Ο Πρώην Σύμβουλος Εθνικής Ασφάλειας ΗΠΑ, Χένρι Κίσινγκερ, είχε πει κάποτε ότι οι αμερικανικές μυστικές επιχειρήσεις για τους Κούρδους δεν πρέπει να συγχέονται με ιεραποστολικό έργο. Οι τελευταίες εξελίξεις δείχνουν ότι είχε δίκιο.

Φαίνεται πως η Ουάσιγκτον να δίνει σιγά σιγά απάντηση στο ερώτημα τι θα κάνουν οι ΗΠΑ στη Συρία έναντι των Κούρδων συμμάχων μετά την νίκη των τζιχαντιστών και των υποστηρικτών τους Τούρκων στον Εμφύλιο της Συρίας.

Οι κουρδικές ομάδες πρέπει να αφοπλιστούν και να ενσωματωθούν στη δομή εθνικής ασφάλειας

Ειδικότερα, μετά από συνάντηση την Παρασκευή 20 Δεκεμβρίου, του ηγέτη της τζιχαντιστικής οργάνωσης Χαγιάτ Ταχρίρ αλ-Σαμ, Αμπού Μοχάμεντ αλ Τζουλάνι, και της υφυπουργού εξωτερικών των ΗΠΑ αρμόδιας για τις υποθέσεις της Εγγύς Ανατολής, Μπάρμπαρα Λιφ, οι εξελίξεις τρέχουν:

Η Λιφ, όχι μόνο ανακοίνωσε στους δημοσιογράφους στη Δαμασκό ότι η Ουάσινγκτον βγάζει ουσιαστικά τον Τζουλάνι από τη λίστα των τρομοκρατών, αποσύροντας την ανταμοιβή που είχε εκδώσει για όποιον τον παρέδιδε, περιέγραψε τις επαφές τους ως «καλές» και «πολύ παραγωγικές».

Αλλάζουν οι καιροί

Σε σχετικό πλαίσιο, όμως όμως, η Λιφ δήλωσε ότι η Ουάσινγκτον συνεργάζεται με την Άγκυρα και τις κουρδικές δυνάμεις (SDF για να βρεθεί «μια ελεγχόμενη μετάβαση όσον αφορά τον ρόλο των Δημοκρατικών Δυνάμεων της Συρίας (Κούρδους) σε αυτό το τμήμα της χώρας».

Ωστόσο, αμέσως μετά ήρθε και η ψυχρολουσία από την Αμερικανίδα διπλωμάτισσα.

«Οι συνθήκες που οδήγησαν τους Κούρδους στη βορειοανατολική Συρία να οργανωθούν και να υπερασπιστούν τους εαυτούς τους όπως έκαναν, ήταν ένα σύνολο συνθηκών και τα πράγματα έχουν πραγματικά αλλάξει με πολύ δραματικό τρόπο», είπε. Η δήλωσε αυτή προκαλεί ερωτήματα, ως προς τι εννοεί η Λιφ. Άραγε έχουν αλλάξει τα πράγματα ώστε να αναγκαστούν οι Κούρδοι να καταθέσουν τα όπλα και να υποταχτούν στη τζιχαντιστική νέα κυβέρνηση της Συρίας;

Καταθέστε τα όπλα, λεέι το Βερολίνο στους Κούρδους

Κάτι τέτοιο φαίνεται να επιβεβαιώνει μια άλλη παραδοσιακά τουρκόφιλη χώρα, η Γερμανία. Την ίδια μέρα που η Λιφ έδινε τα χέρια με τους τζιχαντιστές, η Γερμανίδα υπουργός Εξωτερικών Ανναλένα Μπάερμποκ θα συναντούσε τον Τούρκο ομόλογό της στη Άγκυρα, Χακάν Φιντάν.

Στη συνέντευξη Τύπου, η Μπάερμποκ θα ζητούσε να αφοπλιστούν οι κουρδικές πολιτοφυλακές στη Συρία και να ενταχθούν στις νέες κυβερνητικές δυνάμεις ασφαλείας της Συρίας. Μιλώντας σε συνέντευξη Τύπου, ο Ανναλένα Μπάερμποκ είπε ότι η ασφάλεια των Κούρδων είναι απαραίτητη για μια ελεύθερη Συρία, αλλά ότι οι ανησυχίες της Τουρκίας για την ασφάλεια πρέπει επίσης να αντιμετωπιστούν για να διασφαλιστεί η σταθερότητα. «Οι κουρδικές ομάδες πρέπει να αφοπλιστούν και να ενσωματωθούν στη δομή εθνικής ασφάλειας», είπε.

Υπενθυμίζεται ότι στη Συρία, το κουρδικό κόμμα PYD έχει δηλώσει ρητά ότι δεν επιδιώκει ανεξάρτητο κράτος, αλλά περιφερειακή αυτονομία εντός των συνόρων της Συρίας. Οι Κούρδοι ζητούν κάποιας μορφής περιφερειακή αυτονομία, αυτοδιοίκηση εντός των ορίων του κράτους και κατοχύρωση δικαιωμάτων, όπως αναγνώριση ταυτότητας και γλώσσας.

Ωστόσο, το γεγονός ότι τη διακυβέρνηση του κράτους ανέλαβαν οι τζιχαντιστές, δηλαδή οι εχθροί τους –όπως και όλων των δυτικών δημοκρατιών υποτίθεται- μόνο ασφάλεια δεν μπορούν να αισθάνονται στη περιοχή.

Μια ιστορία από αμερικανικά «κρεμάσματα» των Κούρδων

Η προεδρία Ρόναλντ Ρέιγκαν είχε υποστηρίξει τον Σαντάμ κατά στον πόλεμο με το Ιράν τη δεκαετία του 1980. Οι ΗΠΑ στήριξαν σημαντικά το καθεστώς Σαντάμ, το οποίο εξαφάνισε χιλιάδες Κούρδους με τη χρήση χημικών όπλων το 1988.

Οι Ρεπουμπλικάνοι, με μπροστάρη τον Ρεπουμπλικάνος Βουλευτής Μπιλ Φρένζελ , αρνήθηκαν να ψηφίσουν νομοσχέδιο κυρώσεων ενάντια στον Σαντάμ. «Δεν μπορώ να δω κάτι στο νομοσχέδιο [για κυρώσεις ενάντια στο Ιράκ] που να αποτρέπει να χυθεί αίμα. Περισσότερο τις ΗΠΑ θα βλάψει παρά τους δράστες της εικαζόμενης γενοκτονίας» είχε δηλώσει ο Μπιλ Φρένζελ.

Το 1991, ο πρόεδρος Τζορτ Μπους κάλεσε τους Σιίτες του νότιου και τους Κούρδους του βόρειου Ιράκ να εξεγερθούν εναντίον του Σαντάμ Χουσεΐν. Οι Κούρδοι αφέθηκαν στη μοίρα τους και συνετρίβησαν από τον στρατό του Σαντάμ. Αργότερα, ο πρόεδρος Μπους δήλωσε: «Δεν έχω παραπλανήσει κανέναν για τις προθέσεις των ΗΠΑ. Ενώ η ρητορική Μπους μπορεί να ενθάρρυνε τους αντάρτες, πραγματική πρόθεσή μας ήταν να αφήσουμε στη Βαγδάτη αρκετή ισχύ ώστε να επιβιώσει για να απειλεί το [εχθρικό στις ΗΠΑ] Ιράν» έλεγε ο Κόλιν Πάουελ, υπουργός Εξωτερικών ΗΠΑ.

Αρκετά χρόνια αργότερα ο Τζορτζ Μπους ο νεώτερος θα υποσχόταν πως «Η καταπίεση των Κούρδων […] θα τελειώσει, η μακρά αιχμαλωσία του Ιράκ θα τελειώσει και θα αρχίσει μια εποχή νέας ελπίδας». Ωστόσο, μετά την εισβολή των αμερικανικών δυνάμεων στο Ιράκ το 2003, η χώρα βυθίστηκε στο χάος με εκατοντάδες χιλιάδες νεκρούς. Οι Κούρδοι δεν αποκαταστάθηκαν, ενώ το 2007, οι ΗΠΑ έδωσαν το «πράσινο φως» στον Ερντογάν να βομβαρδίσει τους Κούρδους του βόρειου Ιράκ.

Ο Κίσιγνκερ θα έλεγε με δικά του λόγια αυτό που είχε διατυπώσει τον 19ο αιώνα ο υποκόμης Πάλμερστον: «Τα έθνη δεν έχουν σταθερούς φίλους ή εχθρούς. Έχουν μόνο σταθερά συμφέροντα».

Η αναγόρευση σε εξαιρετικό συνομιλητή του μέχρι πρώτινος επικηρυγμένου τρομοκράτη και μέλους του δικτύου που χτύπησε τις ΗΠΑ τον Σεπτέμβριο του 2001, είναι το πιο φανταστικό παράδειγμα.