Τα Δεκεμβριανά και η επιστροφή της θεωρίας της «κομμουνιστικής ανταρσίας»
Με αφορμή τα Δεκεμβριανά ορισμένοι επιστρέφουν στη θεωρία της «κομμουνιστικής ανταρσίας»
- Ζωή χωρίς μετρητά - Η χώρα που σχεδόν μηδένισε τις συναλλαγές με χρήμα
- Η στιγμή που ο Παλαιστίνιος επιτίθεται με λοστό στην 29χρονη στα Εξάρχεια - Νέο βίντεο ντοκουμέντο
- Μαγείρεψε για ευάλωτους ο Κασσελάκης με τον Τάιλερ – «Κάθε μικρή προσφορά μπορεί να κάνει τη διαφορά»
- Το άγριο έγκλημα που στιγμάτισε την Ελλάδα τα Χριστούγεννα του 1965
Τα 80χρονα από τα Δεκεμβριανά, τη «μάχη της Αθήνας», έφεραν στο προσκήνιο και τις τοποθετήσεις γύρω από αυτά.
Και όπως συμβαίνει αρκετά συχνά τα τελευταία χρόνια επανήλθε στο προσκήνιο και ο σκληρός πυρήνας της τοποθέτησης του ελληνικού αντικομμουνισμού, δηλαδή η θεωρία της «κομμουνιστικής ανταρσίας» που έπρεπε να κατασταλεί.
Βλέπετε, μία από τις πλευρές του πραγματικού «τέλους της μεταπολίτευσης» είναι ότι πλέον ο αντικομμουνισμός θεωρείται παραπάνω από αυτονόητος.
Κάποτε θεωρήθηκε στίγμα για τη Νέα Δημοκρατία ότι αποχώρησε – με την τιμητική εξαίρεση του Παναγιώτη Κανελλόπουλου – από τη συνεδρίαση για την αναγνώριση της Εθνικής Αντίστασης. Σήμερα θεωρείται αυτονόητο να προσπερνιέται το γεγονός ότι ο κορμός της Εθνικής Αντίστασης ήταν το ΕΑΜ.
Έτσι και τώρα τα Δεκεμβριανά παρουσιάζονται ως η αντίσταση απέναντι στην «κομμουνιστική ανταρσία». Αντίσταση από το «εθνικό μέτωπο» απέναντι σε μια κομμουνιστική αριστερά που δεν υπήρξε ποτέ «εθνική δύναμη» και που επιδίωξε να πάρει μια εξουσία που δεν της ανήκε.
Βεβαίως αυτό το αφήγημα προσπερνά μια σειρά από κρίσιμες πραγματικές ιστορικές παραμέτρους.
Πρώτον, ότι στην Κατοχή οι «αστικές δυνάμεις» είτε έφυγαν στη Μέση Ανατολή, είτε συνθηκολόγησαν, είτε επιδόθηκαν σε σημαντικό βαθμό σε επικερδείς για αυτές δωσιλογικές πρακτικές.
Δεύτερον ότι το κενό που άφησαν, όπως και την κατάρρευση της κρατικής λειτουργίας, ανέλαβε να το καλύψει ένα πρωτοφανές μαζικό πλειοψηφικό κίνημα γύρω από το ΕΑΜ που κατάφερε να κινητοποιήσει την κοινωνία και να δώσει λόγο, όπλα και προοπτική σε στρώματα που μέχρι τότε αντιμετωπίζονταν στην καλύτερη των περιπτώσεων ως δεξαμενή ψήφων των αστικών κομμάτων.
Τρίτον, το ΕΑΜικό κίνημα ήταν ο πραγματικός εκφραστής της λαϊκής βούλησης στη διάρκεια της Κατοχής και αυτό που θα έπρεπε να έχει τον πρώτο λόγο ως προς το διαμορφώνονταν τα πράγματα στην μεταπολεμική Ελλάδα.
Τέταρτον, ότι αυτό που ονομάζουμε συνήθως «Εθνική Αντίσταση» ήταν μια πραγματική επανάσταση για την ελληνική κοινωνία διαμορφώνοντας πρωτόγνωρους θεσμούς λαϊκής εξουσίας, δικαιοσύνης και δημιουργίας και άρα ισοδυναμούσε στην ελληνική περίπτωση με την πραγματική εξουσία των «από κάτω».
Πέμπτο, ότι η δυναμική του εμφυλίου πολέμου δεν προέκυψε ως αποτέλεσμα κάποιας «κομμουνιστικής ανταρσίας» αλλά επειδή οι αστικές δυνάμεις δεν μπορούσαν να συμφιλιωθούν με το γεγονός ότι υπήρχε μια άλλη εκδοχή εξουσίας στον ελλαδικό χώρο και γι’ αυτόν τον λόγο ήδη από τη διάρκεια της Κατοχής πήραν πρωτοβουλίες σε αυτή την κατεύθυνση με κορυφαία την απόφαση τα Τάγματα Ασφαλείας να αποτελέσουν βασικό όργανο αντικομμουνιστικού αγώνα ήδη από την Κατοχή.
Έκτο, ότι η ίδια η ακολουθία των γεγονότων μετά την Απελευθέρωση και μέχρι τα ίδια τα Δεκεμβριανά δεν παρέπεμπε σε καμία πραγματική διάθεση μιας «δημοκρατικής διαδικασίας», αλλά στη συστηματική άσκηση πίεσης με κάθε μέσο προς την ΕΑΜική πλευρά να εκχωρήσει την πραγματική εξουσία που είχε κατακτήσει.
Και βέβαια δεν είναι τυχαία τα ίδια τα γεγονότα. Ήταν ένοπλοι της Αστυνομίας Πόλεων που πήραν την πρωτοβουλία να χτυπήσουν την επί της ουσίας άοπλη διαδήλωση του ΕΑΜ στις 3 Δεκεμβρίου 1944 σε μια σαφή επιλογή ένοπλης κλιμάκωσης. Και βέβαια είναι γνωστό ότι ο ΕΛΑΣ στην πραγματικότητα δεν μπήκε στη σύγκρουση του Δεκέμβρη με λογική άμεσης κατάληψης της εξουσίας, αλλά με όλες τις ταλαντεύσεις μιας ένοπλης διαπραγμάτευσης. Αντιθέτως, οι «αστικές δυνάμεις» και οι Βρετανοί ήταν που πήραν την επιλογή να αντιμετωπίσουν την Αθήνα σαν «κατεχόμενη πόλη» κατά την ανατριχιαστική φράση του Τσώρτσιλ.
Στην πραγματικότητα τα Δεκεμβριανά δεν προέκυψαν επειδή οι ΕΑΜικές δυνάμεις και η κομμουνιστική αριστερά δοκίμασαν μια «κομμουνιστική ανταρσία», αλλά για το ακριβώς αντίθετο λόγο: επειδή η ηγεσία του ΕΑΜ δεν επέλεξε να πάρει την εξουσία που όντως είχε διατηρώντας την πρωτοβουλία των κινήσεων αλλά αντίθετα μπήκε στην κυβέρνηση Εθνικής Ενότητας, την ώρα που η χώρα ήταν ούτως ή άλλως σε τροχιά εμφύλιας σύγκρουσης, οι αστικές δυνάμεις επέμειναν στον δικό τους σχεδιασμό που ήταν με κάθε τρόπο να ηττηθεί η ανατρεπτική δυναμική που είχε διαμορφωθεί στην Κατοχή.
«Ναι, αλλά έτσι διασώθηκε το αστικό δημοκρατικό καθεστώς», είναι η απαραίτητη επωδός όποτε κανείς εγείρει το ζήτημα της βίας που ξεδιπλώθηκε για αυτή τη «διάσωση» και στα Δεκεμβριανά και στην κυρίως εμφύλια ένοπλη σύγκρουση 1946-1949.
Βεβαίως θα μπορούσε να παρατηρήσει κανείς ότι για να αποφύγουμε το ενδεχόμενο να γίνει η Ελλάδα ένα κράτος όπου υποτίθεται ότι θα ήταν «ολοκληρωτικό» και όπου θα διώκονταν οι αντιφρονούντες και θα βασίλευε το κράτος του τρόμου, αυτό που είχαμε ήταν η πραγματικότητα ενός μετεμφυλιακού κράτους που ποινικοποίησε την ιδεολογία μεγάλου μέρους της ελληνικής κοινωνίας, εκτέλεσε και φυλάκισε χιλιάδες αντιφρονούντες, οργάνωσε ελληνικές εκδοχές «κατάστασης εξαίρεσης» στα ξερονήσια και διαμόρφωσε ένα αυταρχικό αστυνομικό κράτος και παρακράτος που τρομοκρατούσε συστηματικά όσους δεν ανήκαν στον «εθνικό κορμό».
Όσο για το εάν στα Δεκεμβριανά συγκρούστηκε η «κομμουνιστική ανταρσία» με τις «εθνικές δυνάμεις» αναρωτιέται κανείς τι ακριβώς ήταν το εθνικό σε αυτές;
Πόσο «εθνικές» ήταν δυνάμεις που αφού πήραν την ευθύνη για το Διχασμό στη συνέχεια συναίνεσαν σε μια καταστροφική Μικρασιατική εκστρατεία που οδήγησε στη μεγαλύτερη εθνική τραγωδία της Νεώτερης Ελλάδας;
Πόσο εθνικές ήταν οι δυνάμεις που «χάρισαν» αλλεπάλληλα πραξικοπήματα και βέβαια χρεώνονται τη συναίνεση ουσιαστικά στην απόπειρα εκφασισμού από τον Μεταξά;
Πόσο εθνικές ήταν οι δυνάμεις που στήριξαν τα Τάγματα Ασφαλείας και τα είδαν ως ένοπλη έκφραση του «αστικού καθεστώτος», την ώρα που δεν έπαυαν να είναι δωσιλογικά ένοπλα σώματα που δίωκαν και δολοφονούσαν αγωνιστές της Εθνικής Αντίστασης;
Πόσο εθνικές ήταν οι δυνάμεις που έσπευσαν να αγκαλιάσουν όχι μόνο το δωσιλογικό πολιτικό προσωπικό, με κάποιες εξαιρέσεις «για τα μάτια του κόσμου» – για να μην αναφερθούμε στο πώς σταδιοδρόμησαν κερδοσκοπώντας μέσα στην Κατοχή – αλλά και αξιοποίησαν ένα ολόκληρο φάσμα από ένοπλες συμμορίες που τρομοκρατούσαν την ελληνική ύπαιθρο μετά την απελευθέρωση;
Πόσο εθνικές ήταν οι δυνάμεις που στήριξαν τα ξερονήσια, την ύπαρξη ενός «παρασυντάγματος», τα βασανιστήρια, τα έκτακτα στρατοδικεία και τις εκτελέσεις;
Ίσως, όμως, το πιο ενδιαφέρον να μην είναι τελικά το γεγονός ότι επανέρχεται μια θέση που σε τελική ανάλυση είναι στοιχείο της αυτοσυγκρότησης των «αστικών δυνάμεων» στη χώρα μας, όσο το γεγονός ότι πλέον δεν έχουν καμία ανάγκη να κάνουν παραχωρήσεις σε μια ρητορική «εθνικής συμφιλίωσης» όπως αυτή που κυριάρχησε από τη δεκαετία του 1980 και μετά.
Σίγουρα ρόλο παίζει – το αναφέρουν άλλωστε – η αποτυχία της εκδοχής «αριστερής διακυβέρνησης» που είδαμε την προηγούμενη δεκαετία. Και αυτό όχι προφανώς για να στηλιτεύσουν το γεγονός ότι η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ εν τέλει εφάρμοσε, με μεγαλύτερη αποτελεσματικότητα κιόλας, το τρίτο μνημόνιο.
Αλλά για να παρουσιάσουν το πλατύ κίνημα που διαμορφώθηκε ενάντια στα μνημόνια, τη μεγαλύτερη και πιο δυναμική κινητοποίηση της μεταπολίτευσης, εν τέλει ως μια ανταρσία.
Απέναντι στην οποία βέβαια και αυτή τη φορά μπόρεσαν οι «αστικές δυνάμεις» να βγουν νικήτριες.
Με το τίμημα βεβαίως να είναι για άλλη μια φορά – έστω και σε διαφορετικές συνθήκες – η στέρηση του δικαιώματος των λαϊκών στρωμάτων να αποφασίσουν αυτά για το μέλλον του τόπου στον οποίο ζουν, εργάζονται και αγωνίζονται.
Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις