Καθώς η περίοδος των βροχών είχε πια τελειώσει στα τέλη Νοεμβρίου και αυτή της ξηρασίας άρχιζε στο βυθισμένο στον εμφύλιο Σουδάν, 700 φορτηγά με περίπου 17.500 τόνους τροφίμων κατέφθαναν σταδιακά στις πιο «κολασμένες» περιοχές της αφρικανικής χώρας.

Συνολικά 14, οι περισσότερες δυσπρόσιτες κυρίως εξαιτίας των μαχών, είναι αυτές όπου –έπειτα από πάνω από ενάμιση χρόνο συγκρούσεων, θανάτου και ξεριζωμού– κάτοικοι και εσωτερικά εκτοπισμένοι βιώνουν ή είναι αντιμέτωποι με το φάσμα του λιμού.

Η νέα επισιτιστική βοήθεια «αρκεί για να τραφούν 1,5 εκατομμύρια άνθρωποι για έναν μήνα», τόνισε εκπρόσωπος του Παγκόσμιου Επισιτιστικού Προγράμματος του ΟΗΕ.

Είναι ωστόσο σταγόνα στον ωκεανό σε μια χώρα 45 εκατομμυρίων κατοίκων, όπου πάνω από το ήμισυ του πληθυσμού αντιμετωπίζει οξύ υποσιτισμό, με οκτώ εκατομμύρια σε κρίσιμη κατάσταση.

Επισκιασμένος από τους πολέμους στην Ουκρανία και στη Μέση Ανατολή και σχεδόν ξεχασμένος από τη διεθνή κοινότητα, ο συνεχιζόμενος εμφύλιος στο Σουδάν έχει δημιουργήσει πια τη χειρότερη ανθρωπιστική κρίση στον κόσμο.

Πάνω από 13 εκατομμύρια άνθρωποι έχουν εκτοπιστεί λόγω της σύγκρουσης -τα 11 εκατομμύρια εσωτερικά, ενώ οι υπόλοιποι είναι πια πρόσφυγες σε γειτονικές χώρες.

Από τους εκτοπισμένους, δε, τα 5 εκατομμύρια είναι ανήλικα παιδιά, ο μεγαλύτερος αριθμός στον κόσμο.

Η πείνα είναι άλλη μια καταστροφική συνέπεια.

Τη χρησιμοποιούν ως όπλο οι αντιμαχόμενες πλευρές -η στρατιωτική χούντα του Σουδάν και οι παραστρατιωτικές Δυνάμεις Ταχείας Υποστήριξης, που ήταν πρώην σύμμαχοί της- παρεμποδίζουν τη διανομή ανθρωπιστικής βοήθειας, την οποία έχουν τόσοι πολλοί απόλυτη ανάγκη.

Με τους νεκρούς αμάχους του εμφυλίου να υπολογίζεται ότι ξεπερνούν τους 150.000, εκτιμάται ότι είναι πια περισσότεροι αυτοί που έχουν χάσει τη ζωή τους από ασθένειες και τη λιμοκτονία, παρά από τους βομβαρδισμούς και τις σφαγές.

Μια γυναίκα κρατά στην αγκαλιά της το σκελετωμένο, σοβαρά υποσιτισμένο παιδί της στο νότο του Σουδάν (REUTERS/Thomas Mukoya)

Ιστορίες φρίκης στο υποτιστιμένο Σουδάν

Στο Χαρτούμ, την κατεστραμμένη πρωτεύουσα του Σουδάν, «ο θάνατος χτυπά σε κάθε γωνιά του δρόμου», περιγράφει ο απεσταλμένος της γαλλικής εφημερίδας Le Monde, μεταφέροντας απόκοσμες εικόνες.

Έπειτα από περίπου 20 μήνες πολέμου, «τα νεκροταφεία της πρωτεύουσας του Σουδάν και των προαστίων της έχουν γεμίσει».

Τώρα, οι νέες ταφές γίνονται σε ένα κενό οικόπεδο, όπου προ πολέμου έρχονταν ντόπιοι νέοι για να παίξουν ποδόσφαιρο…

Σε ολόκληρο το Σουδάν -τρίτη μεγαλύτερη σε έκταση χώρα της Αφρικής, με εδάφη πλούσια σε πόρους- υπάρχει μια εικόνα απέραντης καταστροφής.

Είτε στις εστίες τους, είτε ξεριζωμένοι, οι άμαχοι βρίσκονται υπό πολιορκία, χωρίς πρόσβαση σε τρόφιμα.

Οι αγορές είναι άδειες.

Οι υποδομές έχουν καταρρεύσει και για τα εκατομμύρια των εσωτερικά εκτοπισμένων δεν υπάρχουν πρακτικά καταυλισμοί.

Πολλοί έχουν πεθάνει πίνοντας βρόμικο νερό από πηγάδια.

Η πείνα έχει εξασθενήσει σοβαρά το ανοσοποιητικό σύστημα των ανθρώπων και μετατρέπει σε θανατηφόρα μάστιγα ακόμη και ασθένειες που, υπό κανονικές συνθήκες, θα μπορούσαν να αντιμετωπιστούν.

Σε έναν κόσμο δε φλεγόμενο από κρίσεις και συγκρούσεις, η ανθρωπιστική βοήθεια παραμένει υποχρηματοδοτούμενη και -ακόμη και όταν δίνεται από τις αρχές του Σουδάν άδεια διανομής- είναι ανεπαρκής.

Οι περισσότεροι Σουδανοί άμαχοι αισθάνονται εντελώς εγκαταλελειμμένοι.

Δικαίως.

Δημοσιογραφική αποστολή της γερμανικής εφημερίδας Süddeutsche Zeitung κατέγραψε προ ημερών εφιαλτικές εικόνες στο Τονγκούλι, ένα χωριό στο νότο του Σουδάν, όπου έχουν στηθεί πρόχειροι καταυλισμοί εκτοπισμένων.

Μεταφέρει εικόνες παιδιών να κυνηγούν ακρίδες για τροφή και μανάδες να βράζουν φύλλα ενός συγκεκριμένου δέντρου μαζί με χορτάρια για να φτιάξουν κάτι βρώσιμο, έστω με κάποιες βιταμίνες.

Μια 20χρονη χήρα, μητέρα τεσσάρων παιδιών -που έθαψε πρόσφατα το ένα, χτυπημένο από την ελονοσία- λέει ότι έχουν περάσει επτά ολόκληροι μήνες από την τελευταία φορά που η οικογένειά της είχε την πολυτέλεια να φάει ένα πλήρες γεύμα.

Όλοι στον καταυλισμό έχουν να διηγηθούν μια προσωπική ιστορία φρίκης, με εκτελέσεις αμάχων από στρατιωτικούς και παραστρατιωτικούς, βασανιστήρια, βιασμούς.

Στη σειρά για λίγο καθαρό πόσιμο νερό στην πόλη Ομντουρμάν, βόρεια του Χαρτούμ (REUTERS/El Tayeb Siddig)

Διεθνής αδράνεια, εν μέσω αδιεξόδου

Και οι δύο εμπόλεμες πλευρές, κυρίως δε οι παραστρατιωτικές ομάδες -που προ 20ετίας διέπραξαν γενοκτονία στο Νταρφούρ- κατηγορούνται για εγκλήματα πολέμου.

Παρ’ όλα αυτά δεν αισθάνονται σχεδόν καμία διεθνή πίεση για τον τερματισμό του εμφυλίου, που επί της ουσίας αποτελεί πόλεμο δια αντιπροσώπων.

Βρίσκεται πλέον σε στρατηγικό αδιέξοδο, έπειτα από 20 μήνες μαχών.

Είχαν ατονίσει κατά την περίοδο των βροχών, λόγω της λάσπης και του νερού. Το τέλος της αναμένεται να σηματοδοτήσει τώρα ακόμη πιο φονικές και βίαιες συγκρούσεις.

Όλες οι μεσολαβητικές προσπάθειες για έναρξη διαπραγματεύσεων με στόχο την κατάπαυση του πυρός έχουν αποτύχει -με πιο πρόσφατη αυτή των ΗΠΑ.

Στο Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ, κάθε προοπτική παρέμβασης με την αποστολή κυανοκράνων για την προστασία των αμάχων σκοντάφτει σε γεωπολιτικούς ανταγωνισμούς.

Υπάρχει εμπάργκο όπλων μόνο για την περιοχή του Νταρφούρ, στο δυτικό Σουδάν. Αλλά ούτε καν αυτό τηρείται.

Στο μεσοδιάστημα, η ανθρωπιστική κρίση στην αφρικανική χώρα προσλαμβάνει όλο και πιο εφιαλτικές διαστάσεις, ωθώντας τον γενικό γραμματέα του ΟΗΕ, Αντόνιο Γκουτέρες, να απευθύνει προ ημερών έκκληση για άρση της αδράνειας της διεθνούς κοινότητας μπροστά σε μια εν εξελίξει τραγωδία.

«Φοβόμαστε μια επανάληψη της γενοκτονίας της Ρουάντα, το 1994», προειδοποιεί, γράφοντας στο αμερικανικό περιοδικό Foreign Policy, ο Καναδός αντιστράτηγος ε.α. Ρομέο Νταλέρ, πρώην επικεφαλής της UNAMIR, της αποτυχημένης ειρηνευτικής δύναμης του ΟΗΕ στη Ρουάντα.

Προτείνει τη δημιουργία μιας ευέλικτης πολυεθνικής δύναμης για την προστασία των αμάχων στο Σουδάν, στο πρότυπο αυτής που έχει αναπτυχθεί στην Αϊτή.

Υπό την ηγεσία της Κένυας και την εξουσιοδότηση του ΟΗΕ, έχει αναλάβει τη δύσκολη αποστολή βελτίωσης της κατάστασης ασφαλείας στη βυθισμένη στην αναρχία νησιωτική χώρα της Καραϊβικής.

Αυτό συνέβη ωστόσο κατόπιν αιτήματος της ίδιας της κυβέρνησης της Αϊτής. Κάτι που δύσκολα θα επέλεγε -σίγουρα όχι χωρίς σκληρά παζάρια- η χούντα του Σουδάν.