Η Γαλλία έχει πλέον και νέα κυβέρνηση καθώς ο Φρανσουά Μπαϊρού ανακοίνωσε το νέο υπουργικό συμβούλιο.

Το ερώτημα βεβαίως είναι πόσο θα αντέξει.

Γιατί στη Γαλλία, που είναι προεδρική δημοκρατία και όχι προεδρευόμενη, η κυβέρνηση δεν χρειάζεται μεν ψήφο εμπιστοσύνης, όμως είναι ευάλωτη σε μια πρόταση δυσπιστίας.

Η προηγούμενη κυβέρνηση που διόρισε ο Εμανουέλ Μακρόν, υπό τον Μισέλ Μπαρνιέ, κατέρρευσε ακριβώς επειδή τέθηκε πρόταση δυσπιστίας, και αυτή υπερψηφίστηκε από το σύνολο της αντιπολίτευσης.

Τώρα η ελπίδα είναι ότι αυτό δεν θα συμβεί σύντομα.

Και εδώ είναι που αρχίζουν τα δύσκολα.

Ο Εμανουέλ Μακρόν για άλλη μια φορά προσπαθεί να αποδείξει ότι η μόνη ελπίδα της Γαλλίας είναι στην πραγματικότητα ο πολιτικός χώρος που εκπροσωπεί, αυτό που στη Γαλλία αποκαλείται «Μακρονία». Δηλαδή, μια εκδοχή Κέντρου (ή Ακραίου Κέντρου) στην οποία ανακυκλώνεται πολιτικό προσωπικό και από το Σοσιαλιστικό κόμμα και από την κεντροδεξιά.

Αυτό φαίνεται και από τη σύνθεση αυτής της κυβέρνησης που περιλαμβάνει ανάμεσα σε άλλους, την Ελιζαμπέτ Μπορν, πρωθυπουργό υπό τον Μακρόν από την επανεκλογή του μέχρι τον περασμένο Ιανουάριο, που αναλαμβάνει το χαρτοφυλάκιο της παιδείας, τον Μανουέλ Βαλς, πάλαι ποτέ πρωθυπουργό του Φρανσουά Ολάντ, που τώρα αναλαμβάνει τις Υπερπόντιες Περιοχές, τον προερχόμενο από την κεντροδεξιά και αργότερα στο κόμμα του Μακρόν Ζεράλντ Νταρμανίν, για χρόνια υπουργό Εσωτερικών που τώρα αναλαμβάνει το χαρτοφυλάκιο της Δικαιοσύνης.

Το ερώτημα είναι προφανώς εάν θα μπορέσει να τα καταφέρει εκεί που η κυβέρνηση Μπαρνιέ απέτυχε και κατέρρευσε.

Και αυτό με τον τρόπο που είναι διαμορφωμένοι οι συσχετισμοί στη Γαλλία σημαίνει δύο πράγματα.

Είτε ότι θα συνεχίσει να επενδύει στην ανοχή της Άκρας Δεξιάς, που φαίνεται να προτιμά σε αυτή τη φάση να είναι εκτός διακυβέρνησης αλλά να διευρύνει την επιρροή της, εκβιάζοντας ταυτόχρονα παραχωρήσεις σε διάφορα σημεία. Με υπαρκτό το ενδεχόμενο με την πρώτη ευκαιρία η Μαρίν Λεπέν να «τραβήξει τη μπρίζα» και πάλι.

Είτε ότι για κάποιο λόγο θα μπορέσει να διασπάσει το Νέο Λαϊκό Μέτωπο, δηλαδή να έχει την υποστήριξη των Σοσιαλιστών και των Οικολόγων, καθώς προφανώς και η Ανυπότακτη Γαλλία του Μελανσόν δεν πρόκειται να τον υποστηρίξει.

Όλα αυτά, βέβαια, παραπέμπουν πολύ περισσότερο σε ανακύκλωση των τωρινών αδιεξόδων παρά σε μια κίνηση προοπτικής. Σε μια κυβέρνηση που θα προσπαθεί να εξασφαλίσει πρωτίστως την ανοχή της Άκρας Δεξιάς και δευτερευόντως την υποστήριξη της Αριστεράς, χωρίς να έχει δώσει καμία εγγύηση ότι θα ασκήσει μια διαφορετική πολιτική.

Πράγμα που στη χειρότερη των περιπτώσεων θα οδηγήσει σε μία ακόμη κυβερνητική κατάρρευση, πιθανώς με τον ίδιο μηχανισμό μιας πρότασης δυσπιστίας εάν ξαναδοκιμάσει και αυτός να καταφύγει στο άρθρο 49.3 του Συντάγματος, και στην καλύτερη σε μια ατέρμονη απόπειρα διαχείρισης που στην πραγματικότητα απλώς θα «κερδίζει χρόνο» μέχρι την επόμενη πρόταση δυσπιστίας, την ώρα που η Ακροδεξιά απλώς θα εμφανίζεται όλο και πιο ενισχυμένη.

Και όλα αυτά γιατί ο Εμανουέλ Μακρόν πιστεύει ότι για κάποιο λόγο ενώ είναι μειοψηφία, θα πρέπει να συνεχίσει να επιβάλλεται η δική του πολιτική και η δική του ιδεολογία παρότι εμφανώς έχουν αποδοκιμαστεί, αρνούμενος να αναγνωρίσει ότι μια κυβέρνηση με κέντρο το Νέο Λαϊκό Μέτωπο – που είναι η πρώτη δύναμη στη Βουλή – με τη στήριξη όσων κομμάτων όντως εννοούν το ότι είναι «δημοκρατικές δυνάμεις» θα έδινε διέξοδο.

Με αποτέλεσμα την ώρα που υποτίθεται ότι υψώνει αναχώματα στην Ακροδεξιά, ο Εμανουέλ Μακρόν απλώς να της στρώνει το χαλί.