Γιώργος Σεφέρης: Τα γόνατα λυγίζουν εύκολα σαν το θέλουν οι θεοί
Κανείς δεν μπορεί να ξεφύγει
- Βροχή καταγγελιών για μη καταβολή δώρου Χριστουγέννων - Τι λέει η ΠΟΕΕΤ
- «Λουκέτο» σε βαριά παραβατικό ιδιωτικό σχολείο βάζει το ΥΠΑΙΘ, μετά από καταγγελίες της ΟΙΕΛΕ και γονέων
- Σύσταση καθηγητή του Χάρβαρντ σε Κίεβο: Σταματήστε τις δολοφονίες, δεν σας συμφέρουν
- Κίμπερλι Γκίλφοϊλ: Ανυπομονώ να ξεκινήσω την αποστολή μου ως πρέσβης των ΗΠΑ στην Ελλάδα
Στη μνήμη του μεγάλου Δημήτρη Ροντήρη αφιερωμένο το προ ολίγου δημοσιευθέν άρθρο μας. Από εκεί η ακόλουθη παράγραφος:
Στη διάρκεια του Εμφυλίου ήταν ο πρώτος που τόλμησε ν’ ανεβάσει ολόκληρη την «Ορέστεια» του Αισχύλου, μια τετράωρη παράσταση χωρίς καμιά περικοπή. «Ήταν μια παράσταση πολιτική πράξη, γιατί το μέγα μήνυμα της ισορροπίας, της συμφιλίωσης της τριλογίας ακούστηκε τον Σεπτέμβριο του 1949, την ίδια εβδομάδα που τελείωνε ο Εμφύλιος. Η λέξη Μητραλοίας είχε γίνει όρος στο πολιτικό λεξιλόγιο της Δεξιάς. Και στο Ηρώδειο ένας Μητραλοίας (σ.σ. μητροκτόνος, προδότης) αθωωνόταν. Αυτό δα κι αν είναι τόλμη…» (απόσπασμα απ’ το βιβλίο του Κώστα Γεωργουσόπουλου «Κλειδιά και κώδικες θεάτρου – Αρχαίο δράμα», εκδόσεις «Εστία»).
Για το μητροκτόνο Ορέστη, το γιο του Αγαμέμνονος και της Κλυταιμνήστρας, τον καταδιωχθέντα από τις φοβερές Ερινύες (τις θεές της εκδίκησης, που εντέλει εξευμενίζονται και γίνονται οι Ευμενίδες) και αθωωθέντα από τον Άρειο Πάγο χάρη στην ψήφο της Αθηνάς, έγραψε και ο Γιώργος Σεφέρης, στην ποιητική του σύνθεση «Μυθιστόρημα».
Ο Γιώργος Σεφέρης
Ιδού ο μονόλογος του ήρωα, τη μοίρα του οποίου εξουσιάζουν οι Ευμενίδες:
ΙΣΤ΄ [Στη σφενδόνη…]
όνομα δ’ Ορέστης
Στη σφενδόνη, πάλι στη σφενδόνη, στη σφενδόνη,
πόσοι γύροι, πόσοι αιμάτινοι κύκλοι, πόσες μαύρες
σειρές· οι άνθρωποι που με κοιτάζουν,
που με κοιτάζαν όταν πάνω στο άρμα
σήκωσα το χέρι λαμπρός, κι αλάλαξαν.
Οι αφροί των αλόγων με χτυπούν, τ’ άλογα πότε θ’ αποστάσουν;
Τρίζει ο άξονας, πυρώνει ο άξονας, πότε ο άξονας θ’ ανάψει;
Πότε θα σπάσουν τα λουριά, πότε τα πέταλα
θα πατήσουν μ’ όλο το πλάτος πάνω στο χώμα
πάνω στο μαλακό χορτάρι, μέσα στις παπαρούνες όπου
την άνοιξη μάζεψες μια μαργαρίτα.
Ήταν ωραία τα μάτια σου μα δεν ήξερες πού να κοιτάξεις
δεν ήξερα πού να κοιτάξω μήτε κι εγώ, χωρίς πατρίδα
εγώ που μάχομαι εδώ πέρα, πόσοι γύροι;
Και νιώθω τα γόνατα να λυγίζουν πάνω στον άξονα
πάνω στις ρόδες πάνω στον άγριο στίβο,
τα γόνατα λυγίζουν εύκολα σαν το θέλουν οι θεοί,
κανείς δεν μπορεί να ξεφύγει, τι να την κάνεις τη δύναμη, δεν μπορείς
να ξεφύγεις τη θάλασσα που σε λίκνισε και που γυρεύεις
τούτη την ώρα της αμάχης, μέσα στην αλογίσια ανάσα,
με τα καλάμια που τραγουδούσαν το φθινόπωρο σε τρόπο λυδικό,
τη θάλασσα που δεν μπορείς να βρεις όσο κι αν τρέχεις
όσο κι αν γυρίζεις μπροστά στις μαύρες Ευμενίδες που βαριούνται,
χωρίς συχώρεση.
Στη φωτογραφία του παρόντος άρθρου, ο Ορέστης καταδιωκόμενος από τις Ερινύες (ελαιογραφία του John Singer Sargent).
Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις