Αντί της Ευρώπης – Ο Κοζέβ και η Λατινική Αυτοκρατορία
Μια πολιτική πρόταση του φιλοσόφου Αλεξάντρ Κοζέβ γραμμένη πριν 80 χρόνια παρέχει γόνιμους προβληματισμούς για τη σημερινή ΕΕ και το παγκόσμιο γίγνεσθαι.
- Οι πρώτες συναντήσεις της συζύγου του αστυνομικού της Βουλής με τις τρεις κόρες της - Τι της είπαν
- Μηχανική βλάβη σε πλοίο με 115 επιβάτες - Επέστρεψε στον Πειραιά
- Στο στόχαστρο της αστυνομίας τρία άτομα που χειροκροτούσαν τον μακελάρη στο Μαγδεμβούργο
- Αμερικανικό μαχητικό καταρρίφθηκε κατά λάθος από αμερικανικό καταδρομικό
Όποιος δοκιμάσει να αναμοχλεύσει συζητήσεις σήμερα για τα ταραχώδη χρόνια του Μνημονίου στην Ελλάδα, πιθανότατα θα δυσκολευτεί να κεντρίσει το ενδιαφέρον των συνομιλητών του. Η αρχή αυτής της εποχής αφορά πια έναν ριζικά διαφορετικό κόσμο, όσο διαφορετική ήταν η συνθήκη του 2000 σε σχέση με αυτή του 1985 και του 2015. Τα διλήμματα και τα θέματα που διαμόρφωναν και καθόριζαν τις πολιτικές συγκρούσεις, μοιάζουν πια ανεπίκαιρα, κειμήλια μιας ξεχασμένης εποχής που πολλοί -λανθασμένα μάλλον- επιλέγουν να πιστέψουν ότι δεν θα μας ξαναστοιχειώσει άμεσα. Όμως οι ιστορικές εποχές τείνουν να συνδέονται ανορθόδοξα, αναζητώντας θέσεις κι απαντήσεις σε φαινομενικά άσχετες μεταξύ τους συγκυρίες. Κι έτσι, όταν το 2013 ο Ιταλός φιλόσοφος Τζόρτζιο Αγκάμπεν ανέσυρε από τα βάθη της λήθης την ξεχασμένη (γεω)πολιτική πρόταση της «Λατινικής Αυτοκρατορίας» του τεθνεώτος προ πεντηκονταετίας συναδέλφου του, Αλεξάντρ Κοζέβ, που πρόσφατα ξαναβρέθηκε στα βιβλιοπωλεία από τις εκδόσεις έρμα, σε μετάφραση της Ιφιγένειας Καμτσίδου και επιλεγόμενα του Γιώργου Μερτίκα. δεν την παρουσίαζε πια ως το προσχέδιο διαμόρφωσης μιας διαφορετικής Ευρώπης πάνω στα συντρίμμια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, αλλά ως μια απάντηση στην ευρωπαϊκή κρίση, βασισμένη στη διαφορά αντί της ομογενοποίησης.
«Όχι μονάχα δεν έχει κανένα απολύτως νόημα να ζητήσεις από έναν Έλληνα ή έναν Ιταλό να ζει σαν Γερμανός, αλλά ακόμα και όταν αυτό θα μπορούσε να καταστεί δυνατό, θα κατέληγε στην εξαφάνιση της πολιτιστικής κληρονομιάς, που πάνω και υπεράνω όλων, αποτελεί έναν τρόπο ζωής» έγραφε χαρακτηριστικά ο Αγκάμπεν σύμφωνα με την προσεκτική μετάφραση του Βαγγέλη Σταυρόπουλου στο Αντίφωνο.
Σήμερα η έκκληση του Αγκάμπεν μοιάζει παράταιρη. Η γερμανική ηγεμονία επιβίωσε επί της ΕΕ, συνεχίζοντας το ομογενοποιητικό έργο της επιβολής του τουρμποκαπιταλισμού απ’ άκρη σε άκρη της Γηραιάς Ηπείρου, ακόμα κι αν το τίμημα είναι η εκθετική αύξηση της εντροπίας. H καθοδική τάση των εξαγωγών τις τελευταίες δύο δεκαετίες, η οικονομική στασιμότητα στον πάλαι ποτέ κραταιό βιομηχανικό γίγαντα της ένωσης, ο επικείμενος εκτοπισμός της από το παγκόσμιο εμπόριο οχημάτων και τεχνολογιών ενέργειας του μέλλοντος συναντιούνται τώρα με την πληθωριστική έκρηξη και την απειλή του πολέμου στο βάθος. Παρ’ όλα αυτά και με παράδοξο τρόπο, η αμφισβήτηση για την αρχιτεκτονική και τις ισορροπίες στο ευρωπαϊκό οικοδόμημα, μειώνεται αντί να αυξάνει.
Μπορεί να πήρε σάρκα και οστά σε διαφορετικές φάσεις, αλλά το ευρωενωσιακό οικοδόμημα είναι κατ’ εξοχήν συνυφασμένο με την μεταπολεμική Ευρώπη, ψυχροπολεμική και μη. Η πρωταρχική και πιο εμφανής αξία της «Λατινικής Αυτοκρατορίας» είναι μάλιστα ότι εν έτει 1945 όταν και γράφτηκε από τον Κοζέβ, κατάφερε να διαγνώσει τις τάσεις του μεταπολεμικού κόσμου πριν ακόμα αυτές αποκρυσταλλωθούν σε πολιτικό πρόγραμμα.
Στην πρόταση που απεύθυνε στη γαλλική εξουσία υπό τη μορφή αυτής της έκθεσης το 1945, ο Κοζέβ πέτυχε μια εντυπωσιακή διάγνωση αυτού που θα χτιζόταν πάνω στα συντρίμμια του πολέμου. Διείδε με μια ασύγκριτη ενάργεια τον κύκλο των εθνών-κρατών να κλείνει και την πανανθρώπινη υπερσυνοριακή εξουσία που υπόσχονταν οι υποστηρικτές του κομμουνιστικού κινήματος να μην έχει ωριμάσει αρκετά για να επιτευχθεί – εξ ου και η απρόσμενη εκτίμηση του ακαθόριστα προοδευτικού Κοζέβ στο πρόσωπο του Στάλιν, ο οποίος σύμφωνα με τον ίδιο, κατάλαβε αυτή τη συνθήκη και επιδίωξε τη στρατηγική που εισηγείται και ο ίδιος στη «Λατινική Αυτοκρατορία»: την προώθηση των συνασπισμών κρατών στη βάση της πολιτισμικής και θρησκευτικής συγγένειας, αντί μιας πορείας που εξακολουθεί να βασίζεται στην αυτονομία του έθνους-κράτους.
Το σχήμα του Κοζέβ είναι σχετικά απλό ή για την ακρίβεια, καθαρό: τον μεταπολεμικό κόσμο θα όριζε η σύγκρουση μεταξύ των δύο μεγάλων τέτοιων συνασπισμών που ήδη είχαν πάρει σχήμα την επομένη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, τον αγγλοσαξονικό κόσμο από τη μία, το ανατολικό μπλοκ από την άλλη. Οποιοδήποτε κράτος δεν είχε ενεργό συμμετοχή σε κάποιον από αυτούς τους συνασπισμούς, θα ήταν αναγκαστικά υποτελές στη βούλησή τους.
Παράλληλα, στην Ευρώπη, καταλύτης των εξελίξεων θα ήταν το πρόβλημα της Γερμανίας, που λόγω ενός ιστορικού αντισλαβισμού και ενός πιο πρόσφατου αντικομμουνισμού θα αδυνατούσε να προσκολληθεί στο ανατολικό μπλοκ, ενώ η ήττα της «εθνικής στρατηγικής» που εκπροσωπούσε ο επεκτατισμός του Τρίτου Ράιχ (και η οποία, σύμφωνα με τον Κοζέβ, ερχόταν με μια καθυστέρηση 150 ετών σε σχέση με τα άλλα ευρωπαϊκά κράτη), θα την καθιστούσε πλέον ανίκανη να ακολουθήσει αυτόνομη στρατηγική.
Ήταν έτσι τρόπον τινά καταδικασμένη να γίνει το μακρύ χέρι της αγγλοσαξονικής συμμαχίας στην Ήπειρο, εντείνοντας την κυριαρχία της και δημιουργώντας δυσμενείς συνθήκες για τη Γαλλία, που βρίσκεται στο επίκεντρο της πρότασης του Κοζέβ – όπως υποδηλώνει άλλωστε με σαφήνεια και ο υπότιτλος «Σχεδίασμα ενός δόγματος για τη γαλλική πολιτική».
Είναι δύσκολο να μην δούμε στον φιλοπόλεμο ζήλο της απερχόμενης (με διαφαινόμενες καταστροφικές συνέπειες) κυβέρνησης Σολτς υπέρ των αμερικανικών σχεδιασμών τις προβλέψεις του Κοζέβ όχι απλά να έχουν επιβεβαιωθεί, αλλά να επιμένουν 80 χρόνια αργότερα. Μπορούμε επίσης να ανακαλέσουμε την κάπως δουλική απάντηση της Άνγκελα Μέρκελ προ ετών ότι «είναι απαράδεκτο να κατασκοπεύεις τους φίλους σου» όταν διαπιστώθηκε η παρακολούθηση των τηλεφώνων της ίδιας και του Φρανσουά Ολάντ από τις αμερικανικές μυστικές υπηρεσίες.
Περισσότερο απ’ όλα, μπορούμε να δούμε την ίδια την ακλόνητη υποταγή της ηγεμονευόμενης από τη Γερμανία, ΕΕ στο αμερικανικό στρατιωτικό δόγμα, ακόμα κι εκεί που οι συνέπειες έχουν χτυπήσει γεωγραφικά στη δική της πόρτα, όπως συμβαίνει με την Ουκρανία που εξελίσσεται πλέον αδιαμφισβήτητα στο Αφγανιστάν της Ευρώπης.
Η αντιπρόταση του Κοζέβ ήδη από το 1945 ήταν να φτιαχτεί ένας συνασπισμός κρατών που λόγω της περιορισμένης ισχύος του δεν θα είχε αξιώσεις επεκτατισμού, αλλά θα αποτελούσε έναν αρκετά ισχυρό παράγοντα που δεν θα μπορούσε να αγνοηθεί στους ανταγωνισμούς μεταξύ των δύο μεγάλων μπλοκ που θα όριζαν τον μεταπολεμικό κόσμο. Παράλληλα, θα κατάφερνε να υπερκεράσει την τάση της Γερμανίας για ηγεμονία στη Γηραιά Ήπειρο, ενώ θα αναχαίτιζε και την τάση της να προσκολληθεί στην αγγλοσαξονική πλευρά, ουσιαστικά εξαναγκάζοντάς την να βρεθεί σε δορυφορικό ρόλο ως προς τη νεοσύστατη Λατινική Αυτοκρατορία με ηγεμονική δύναμη τη Γαλλία και συμμάχους την Ισπανία, την Ιταλία και πιθανώς την Πορτογαλία.
Δεν μπορούμε να ξέρουμε σήμερα αν η πρόταση του Κοζέβ θα μπορούσε να υλοποιηθεί ή πώς θα εξελισσόταν ο μεταπολεμικός κόσμος αν το lobbying που έκανε με την έκθεση ανά χείρας σε Γάλλους πολιτικούς της εποχής πετύχαινε στον σκοπό του. Ίσως δεν έχει καν σημασία, πέρα από το αξιοπερίεργο της υπόθεσης να εντυπωσιαζόμαστε από την επιβεβαίωση των τόσο μακρινών προβλέψεών του για την πορεία των πραγμάτων.
Αυτό που έχει σημασία είναι ότι τα στοιχεία γεωπολιτικών ανταγωνισμών που περιέγραψε εξακολουθούν να αποτελούν τη βασική αιτία των κραδασμών στο υπέδαφος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η οποία φιλοδοξεί να επεκταθεί περαιτέρω αγνοώντας τα εσωτερικά της προβλήματα. Ως εκ τούτου, συνιστά μέχρι σήμερα και μια πρόσκληση να ξεφύγουμε για λίγο από την κενόδοξη συνθηματολογία που συνιστά τη ρητορική των Ευρωπαίων ηγετών και να προβάλλουμε τη σημερινή συνθήκη σε μεγαλύτερους ιστορικούς κύκλους που αποδεικνύονται πολύ περισσότερο γόνιμοι και διαφωτιστικοί.
Υπάρχει όμως και μία ακόμα πτυχή της «Λατινικής Αυτοκρατορίας» που την καθιστά επίκαιρο ανάγνωσμα. Η κάπως πλατωνική και ακόμα περισσότερο εγελιανή πεποίθηση του Κοζέβ ότι οι φιλόσοφοι θα έπρεπε να εμπλέκονται στην πολιτική και τη διακυβέρνηση, δεν είναι απαραίτητα σωστή ή υπεράνω κριτικής. Ωστόσο, βλέποντας την πρόταση ενός φιλοσόφου να είναι άξια συζήτησης 80 χρόνια μετά τη συγγραφή της, αναπόφευκτα κάνει κανείς την αντίστιξη με την τεχνοκρατία που ηγεμόνευσε τις τελευταίες δεκαετίες στο πολιτικό σύστημα διεκδικώντας ελέω Θεού τη μοναδική αλήθεια της διακυβέρνησης, παρότι στην εποχή αυτή κατάφερε να συσσωρεύσει μόνο διαψευσμένες προβλέψεις και πολιτικές αποτυχίες. Αν δεν μας χρειάζονται οι φιλόσοφοι στην πολιτική, σίγουρα μας χρειάζεται η φιλοσοφία – επειγόντως.
Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις