Η πρωτοβάθμια περίθαλψη αποτελεί κρίσιμης σημασίας μέρος των συστημάτων υγείας, καθώς είναι το πρώτο σημείο επαφής των ανθρώπων, για οποιοδήποτε πρόβλημα υγείας αντιμετωπίζουν. Σύμφωνα με τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας, είναι μια προσέγγιση η οποία εστιάζει στις ανάγκες των ατόμων, των οικογενειών και των κοινοτήτων, παρέχοντας ολοκληρωμένη φροντίδα – από την πρόληψη και την προαγωγή υγείας, ως τη θεραπεία και την αποκατάσταση – κοντά στο καθημερινό περιβάλλον τους.

Στο επίκεντρό της βρίσκεται η διασφάλιση της πρόσβασης σε ένα ευρύ φάσμα υπηρεσιών υγείας, η οικοδόμηση μακροχρόνιων σχέσεων μεταξύ των ασθενών και των επαγγελματιών υγείας, ο συντονισμός της περίθαλψης σε όλο το σύστημα, αλλά και η ενδυνάμωση των ατόμων, ώστε να λαμβάνουν κατάλληλες αποφάσεις για την υγεία τους.

Με αυτά τα χαρακτηριστικά, η πρωτοβάθμια περίθαλψη θεωρείται ευρέως ως ο πιο περιεκτικός, δίκαιος και οικονομικά αποδοτικός τρόπος για την επίτευξη καθολικής υγειονομικής κάλυψης, αλλά και για την ανθεκτικότητα των συστημάτων υγείας.

Μελέτες έχουν δείξει ότι μερικές από τις σημαντικότερες μη μεταδοτικές ασθένειες, όπως είναι ο καρκίνος, οι καρδιακές και αναπνευστικές παθήσεις κ.ά., μπορούν να προληφθούν και να αντιμετωπιστούν έγκαιρα, μέσω ενός αποτελεσματικού συστήματος πρωτοβάθμιας περίθαλψης. Εκτιμάται, παράλληλα, ότι περίπου το 70% όλων των αναγκών υγείας μπορεί να αντιμετωπιστεί μέσω συστημάτων πρωτοβάθμιας υγειονομικής περίθαλψης στις τοπικές κοινωνίες, με χαμηλότερο κόστος.

Δεν είναι τυχαίο ότι σήμερα η ενίσχυση της πρωτοβάθμιας περίθαλψης έχει αναδειχθεί σε κορυφαία προτεραιότητα για τα συστήματα υγείας σε όλο τον κόσμο.

Η πανδημία COVID-19 λειτούργησε ως επιταχυντής αυτής της τάσης, καθώς αποκάλυψε υφιστάμενα κενά και παράλληλα έγινε αφορμή για την υιοθέτηση σημαντικών καινοτομιών στην πρωτοβάθμια περίθαλψη. Επιπλέον, τα τελευταία χρόνια παράγοντες όπως η γήρανση του πληθυσμού και η αυξανόμενη επιβάρυνση από μη μεταδοτικές ασθένειες, δημιουργούν υψηλές πιέσεις στα συστήματα υγείας τόσο σε επίπεδο προϋπολογισμών, όσο και σε επίπεδο ανθρώπινου δυναμικού. Στο πλαίσιο αυτό, γίνεται ακόμη πιο επιτακτική η ανάγκη για μεταρρυθμίσεις, οι οποίες διασφαλίζουν τη βελτίωση των εκβάσεων υγείας των πολιτών και ενισχύουν τη βιωσιμότητα των συστημάτων υγείας, μέσω αποδοτικής χρήσης των πόρων.

Ήδη πολλές χώρες μετατοπίζουν το κέντρο βάρους των συστημάτων τους στην πρωτοβάθμια φροντίδα υγείας, η οποία περιλαμβάνει την πρωτοβάθμια περίθαλψη, αλλά και ευρύτερες δράσεις και πολιτικές με στόχο την πρόληψη και την προαγωγή της υγείας. Επενδύοντας στην υιοθέτηση καινοτόμων λύσεων και μοντέλων παροχής υπηρεσιών, επιδιώκουν την αναβάθμιση των υπηρεσιών προς τους πολίτες, αλλά και ταυτόχρονα την αποσυμφόρηση των δομών δευτεροβάθμιας περίθαλψης και την εξοικονόμηση πολύτιμων πόρων.

Προτεραιότητα στο πλαίσιο αυτό, είναι και η συστηματική ενίσχυση της πρόσβασης των πολιτών σε προηγμένα διαγνωστικά εργαλεία και εξετάσεις στα σημεία πρωτοβάθμιας περίθαλψης. Κι αυτό γιατί, σύμφωνα με μελέτες, η διάγνωση σε επίπεδο πρωτοβάθμιας περίθαλψης, μπορεί να έχει καθοριστικό ρόλο στη διαχείριση και το συντονισμό των προγραμμάτων προσυμπτωματικού ελέγχου νόσων, όπως για παράδειγμα ο καρκίνος του παχέος εντέρου, του τραχήλου της μήτρας κ.ά.

Αξιοποιώντας εμπειρία και καλές πρακτικές από τον διεθνή χώρο, η Ελλάδα έχει σήμερα τη δυνατότητα να αναβαθμίσει ριζικά το σύστημα πρωτοβάθμιας περίθαλψης. Πρόκειται για μια προσπάθεια που απαιτεί τη διαμόρφωση αποτελεσματικών μηχανισμών χρηματοδότησης της πρωτοβάθμιας περίθαλψης, την ανάπτυξη κατάλληλων κατευθυντήριων οδηγιών και ροών εργασίας, αλλά και την αξιοποίηση καινοτόμων ψηφιακών υποδομών σε εργαστήρια, νοσοκομεία και εξωτερικά ιατρεία. Μέσω της δημιουργίας ολοκληρωμένων ροών ψηφιακών δεδομένων, μπορεί να διασφαλιστεί βελτιωμένη προσέγγιση σε κάθε στάδιο της πορείας ενός ασθενή, από τη διάγνωση και τη λήψη αποφάσεων θεραπείας, μέχρι την παρακολούθηση και τη διαχείριση της νόσου.

Σε όλους αυτούς τους τομείς, η χώρα μας μπορεί να σημειώσει σημαντική πρόοδο με όχημα τη συνεργασία και τη συναντίληψη μεταξύ της Πολιτείας και όλων των εμπλεκόμενων στο χώρο της υγείας.

Η Roche Diagnostics, πρωτοπόρος στον τομέα των διαγνωστικών παγκοσμίως, μπορεί να συνεισφέρει ουσιαστικά στον κοινό στόχο για ενίσχυση της πρωτοβάθμιας περίθαλψης στη χώρα. Σήμερα, παρέχει ένα ευρύ φάσμα λύσεων, που καλύπτουν εξετάσεις στα σημεία περίθαλψης, τεστ αυτοεξέτασης καθώς και εργαστηριακές εξετάσεις σε τομείς όπως η ογκολογία, η νευρολογία, τα λοιμώδη νοσήματα και οι καρδιομεταβολικές νόσοι. Μέσω της αξιοποίησης βιοδεικτών και διαγνωστικών μεθόδων στο σημείο περίθαλψης, όπως για παράδειγμα το NT-proBNP, παρέχει τη δυνατότητα για έγκαιρη αναγνώριση του κινδύνου καρδιακής ανεπάρκειας, ώστε οι ασθενείς να μπορούν να λαμβάνουν κατά προτεραιότητα την εξειδικευμένη φροντίδα που χρειάζονται. Εξίσου σημαντικό πεδίο εξειδίκευσης είναι και η ανάπτυξη διαγνωστικών εργαλείων για τον προληπτικό  έλεγχο του καρκίνου σε επίπεδο πρωτοβάθμιας περίθαλψης. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι ο έλεγχος του τραχήλου της μήτρας με ειδικό διαγνωστικό τεστ, που επιτρέπει τη συλλογή κλινικού δείγματος από τις ίδιες τις γυναίκες, συμβάλλοντας στην έγκαιρη και ακριβή ανίχνευση του HPV.

Στα χρόνια που έρχονται, η μεγάλη πρόκληση για τα συστήματα υγείας είναι να στρέψουν την προσοχή τους από τη διαχείριση των ασθενειών στην προστασία της υγείας των ανθρώπων, σε κάθε στάδιο της ζωής τους. Σε αυτή την πρόκληση, η Ελλάδα μπορεί να ανταποκριθεί διαμορφώνοντας ένα οικοσύστημα περίθαλψης, το οποίο θα αξιοποιεί την καινοτομία και τις σύγχρονες διαγνωστικές λύσεις, προς όφελος των ασθενών και της κοινωνίας. Η Roche Diagnostics συμμετέχει εποικοδομητικά, υποστηρίζοντας αυτή την προσπάθεια.

Γιώργος Παπαδόπουλος, Diagnostics Health Care Solutions Chapter Leader, Roche Diagnostics Hellas