Ο Ιωάννης Μεταξάς και η απόπειρα για έναν ελληνικό φασισμό
Μια πρόσφατη έκδοση επιστρέφει στην εμπειρία της Μεταξικής Δικτατορίας και το ερώτημα εάν επρόκειτο για φασισμό
- «Υπάρχει θέμα» με το «De Grece» – Πυρά κομμάτων με το επίθετο που διάλεξαν οι Γλύξμπουργκ
- Βίντεο ντοκουμέντο λίγο μετά τη δολοφονία της Ράνιας στην Κρήτη - «Σκότωσα τον πατέρα μου» έλεγε ο δράστης
- Οι «must» προορισμοί για τα Χριστούγεννα - Ποιες περιοχές μαγνητίζουν το ενδιαφέρον
- «Συνεργαζόταν με Τούρκους για να με σκοτώσουν» - 10 μέρες σχεδίαζε τη δολοφονία του 52χρονου ο δράστης
Παρότι για χρόνια θεωρήθηκε ότι είχε ένα ενδιαφέρον κυρίως ιστορικό, το τελευταίο διάστημα η ερευνητική ενασχόληση με τον φασισμό έχει αποκτήσει μια ιδιαίτερη επικαιρότητα. Η παγκόσμια άνοδος της ακροδεξιάς, σε διάφορες παραλλαγές έχει αναζωπυρώσει τις θεωρητικές και ιστορικές συζητήσεις για το φασιστικό φαινόμενο.
Αυτό έχει μια μεγαλύτερη σημασία και για τη χώρα μας καθώς όχι μόνο αντιμετωπίζουμε ακόμη μια ισχυρή ακροδεξιά, αλλά και γιατί είχαμε την πρόσφατη εμπειρία μια σαφώς νεοναζιστική οργάνωση να αποκτά κοινοβουλευτική εκπροσώπηση. Και το ενδιαφέρον είναι μεγαλύτερο γιατί στη χώρα μας υπήρξε μια εκδοχή καθεστώτος που διεκδίκησε να πάρει από τον φασισμό και στοιχεία ρητορικής και στοιχεία ιδεολογίας και μια ορισμένη εκδοχή αισθητικής.
Γιατί μπορεί με συστηματικό τρόπο να καλλιεργήθηκε η εικόνα του Ιωάννη Μεταξά ως αυτού που – υποτίθεται – ότι είπε το «όχι», όμως δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι υπήρξε ένας ιδιαίτερα συντηρητικός πολιτικός, με έντονα αντικοινοβουλευτικές και αντιδημοκρατικές τοποθετήσεις, που ηγήθηκε ενός πραξικοπήματος που επέβαλε δικτατορία, που εκτός όλων των άλλων σήμαινε όχι μόνο κατάργηση βασικών ελευθεριών αλλά και μια ιδιαίτερα βάναυση μεταχείριση των πολιτικών αντιπάλων της, ξεκινώντας από τους κομμουνιστές. Και μπορεί να μην ηγήθηκε ενός μεγάλου κινήματος όπως π.χ. ο Μουσολίνι εντούτοις αρκετές από τις πολιτικές και θεσμικές επιλογές του παραπέμπουν σε σαφή διάθεση υιοθέτησης πρακτικών που έρχονται από τον φασισμό.
Από την άλλη, συχνά στη βιβλιογραφία και τη σχετική συζήτηση αμφισβητήθηκε εάν στην περίπτωση της Μεταξικής Δικτατορίας μπορούμε να μιλάμε για φασισμό με την πλήρη έννοια του όρου, κυρίως γιατί απουσιάζουν τα στοιχεία ενός μαζικού κινήματος αλλά και μιας ιδιαίτερα συνεκτικής μαζικά διαδεδομένης ολοκληρωτικής ιδεολογίας.
Σε αυτό το φόντο έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον μια πρόσφατη έκδοση. Πρόκειται για τον συλλογικό τόμο που επιμελήθηκαν ο Γιώργος Σουβλής και ο Αριστοτέλης Καλλής, με τίτλο «Το μεταξικό πείραμα εκφασισμού της ελληνικής κοινωνίας (1936-1941)» που πρόσφατα κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Αλεξάνδρεια.
Η αφετηρία του βιβλίου είναι η διαπίστωση ότι παρότι στην Ελλάδα του μεσοπολέμου δεν καταγράφηκε κάποιο μεγάλο και με αξιώσεις μεγάλης επιρροής φασιστικό κίνημα – χωρίς αυτό να μειώνει την απήχηση αντικοινοβουλευτικών, αυταρχικών και συντηρητικών ιδεολογιών – εντούτοις γύρω από τη Μεταξική δικτατορία μπορεί να διαπιστωθεί μια «σοβαρή προσπάθεια να εμπλακεί με πλευρές της συγκαιρινής της φασιστικής εμπειρίας».
Ο Αριστοτέλης Καλλής στο δικό του κείμενο με τίτλο «Ο διεθνής φασισμός και η γοητεία του “Τρίτου Δρόμου” στην Ελλάδα του μεσοπολέμου» εξετάζει αναλυτικά πώς μια σειρά από τοποθετήσεις που αναζητούσαν έναν «Τρίτο Δρόμο» πέραν του δίπολου Αριστεράς-Δεξιάς, που διαμόρφωσαν το ιδεολογικό πεδίο που από όπου αναδύθηκε ο φασισμός, είχαν πραγματική απήχηση και στην Ελλάδα. Αυτό φαινόταν όχι μόνο στις ιδεολογικές αναζητήσεις του ίδιου του Μεταξά, αλλά και στον τρόπο που συζητιόταν το ενδεχόμενο πραξικοπημάτων και δικτατοριών και μιας ευρύτερης απόρριψης του κοινοβουλευτισμού, στο ιδιαίτερο περιβάλλον πολιτικής και ιδεολογικής κρίσης που ακολούθησε τη Μικρασιατική Καταστροφή.
Ο Γιώργος Σουβλής, που στηρίζεται θεωρητικά στις αναλύσεις του Ντύλαν Ρίλεϊ για το φασισμό και τους τρόπους που αναζήτησε νομιμοποίηση, στρέφεται στους στοχαστές που προσπάθησαν να διαμορφώσουν ένα θεσμικό σχήμα για τη Μεταξική Δικτατορία, μέσα από το παράδειγμα του νομικού Νικολάου Κούμαρου, σχήμα που τους οδηγούσαν να αναζητούν τρόπους σκέψης αλλά και θεσμικές λύσεις στα φασιστικά καθεστώτα.
Η Δήμητρα Τζανάκη από τη μεριά της εξετάζει το πώς το μεταξικό καθεστώς δοκίμασε να παράγει μια ορισμένη εκδοχή θηλυκότητας (μαζί με μια εκδοχή αρρενωπότητας), εντοπίζοντας ταυτόχρονα τις αντινομικές και αντιφατικές πλευρές αυτής της παραγωγής της θηλυκότητας, καθώς η παραγωγή ενός «νέου» τύπου γυναίκας από οργανώσεις όπως η ΕΟΝ ερχόταν σε σύγκρουση με την ίδια την παράδοση την οποία προσπαθούσε να διατηρήσει και υπηρετήσει.
Ο Γιάννης Στάμος στρέφεται στο αίτημα για έναν «Τρίτο Ελληνικό Πολιτισμό» που προσπάθησε να προωθήσει το μεταξικό καθεστώς ως απάντηση στην εμφανή κρίση της Μεγάλης Ιδέας μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή. Με αυτόν τον τρόπο – και μέσα από την αναλυτική καταγραφή της στάσης διαφόρων διανοουμένων απέναντι στο αίτημα του «Τρίτου Ελληνικού Πολιτισμού – ο Στάμος υπογραμμίζει και το πώς αυτή αποτύπωσε μια πραγματική φασιστική δυναμική του μεταξικού καθεστώτος αλλά και τη σημασία μιας εκδοχής «ελληνικότητας» που θα αφήσει το ίχνος της και σε μετέπειτα διανοητικές διαδρομές.
Από τη μεριά της η Δήμητρα Τζανάκη στέκεται στο πώς μέσα στην ιδεολογία του μεταξικού καθεστώτος συναντάμε έναν ισχυρό πυρήνα μιας λευκής αποικιοκρατικής λογικής, στοιχείο που άλλωστε συναντάμε και στα υπόλοιπα φασιστικά καθεστώτα. Ιδιαιτέρως υπογραμμίζει τον τρόπο που προωθήθηκε σε αυτό το πλαίσιο και μια εκδοχή κοινωνικής και σεξουαλικής υγιεινής με ανοιχτά ευγονικό χαρακτήρα.
Τέλος, ο Βασίλης Μπογιατζής στρέφεται στη διαμόρφωση της κοσμοθεωρίας του ίδιου του Ιωάννη Μεταξά και τον τρόπο που έλκεται από τις εκδοχές συντηρητικής σκέψης που αναδύονται σε μια συγκυρία «κρίσης της νεωτερικότητας» για να καταλήξει μέσα από τον αντικοινοβουλευτισμό και τον αντιφιλελευθερισμό του στην αναγνώριση της φασιστικής ιδεολογίας ως σημείου αναφοράς. Σημειώνει, ταυτόχρονα, πώς μέσα σε ένα περιβάλλον πολιτικής και ιδεολογικής κρίσης ένα ευρύτερο φάσμα διανοουμένων γοητεύονταν από τέτοιους τρόπους.
Συνολικά ο τόμος έρχεται να υπενθυμίσει ότι το «Μεταξικό πείραμα» δεν ήταν απλώς μια ιστορική ανορθογραφία. Αντιθέτως, προέκυψε μέσα σε μια ορισμένη κρισιακή και μεταβατική συγκυρία, ως ένα «καθεστώς έκτακτης ανάγκης» που αποπειράθηκε μια διαδικασία εκφασισμού της ελληνικής κοινωνίας μέσα από μια ορισμένη διαχείριση του εθνικισμού, του συντηρητισμού και του αντικοινοβουλευτισμού. Ως τέτοιο αποτύπωσε βαθύτερες πολιτικές και ιδεολογικές δυναμικές που άλλωστε εξηγούν γιατί πολιτικά και ιδεολογικά στοιχεία του μεταξικού καθεστώτος όπως και μεγάλο μέρος του πολιτικού αλλά και διανοητικού του προσωπικού θα παίξουν καθοριστικό ρόλο στη διαμόρφωση αυταρχικού μετεμφυλιακού καθεστώτος του «κράτους των εθνικοφρόνων», αλλά και θα αφήσουν ίχνη που είναι ακόμη ορατά σε αρκετές από τις παραλλαγές μιας συντηρητικής, εθνικιστικής, ρατσιστικής και πατριαρχικής πολιτικής ιδεολογίας που τροφοδοτεί την σημερινή άνοδο της ακροδεξιάς (που ουδέποτε σταμάτησε να κρύβει τον θαυμασμό της για τον Ιωάννη Μεταξά).
Από την άλλη, αυτή η επιστροφή στην εμπειρία της μεταξικής δικτατορίας, έρχεται να υπενθυμίσει ότι οι απόπειρες εκφασισμού δεν προκύπτουν ως «κεραυνός εν αιθρία», ούτε ως ιστορικές παρεκτροπές, αλλά μέσα από σταδιακές μετατοπίσεις των όρων άσκησης πολιτικής αλλά και των τοποθετήσεων που κυριαρχούν στη δημόσια σφαίρα. Και μπορεί οι συνθήκες σήμερα να είναι διαφορετικές, έτσι ώστε δύσκολα να μπορούν να σταθούν δυνάμεις με ανοιχτά και ρητά αντικοινοβουλευτικό χαρακτήρα (αντιθέτως οι παραλλαγές της ακροδεξιάς εκμεταλλεύονται τους «κανόνες του κοινοβουλευτικού παιχνιδιού), όμως ο κίνδυνος να μετατοπιστεί η πραγματική θεσμική συνθήκη σε μια πολύ πιο αυταρχική και στον πυρήνα της αντιδημοκρατική κατεύθυνση είναι υπαρκτός, ξεκινώντας από το πώς αναπαράγονται διαρκώς «καταστάσεις εξαίρεσης» από τις αντιμεταναστευτικές και αντιπροσφυγικές πολιτικές.
Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις