Ρίτσαρντ Ράιτ: Ένας μαύρος Αμερικανός στο υπόγειο του Ντοστογιέφσκι
Κυκλοφορεί από τον νέο εκδοτικό οίκο «Ωκυτόκια» το μυθιστόρημα «Ο άνθρωπος που έζησε υπογείως» του Ρίτσαρντ Ράιτ, το οποίο «κόπηκε» το 1942 για να εκδοθεί τελικά μόλις το 2021 ως σταθμός της αφροαμερικανικής λογοτεχνίας
- Τα επτά νομοσχέδια που εγκρίθηκαν από το υπουργικό συμβούλιο - Τι προβλέπουν
- Το ΕΚΠΑ απαντά στην παραπληροφόρηση για τις διεθνείς κατατάξεις των ελληνικών δημόσιων πανεπιστημίων
- «Η Βόρεια Κορέα ετοιμάζει στρατεύματα και drones για τη Ρωσία», προειδοποιεί η Σεούλ
- Οι πολιτικές προβλέψεις του Economist για το 2025
«Έχοντας συνειδητοποιήσει ότι είμαι αόρατος, κατοικώ δωρεάν σ’ ένα κτίριο που νοικιάζεται αποκλειστικά σε λευκούς, σ’ ένα τμήμα του υπογείου που είχε κλειστεί και ξεχαστεί κατά τη διάρκεια του 19ου αιώνα…Έχω βρει ένα σπίτι -ή μια τρύπα στο έδαφος, όπως θέλετε πείτε το. Αλλά μη βιαστείτε να καταλήξετε στο συμπέρασμα ότι επειδή αποκαλώ το σπίτι μου “τρύπα” είναι υγρό και κρύο σαν τάφος». Η κυκλοφορία εν έτει 1952 του «Αόρατου ανθρώπου» του Ραλφ Έλισον –απ’ όπου το απόσπασμα σε μετάφραση Αγορίτσας Μπακοδήμου στον «Κέδρο»- αποτελεί κομβική στιγμή στην ιστορία του αφροαμερικανικού μυθιστορήματος. Όπως και ο μαύρος συγγραφέας, ο ήρωάς του αναζητά μια ταυτότητα εν μέσω του μακαρθισμού και του αγώνα εναντίον του φυλετικού διαχωρισμού, χωρίς να αποδέχεται μάλιστα την επιθετικότητα του ακτιβισμού. Την ιδέα ότι «αισθάνεται αόρατος» μέσα στην κοινωνία ο Έλισον έχει αρχίσει να την επεξεργάζεται ήδη το 1945. Τέσσερα χρόνια νωρίτερα, από τον Ιούλιο του 1941 έως την άνοιξη του 1942, ένας άλλος κορυφαίος εκπρόσωπος της μαύρης λογοτεχνίας, ο Ρίτσαρντ Ράιτ, καταπιανόταν με τη συγγραφή του «Ανθρώπου που έζησε υπογείως». Είναι το ημιτελές μυθιστόρημά του με το οποίο συστήνεται στο αναγνωστικό κοινό ο μικρός εκδοτικός οίκος «Ωκυτόκια», σε μετάφραση του Γιάννη Πεδιώτη, βασισμένος στη δημοσίευση των πρωτότυπων δακτυλογράφων από τον μη κερδοσκοπικό οίκο Library of America μόλις το 2021, με την άδεια της κόρης και κληρονόμου Τζούλια Ράιτ.
Στην ιστορία πρωταγωνιστεί ένας επίσης «αόρατος» άνθρωπος, ο μαύρος Φρεντ Ντάνιελς, τον οποίο ανακρίνουν τρεις αστυνομικοί για να ομολογήσει τον φόνο του ζεύγους Γούτεν. Οι σκηνές των βασανιστηρίων θεωρούνται σοκαριστικές για τα εκδοτικά ήθη της εποχής, με αποτέλεσμα η «Harper» να αρνηθεί την έκδοση: «Παρέπαιε και βογκούσε. Αναρίθμητες φορές, οι βροντερές τους φωνές (σ.σ.: των τριών αστυνομικών) εισχώρησαν στ’ αυτιά, τον εγκέφαλο και το αίμα του. Όμως δεν έκανε την παραμικρή προσπάθεια να διαβάσει ή να υπογράψει το χαρτί. Ένιωθε υπνωτισμένος, στη μέγγενη μιας δύναμης ισχυρότερης από τον ίδιο. Υπήρχαν στιγμές απόλυτης ανυπαρξίας, στις οποίες δεν αντιλαμβανόταν καν τι του έλεγαν». Απεγνωσμένος να επιστρέψει στην έγκυο σύζυγό του, ο Φρεντ υπογράφει κακήν κακώς την ψεύτικη ομολογία και με τη συνοδεία των αστυνομικών μεταφέρουν τη Ρέιτσελ στο νοσοκομείο. Εκεί είναι που διαφαίνεται η μεγάλη ευκαιρία της «απόδρασης»: «Έκανε μερικά άσκοπα βήματα, κατόπιν κοντοστάθηκε και κοίταξε, με περιέργεια, το ασκέπαστο φρεάτιο…Η σειρήνα πλησίασε ακόμα περισσότερο κι έπληξε τα κουρασμένα του αυτιά. Ένα τρέμουλο ανακούφισης διαπέρασε το κορμί του και έπεσε στα γόνατα στηριζόμενος με τα χέρια του στο κυρτό χείλος του φρεατίου. Η σειρήνα έσκουξε προειδοποιητικά, και εκείνος, σε μια ξαφνική έκρηξη φυσικής δύναμης τράβηξε τη σχάρα αρκετά για να χωρέσει μέσα. Στηρίζοντας το βάρος του στα δύο του χέρια, με τα δάχτυλα να κρατούν σφιχτά το χείλος του φρεατίου, πέρασε γρήγορα τα πόδια μες στο άνοιγμα και κατέβηκε στη θροΐζουσα, υδάτινη μαυρίλα του υπογείου».
Από το σημείο εκείνο κι έπειτα ο κεντρικός χαρακτήρας ζει υπογείως. Σε μια αθέατη και απρόσιτη περιοχή που τον προστατεύει από τη βία της καθημερινότητας. Έστω και αν η ανάμνηση ή το αποτύπωμά της δεν θα ξεθωριάσουν ποτέ: «Ακόμα κι εκεί, στον υπόγειο κόσμο, παρ’ όλη την ορμητική βοή των υδάτων, ξανάκουσε, μένοντας εμβρόντητος το φευγαλέο σκούξιμο της σειρήνας να διαπερνά με αιχμηρότητα βελόνας την καυτή, αποπνικτική ατμόσφαιρα του υπονόμου». Από το νέο του εφαλτήριο ο Φρεντ θα βιώσει πρωτόγνωρες εμπειρίες παρατηρώντας ένα νεκρό βρέφος να χάνεται στα μαύρα νερά, φτάνοντας πίσω από τον τοίχο μιας εκκλησίας και βλέποντας από πολύ κοντά μία κλοπή –πριν κλέψει και ο ίδιος τιμαλφή μόνο και μόνο για να δει «πώς αισθάνεται κανείς κάνοντας κάτι τέτοιο».
Φως στο σκοτάδι
Οι εμπειρίες αυτές λειτουργούν σαν τις αντίστοιχες «επιφάνειες» του Τζόις, εκεί όπου η πραγματικότητα της εμπειρίας εισβάλλει στο κείμενο μέσω της γραφής. Ο Φρεντ βρίσκει το φως μέσα στο σκοτάδι και όταν επιστρέφει στον επάνω κόσμο, οι σκιές του καταναγκασμού και της βίας επιμένουν. Υπάρχει εδώ μια ανάμνηση από την πλατωνική ιδέα του σπηλαίου, η οποία αναπτύσσεται ξεκάθαρα στο επεισόδιο όπου ο αντιήρωας φτάνει κοντά σε μια κινηματογραφική αίθουσα. «Από κάτω του εκτεινόταν ένας ωκεανός ανθρώπινων προσώπων που τραγουδούσαν, φώναζαν, σφύριζαν, ούρλιαζαν, γελούσαν. Απέναντί τους, πάνω σε μια ασημένια οθόνη, δέσποζαν κάτι ζωηρές σκιές. “Ταινία βλέπουν”, είπε… Οι άνθρωποι αυτοί ξεκαρδίζονταν εις βάρος της ίδιας τους της ζωής, γελούσαν με την κινούμενη σκιά του εαυτού τους. Γιατί δεν σηκώνονταν να βγουν στο φως του ήλιου και να κάνουν κάτι που θα τους επέτρεπε πραγματικά να ζήσουν;». Στον επίλογο του βιβλίου, ο εγγονός του Ράιτ, Μάλκολμ, σημειώνει σχετικά: «Ο Πλάτωνας φρόντισε να επισημάνει ότι οι κάτοικοι μπορεί να αντισταθούν ακόμα και με θανατηφόρα βία για να παραμείνουν εντός του σπηλαίου, επεξηγώντας, έτσι, συνοπτικά τους λόγους για τη μακροημέρευση κάθε πολιτικού καθεστώτος. Ο δε Φρεντ Ντάνιελς, θέλοντας να ξεφύγει από τις χαλκευμένες κατηγορίες μιας βάναυσα αδιάφορης και ρατσιστικής κοινωνίας, εκτράπηκε από την πεζή τροχιά του σε μια πορεία προς το επέκεινα. Το χρονικό του Ντάνιελς είναι η πλατωνική αλληγορία αντεστραμμένη. Ο Ντάνιελς καταφεύγει στους υπονόμους της πόλης. Το άνοιγμα του δικού του ορίζοντα βρίσκεται εντός του σπηλαίου και όχι εκτός αυτού».
Για την ιστορία, ο Ρίτσαρντ Ράιτ ξεκίνησε να γράφει τον «Άνθρωπο που έζησε υπογείως» ένα χρόνο μετά το «Γέννημα θρέμμα» (στα ελληνικά είχε κυκλοφορήσει το 1989 από τη «Σύγχρονη εποχή»). Ήταν το βιβλίο που επέβαλε τον Μπίγκερ Τόμας ως έναν από τους ανεξίτηλους χαρακτήρες της αφροαμερικανικής πεζογραφίας. Τον νεαρό μαύρο που πρέπει να πεθάνει στην ηλεκτρική καρέκλα έχοντας σκοτώσει τους μόνους ανθρώπους που προσπάθησαν να φτάσουν τη χαμένη του ψυχή: μια πλούσια λευκή κοπέλα, που πιστεύει στην ισότητα, και μια φτωχή μαύρη που ήταν βέβαιη ότι ισότητα δεν υπάρχει. Για το μυθιστόρημα εκείνο ο επιδραστικός κριτικός Ίρβινγκ Χόου είχε σημειώσει: «Την ημέρα που εμφανίστηκε, η αμερικανική κουλτούρα άλλαξε για πάντα. Ανεξάρτητα από τις τροποποιήσεις που θα χρειαζόταν μελλοντικά η ανάγνωσή του, κατέστησε αδύνατη την επανάληψη των παλιών ψεμάτων. Με όλη του την ωμότητα, το μελόδραμα και την κλειστοφοβική οπτική, το μυθιστόρημα του Ρίτσαρντ Ράιτ έφερε στο φως, όπως κανένα μέχρι τότε, το μίσος, τον φόβο και τη βία που έχουν ακρωτηριάσει και μπορεί ακόμη να καταστρέψουν τον πολιτισμό μας».
Έχει επίσης τη σημασία του το γεγονός ότι οι Ραλφ Έλισον και Τζέιμς Μπάλντουιν θα κρατήσουν αποστάσεις από τον «πρόγονό» τους, τον οποίο αρχικά θαυμάζουν, χρεώνοντάς του περισσότερη ιδεολογία και λιγότερη τέχνη στο στυλ γραφής. Εκείνος, έλεγαν, ήθελε να ξεμπροστιάσει τις τερατωδίες της λευκής κυριαρχίας, εκείνοι να υποδείξουν την ανάγκη και τη δύναμη της ανθεκτικότητας των μαύρων. Ίσως. Η ανάγνωση πάντως με τα σύγχρονα φίλτρα μπορεί και να ανασκευάζει τις εντυπώσεις. Περισσότερο και από τη «συνομιλία» με τον Ραλφ Έμερσον ή την αμερικανική παράδοση ο Ράιτ θα μπορούσε να αντλεί την έμπνευσή του από ένα άλλο υπόγειο. Εκείνο του Ντοστογιέφσκι.
Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις