Οι Λουδίτες, οι εργάτες των αρχών του 19ου αιώνα που είδαν τη μηχανή ως εχθρό και όποτε μπορούσαν την έσπαζαν, εξακολουθούν να στοιχειώνουν το συλλογικό φαντασιακό του σύγχρονου καπιταλισμού της ψηφιοποίησης και της αυτοματοποίησης. Γι’ αυτό και τόσο συχνά χρησιμοποιούνται ως αρνητικός χαρακτηρισμός όποτε οι εργαζόμενοι και τα κινήματά τους αντιστέκονται στην εισαγωγή νέων τεχνολογιών που στα μάτια τους καταργούν θέσεις εργασίας, επιδεινώνουν τη διαπραγματευτική τους ικανότητα απέναντι στους εργοδότες και υποβαθμίζουν τη θέση τους. Και αυτό γιατί θεωρείται αυτονόητο ότι θα πρέπει οι εργαζόμενοι όχι απλώς να αποδέχονται αλλά και να θεωρούν θετική κάθε τεχνολογική εξέλιξη. Άλλωστε δεν είναι η ιστορία του καπιταλισμού από τη βιομηχανική επανάσταση και μετά είναι μια ιστορία μεγάλων τεχνολογικών τομών; Όμως, όταν μιλάμε για «βιομηχανική» επανάσταση παραβλέπουμε ότι η μεγάλη επανάσταση ως προς την οργάνωση της κοινωνικής ζωής είχε προηγηθεί και αφορούσε το γεγονός ότι για πρώτη φορά είχε αναδυθεί ένας τρόπος παραγωγής που στηριζόταν στην εργασία ανθρώπων που τυπικά ήταν ελεύθεροι – σε αντίθεση με τους δούλους ή τους δουλοπάροικούς – αλλά το μόνο που μπορούσαν να κάνουν ήταν να πωλούν στον εκάστοτε εργοδότη την εργασιακή τους δύναμη.

Αυτή η εκδοχή ιστορίας του καπιταλισμού που θεωρεί ότι η βελτίωση των συνθηκών ζωής έχει να κάνει με τη διαρκή εισαγωγή νέων τεχνολογικών καινοτομιών, ουσιαστικά μια ταύτιση της ιστορικής προόδου – έννοια κατεξοχήν της νεωτερικότητας – με τη μηχανή και την τεχνολογική πρόοδο, συσκοτίζει το γεγονός ότι εάν υπήρξε βελτίωση των συνθηκών ζωής μεγάλων τμημάτων του πληθυσμού αυτό είχε να κάνει κυρίως με μεγάλα κοινωνικά κινήματα που εξασφάλισαν αναδιανομή εισοδήματος, ιατροφαρμακευτική περίθαλψη και μεγάλα δημόσια προγράμματα στέγασης, παρά με την τεχνική πρόοδο καθεαυτή – ενδεικτικές άλλωστε οι άθλιες συνθήκες διαβίωσης στις πρώτες δεκαετίες της βιομηχανικής επανάστασης.

Την ίδια στιγμή υπάρχει μια ολόκληρη ιστορία αγώνων – αλλά και ένα παράλληλο, συχνά «υπόγειο» ρεύμα σκέψης – που επιδόθηκε στην πράξη και στη θεωρία σε μια συστηματική κριτική στη μηχανή, δηλαδή στις τεχνολογίες που υποβαθμίζουν τη θέση της εργασίας και των εργαζομένων, από τις νέες μηχανές στην κλωστοϋφαντουργία που αποτέλεσαν τον στόχο της οργής των ίδιων των Λουδιτών, έως τις σύγχρονες αντιπαραθέσεις για την εισαγωγή της Τεχνητής Νοημοσύνης. Μια κριτική που έρχεται σε σύγκρουση με την παράλληλη τάση εντός της Αριστεράς ριζοσπαστικά ρεύματα όχι απλώς να ενστερνίζονται μια θετική πρόσληψη της τεχνολογικής προόδου, αλλά και να στηρίζουν το όραμά τους για μια διαφορετική κοινωνική οργάνωσης στην πλήρη εφαρμογή αυτών ακριβώς των τεχνολογικών καινοτομιών, απαλλαγμένων από το σημερινό τους καπιταλιστικό περίβλημα, με πιο χαρακτηριστικό πρόσφατο παράδειγμα το ρεύμα των λεγόμενων «Επιταχυντών» (Accelerationists), που οραματίζονται παραλλαγές ενός «πλήρως αυτοματοποιημένου πολυτελούς κομμουνισμού». Τέτοιες απόψεις θυμίζουν την παραλλαγή μαρξιστικού οικονομισμού που είδε στις παραγωγικές δυνάμεις, άρα και στην τεχνολογία, τη βασική δυναμική ιστορικής προόδου , που υποτίθεται ότι παρεμποδιζόταν από τις καπιταλιστικές σχέσεις παραγωγής.

Με αυτά τα ερωτήματα καταπιάνεται ο Γκάβιν Μιούλερ, στο βιβλίο του «Σπάζοντας πράγματα στη δουλειά. Οι λουδίτες ήξεραν γιατί μισείς τη δουλειά σου», που κυκλοφορεί αυτές τις μέρες από τις εκδόσεις Εκτός Γραμμής σε μετάφραση του Γιώργου Καλαμπόκα και του Αντώνη Φάρα. Ο Μιούλερ, όπως ξεκαθαρίζει εξαρχής, δεν γράφει ένα βιβλίο για τους Λουδίτες, παρότι αναφέρεται στην ιστορία τους και πώς αντιμετώπισαν τη μηχανή στο πρώτο κεφάλαιο του βιβλίου, αλλά για τον λουδισμό, δηλαδή την τάση των εργαζομένων να αμφισβητούν έμπρακτα την εισαγωγή νέων τεχνολογιών. Σκοπός του είναι «να κάνει τους μαρξιστές λουδίτες», δηλαδή να αναδείξει τη σημασία μιας κριτικής στην τεχνολογία σε αντιδιαστολή προς μια ορισμένη τεχνοαισιοδοξία, αλλά και «τους λουδίτες μαρξιστές», δηλαδή να συμβάλει ώστε η αμφισβήτηση των νέων τεχνολογιών να μετασχηματιστεί σε κριτική του καπιταλισμού. Ανασυνθέτει έτσι μια ιστορία κινημάτων αλλά και θεωρητικών τοποθετήσεων που άσκησαν κριτική στην εισαγωγή νέων τεχνολογιών. Εκτός από τους λουδίτες και άλλες μορφές αμφισβήτησης νέων τεχνολογιών στον 19ο αιώνα –θέλει να δείξει ότι σε πείσμα της τάσης να αντιμετωπίζεται η τεχνολογία ως πολιτικά ουδέτερη και τελικά ωφέλιμη, υπήρξαν «αιρετικές τάσεις του μαρξισμού που «που συνέχισαν να αμφισβητούν την καπιταλιστική τεχνολογία και να τιμούν τους αγώνες των εργατριών ενάντια στις μηχανές».

Ξεκινά από το «σύστημα Τέυλορ», που διεκδίκησε να εισάγει την «επιστημονική οργάνωση της εργασίας» προκαλώντας μεγάλες αντιδράσεις ανάμεσα στους ίδιους τους εργαζομένους που το είδαν ως μορφή βίαιης υπαγωγής της εργασίας στις απαιτήσεις της καπιταλιστικής κερδοφορίας, παρότι ένα μέρος του μαρξισμού, ιδίως της Β’ Διεθνούς – αλλά ως ένα βαθμό και της Γ’ Διεθνούς –θεώρησε την ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων , άρα και την τεχνική πρόοδο, ως αναγκαία συνθήκη για τον σοσιαλισμό. Υπογραμμίζει, παράλληλα, το έργο όσων μαρξιστών που επέμειναν σε μια πιο κριτική τοποθέτηση.

Ο Μιούλερ στρέφεται στο ερώτημα της αυτοματοποίησης. Ως αφετηρία διαλέγει τους στοχαστές από το ρεύμα του «επιταχυντισμού» που στην πλήρη αυτοματοποίηση βλέπουν την υλική βάση της κοινωνικής χειραφέτησης. Εξηγεί γιατί στην πραγματικότητα αυτό που συμβαίνει με την αυτοματοποίηση δεν είναι η απελευθέρωση από την εργασία, αλλά η διαρκής αναδιάρθρωση της παραγωγικής διαδικασίας και η ανασύνθεση της εργασίας που συνεπάγεται νέες πολώσεις και ανισότητες, αλλά και πυροδοτεί νέες μορφές αντίστασης, ενώ συναντήθηκε με διεκδικήσεις όπως αυτές που αφορούσαν τον ρατσισμό ή την πατριαρχία. Παρακολουθεί τις παρεμβάσεις διαφόρων στοχαστών από την Ντουναγέφσκαγια έως τον Χάρι Μπρέιβερμαν, αλλά και σύγχρονες φωνές όπως η Σόφι Λιούις, καταγράφοντας και τις επιπτώσεις, ως προς τη διαρκή επιτήρηση, και τη βάναυση εντατικοποίηση των ρυθμών εργασίας από την εισαγωγή αλγοριθμικών συστημάτων στην παραγωγή.

Ο Μιούλερ επιμένει ότι μια ορισμένη εκδοχή λουδισμού σήμερα, μια σύγχρονη κριτική στη μηχανή και μια απόρριψη της τεχνοαισιοδοξίας και πρόταξη των πραγματικών κοινωνικών αναγκών είναι σήμερα παραπάνω από συμβατή με τις αναγκαίες αλλαγές για την αντιμετώπιση της επερχόμενης κλιματικής καταστροφής, ενώ θα μπορούσε να συναντηθεί με τα αιτήματα αποανάπτυξης που διατυπώνονται στο ίδιο πλαίσιο. Θα ήταν έτσι ένα αίτημα αναγκαίας «επιβράδυνσης» στην αναζήτηση κοινωνικών σχέσεων και μορφών συνεργασίας πέρα από τον καπιταλισμό.