

Στο δεύτερο κεφάλαιο Η μορφή του Αθηναϊκού Ιμπεριαλισμού στο έργο του Θουκυδίδη η Ρομιγί συσχετίζει και αναλύει τα διάφορα κείμενα του έργου του που μιλούν για την αθηναϊκή φιλοδοξία και την αθηναϊκή κυριαρχία. Αναγνωρίσιμα είναι τα στοιχεία που εμπεριέχονται στους λόγους του Περικλή και των άλλων αθηναίων αρχηγών, τονίζοντας τις λέξεις «τιμή», «λαμπρότης», «δόξα», «θαυμάζεσθαι». Η αθηναϊκή κυριαρχία πάλι αναγνωρίζεται στις λέξεις «ηγείσθαι», «άρχειν», «ξύμμαχος», ενώ ο Θουκυδίδης ονομάζει με μια λέξη όλους εκείνους που υποδούλωναν «δουλούν». Έτσι ολόκληρη η αθηναϊκή κυριαρχία γίνεται ένα όργανο που χρησιμοποιεί η αθηναϊκή φιλοδοξία και η αρχή γίνεται μια δύναμη επίφοβα στραμμένη προς τα έξω. Ως συμπεράσματα για το πώς κρίνει ο Θουκυδίδης τον αθηναϊκό ιμπεριαλισμό, η Ρομιγί επισημαίνει ότι, προβάλλοντας την εικόνα της αθηναϊκής φιλοδοξίας, αναγνωρίζει και την ευθύνη της Αθήνας για την έκβαση των καταστροφικών συνεπειών του πολέμου. Και ωστόσο ο Θουκυδίδης, σημειώνει η Ρομιγί, «αγαπά τη δύναμη της Αθήνας, την εγκωμιάζει με λέξεις γεμάτες συγκίνηση». Δεν παύει όμως να κρίνει την υπερβολή ή την παρεκτροπή από το δίκαιο.


Στο δεύτερο μέρος του βιβλίου εξετάζονται Οι διαδοχικές όψεις του Αθηναϊκού Ιμπεριαλισμού σε σχέση με τη γένεση του έργου του Θουκυδίδη. Το πρώτο κεφάλαιο του μέρους αναφέρεται στον Περικλή και στους περί αυτόν, στον αντίπαλό του Κίμωνα, στον Λυσία. Γίνεται εμβριθής ανάλυση των λόγων τους, ιδιαίτερα του Επιταφίου του Περικλή, και της στάσης που τήρησε έκαστος έναντι του συνεχιζόμενου πολέμου. Στο δεύτερο κεφάλαιο εξετάζεται ο Κλέων και ο ρόλος που έπαιξε στην έκβαση του πολέμου. Εμπεριέχονται Η Αποστασία της Μυτιλήνης και Η υπόθεση της Πύλου. Και περνά στο τρίτο κεφάλαιο που μιλάει για τον Αλκιβιάδη και την Πολιτική της συμμαχίας με το Άργος. Συνεχίζει με την Εκστρατεία της Σικελίας και διατυπώνει τα συμπεράσματά της. «Ο Θουκυδίδης», γράφει, «υπερτονίζοντας, ανάλογα με τις εποχές, πότε τα λάθη των μεν πότε την αξία των δε, δεν έπαψε ποτέ να χαράζει μια βαθιά τομή ανάμεσα στον Περικλή και τους διαδόχους του. Γιατί αιτία του κακού δεν είναι κανένας από αυτούς τους άνδρες, αλλά η πόλη», οι Αθηναίοι που ήθελαν ολοένα και περισσότερα.

Στο τρίτο μέρος εξετάζεται Η Ενότητα του Αθηναϊκού Ιμπεριαλισμού και η αναγωγή του σε μια γενική ιδέα. Αναλύει τον λόγο του Ισοκράτη «Περί Ειρήνης», που κρίνει τον ιμπεριαλισμό επισημαίνοντας ότι οι Αθηναίοι, έχοντας δράσει ως τύραννοι, συνάντησαν τη μοίρα των τυράννων. Η αρχή τούς διέφθειρε και μετά τους συνέτριψε. Το βιβλίο τελειώνει με την «ύβρι», φτάνοντας στο ορόσημο του 404 π.Χ., την τελική καταστροφή. Το 404 π.Χ. σημάδεψε την κατάρρευση του ιμπεριαλισμού και την ήττα της πόλης, στρέφοντας τη σκέψη των ανθρώπων προς την κατεύθυνση της καθαρής σκέψης, της φιλοσοφίας. Έτσι ξημέρωσε ο κατ’ εξοχήν αιώνας των φιλοσόφων.