Και να που η έννοια της συναίνεσης επέστρεψε στο επίκεντρο της πολιτικής συζήτησης, με την κυβέρνηση να καλεί σε συναίνεση την αντιπολίτευση σε κεντρικές επιλογές της και την αντιπολίτευση να εγκαλεί την κυβέρνηση ότι δεν υιοθετεί συναινετικές επιλογές σε κρίσιμα ζητήματα.

Η συναίνεση παρουσιάζεται τις περισσότερες φορές ως αυτονόητη διάσταση μιας αντίληψης της πολιτικής ως διαχείρισης και επίλυσης προβλημάτων γύρω από τα οποία υπάρχει πρακτικά μόνον μία δυνατή λύση, που απλώς απαιτεί την ενεργοποίηση και την κινητοποίηση όλων για να εφαρμοστεί.

Σε κάποιες περιπτώσεις συνδυάζεται με την επίκληση κρίσεων ή απειλών που επιβάλλουν τη «συνεννόηση» άρα και τη συναίνεση, σε άλλες η άρρητη παραδοχή είναι ότι ούτως η πολιτική είναι προκαθορισμένη, ήδη επιβεβλημένη από τις «αγορές» ή το «διεθνές περιβάλλον» αι συζήτηση μπορεί να γίνει μόνο για τη διαχείρισή της.

Άλλωστε, ας μην ξεχνάμε ότι σε μεγάλο βαθμό η συναίνεση άρχισε να αποκτά κεντρική θέση στο πολιτικό λεξιλόγιό μας στην εποχή που το αίτημα του «εκσυγχρονισμού» και ο «ευρωπαϊκός δρόμος» αποτέλεσαν το αντικειμενικό πεδίο συγκλίσεων ανάμεσα στην κεντροδεξιά και την κεντροαριστερά, στο πλαίσιο της γενικότερης τάσης ο νεοφιλελευθερισμός να θεωρηθεί αναπόδραστη οικονομική και πολιτική ορθοδοξία.

Θα υποχωρήσει μέσα στη μεγάλη κοινωνική και πολιτική διαίρεση που θα φέρουν τα μνημόνια, για να επανέλθει σήμερα συνδυαζόμενη με την ισοπεδωτικά ανακριβή πολεμική περί «λαϊκισμού» απέναντι σε οποιαδήποτε διεκδίκηση εναλλακτικής.

Βεβαίως, αυτό που παραβλέπει η επιστροφή της συναίνεσης είναι ότι η δημοκρατία αναπνέει μέσα στην πόλωση, δηλαδή την αντιπαράθεση πολιτικών στρατηγικών που ακολουθούν τις υπαρκτές διαχωριστικές γραμμές μέσα στην κοινωνία, ενώ αντιθέτως μετασχηματίζεται σε αυταρχική μεταδημοκρατία σε ένα περιβάλλον όπου πολιτικές επιλογές με σαφές ταξικό και ιδεολογικό πρόσημο παρουσιάζονται ως μονόδρομοι.

Και βέβαια όταν υιοθετείται και από την αριστερόστροφη αντιπολίτευση τότε αυτό απλώς υπογραμμίζει τη βαθιά στρατηγική της αμηχανία, αλλά και τον κίνδυνο να διεκδικήσει η ακροδεξιά τον ρόλο της «αντισυστημικής» αντιπολίτευσης.