Με τους ποιητές και τα ποιήματα δε χωρούν αναβολές. Αν ανατρέψεις τη δική τους επικαιρότητα με τη δική σου, πεισματώνουν: κόβονται κλωστές, κλείνουν οι πόρτες. Κι εκεί που νόμιζες πως ήσουνα κοντά, τα βλέπεις όλα μακρινά, αξεδιάλυτα και αινίγματα. Πρέπει πάλι να καταθέσεις οβολό, να μπεις στη βάρκα, να ακούσεις βατράχια, να τρομάξεις με τέρατα, προτού πάρουν ξανά τ’ αυτιά σου τη μουσική τους, αν φιλιώσουν και σου την ξαναδώσουν. Παραμερίζοντας για ένα μήνα το έργο του Σαχτούρη, με πέταξε μακριά του. Κι έμεινε άβολο σύνεργο στα χέρια μου το τρίγωνο – τρίχρωμο πρίσμα του, που υποσχόταν πριν από δυο μήνες ανθρώπους μαύρους, κόκκινους, άσπρους – κάτασπρους. Ξέμειναν λέξεις-χαρτιά, λέξεις-φτερά και το στομάχι πέτρα. Φτου κι απ’ την αρχή λοιπόν.


«ΤΟ ΒΗΜΑ», 23.12.1978, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»

Αφήνοντας προς το παρόν στην άκρη υποσχέσεις και προγράμματα ξαναδιαβάζω τα ποιήματα του Σαχτούρη σαν δωρεά, σχεδόν χριστουγεννιάτικη. Κι όσο κι αν φαίνεται περίεργο για έναν ποιητή ασύμπτωτο με τις γιορτές, ο Σαχτούρης αφιέρωσε δυο ποιήματα στα Χριστούγεννα: ένα στα 1943 κι ένα δεύτερο στα 1948. Της Κατοχής τα κάλαντα άρχιζαν έτσι: «Οι γιορτινές μέρες πυκνοκατοικημένες / γυναίκες αγκαλιάζουν πράσινα κλωνιά δεν κλαίνε / κι ο γέρος εθνικός κήπος κουβαλάει στις πλάτες του / τρεις πεθαμένους κύκνους / και τα παιδιά πετάνε ψίχουλα στον ουρανό / οι γιορτινές μέρες έχουν ένα λείο πρόσωπο…» Ήσυχη καρτερία σ’ άγριους καιρούς. Ποιος θα το περίμενε; Στα 1948 τα Χριστούγεννα έχουν αγριέψει: «Σημαία / ακόμη / τα δόκανα στημένα στους δρόμους / τα μαγικά τα σύρματα / τα σταυρωτά / και τα σπίρτα καμένα / και πέφτει η οβίδα στη φάτνη / του μικρού Χριστού / το αίμα το αίμα το αίμα…»

Ένα ποίημα δεν κόβεται ποτέ στη μέση. Μια φωνή όμως μπορεί να κρεμαστεί, κι ας βρει, όποιος θέλει, τη συνέχειά της. Όπως κι αν έχει το πράγμα, ανάμεσα στα δύο Χριστούγεννα, μέσα σε πέντε χρόνια ή σε πέντε λεπτά, ο Χριστός μάτωσε, τα δάκρυα έγιναν δόκανα, το αρνάκι καταραμένο πρόβατο κι ο σταυρός τουφέκι. Η βολή μας το θέλει να χωρίζουμε την υπομονή από την εξέγερση. Κι όμως στο δρόμο της ποίησης τα δύο πηγαίνουνε μαζί, σαν δυο μικρά παιδιά που πλέουν ανάμεσα στην άκρα αθωότητα και την έσχατη αμαρτία. Αυτά για τις χριστουγεννιάτικες κάρτες του Σαχτούρη.


«ΤΟ ΒΗΜΑ», 23.12.1978, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»

Τώρα το ακέραιο δώρο του. Από τα πιο δύσκολα πράγματα είναι να εξηγήσεις πώς ένα ποίημα της προκοπής δε γίνεται απελπισμένο. Η απελπισία είναι μια πληγή, τρέχει σαν ιδρώτας στις μασχάλες και σε λερώνει ασταμάτητα. Ένα καλό ποίημα όμως λάμπει και σε υποχρεώνει να ελπίζεις. Από τη μια στην άλλη λέξη του περιμένεις και βρίσκεις το απροσδόκητο. Αντιγράφω τη «Μεταμόρφωση» του Σαχτούρη: «Μια μέρα θα ξυπνήσω / άστρο / όπως το ’λεγες / θα πλύνω από τα χέρια μου / το αίμα / και θα πετάξω τα καρφιά / από το στήθος μου / δε θα φοβάμαι πια τον κεραυνό / δε θα φοβάμαι το σφαγμένο / πετεινό / μια μέρα θα ξυπνήσω / άστρο / όπως το ’λεγες / τότε / θα είσαι ένα πουλί / ίσως να είσαι έ ν α  π α γ ώ ν ι / εγώ / θα έχω αθωωθεί».


Ο Μίλτος Σαχτούρης

Κανένα σχόλιο δεν υπηρετεί αυτό το έξοχο ποίημα-δώρο όσο η απλή και πολλαπλή του ακρόαση. Ωστόσο, με το ρόλο του ταχυδρόμου που ανέλαβα σήμερα, παίρνω και την ευθύνη για κάποιες συστάσεις αποστολής:

1. Ο θρησκευτικός συμβολισμός της «Μεταμόρφωσης», δηλωμένος τόσο στον τίτλο της όσο και σε καίριες εικόνες στο εσωτερικό του ποιήματος, πλησιάζει τούτο το κείμενο, κατά περίεργη σύμπτωση, στα «Χριστούγεννα 1943» και στα «Χριστούγεννα 1948», που την αρχή τους έδωσα προηγουμένως. Μόνο που, ανάμεσα στη Γέννηση εκείνων και στην υπόσχεση της αλλαγής εδώ, πρέπει να υποθέσουμε πως έχει μεσολαβήσει το τελετουργικό πάθος ας πούμε: το μυστήριο της Σταύρωσης. Και ακόμη, σε σχέση με το παραδοσιακό θρησκευτικό μοντέλο, η ποιητική μεταμόρφωση που έχουμε εδώ, ας δεν έχει απορροφήσει και την Ανάσταση, έχει οπωσδήποτε ξεπεράσει το φάσμα του θανάτου.

2. Καθώς το θέμα της Γέννησης τίθεται την πρώτη φορά (στα «Χριστούγεννα 1943») με θετική καρτερία, ενώ τη δεύτερη (στα «Χριστούγεννα 1948») με αρνητική βιαιότητα, «Η Μεταμόρφωση» μοιάζει να συμπληρώνει το «χριστιανικό» τρίπτυχο ως σύνθεση των δύο προηγούμενων βαθμίδων, καθώς, μέσα από το πάθος, την παραδοχή και την υπέρβασή του, υπόσχεται τη λύτρωση.

3. Είναι χαρακτηριστικό, πιστεύω, ότι η υπόσχεση της λύτρωσης, που διαπερνά και σχεδόν καταυγάζει τη «Μεταμόρφωση», εκφράζεται σε μορφή κολοβού διαλόγου. Προϋποτίθεται ο λόγος ενός δευτέρου προσώπου και μέσα από αυτόν, ως απόκριση και ανταπόκριση σ’ αυτόν, έρχεται ο λόγος του πρώτου προσώπου, που προφητεύει σαν Χριστός-Ποιητής.

4. Αυτός ο Χριστός-Ποιητής, που είναι και το κύριο ποιητικό υποκείμενο της «Μεταμόρφωσης», δανείζεται από τον Χριστό της Καινής Διαθήκης αναμφισβήτητα τη λάμψη του άστρου, το χυμένο αίμα, τα καρφιά και προπαντός την τελική αθωότητα. Κι όμως το ίδιο αυτό υποκείμενο αντλεί τον ύπνο, το φόβο και προπαντός την παλιά βαριά ενοχή του μέσα από τα ανθρώπινα σπαραγμένα σωθικά του. Θεάνθρωπο θέλει η χριστιανική παράδοση το Χριστό· συνάνθρωπο θέλει «Η Μεταμόρφωση» το Χριστό-Ποιητή.

5. Μέσα στο ποίημα ο ποιητής γίνεται άστρο, κατά την πρόβλεψη του άλλου και για χάρη του άλλου προσώπου. Τι γίνεται όμως ο άλλος μέσα στον ίδιο κύκλο μεταμόρφωσης που θα φέρει το μέλλον; Το δεύτερο πρόσωπο του κολοβού διαλόγου δεν προδίδει μέσα στο ποίημα το φύλο του και παραλλάζει σε πουλί. Άστρο και πουλί ο ποιητής και ο άλλος θα ήταν ένα ζευγάρι από πολλές απόψεις ταιριαστό. Κι ωστόσο η έσχατη υπόθεση που θέλει το πουλί στον κύκλο της μεταμόρφωσης να γίνεται ίσως έ ν α  π α γ ώ ν ι (η λέξη αραιώνεται μέσα στο ποίημα) δίνει την περίεργη υποψία μιας καλωσυνάτης ειρωνείας του Ποιητή-Χριστού για τον άλλον. Θα ήταν λοιπόν ο άλλος ο πλουμιστός διάκοσμος πλάι σε μια λαμπρή, καθαρή αθωότητα; Κι αν μάλιστα δεχτούμε πως το παγώνι δεν έχει αποβάλει ολότελα την παλιά του ενοχή, μήπως τότε η ενδιάμεση σύνθεση άστρο – πουλί θα μεταφέρει και στον τελικό κύκλο της μεταμόρφωσης μια αρχική αντίθεση; Ο ποιητής και ο άλλος· το άστρο και το πουλί· ο αθώος και το παγώνι. Σκέφτομαι και βλέπω σχεδόν αυτό το σχήμα να ολοκληρώνεται, καθώς ολοκληρώνεται το ίδιο το ποίημα.


Ο Δ. Ν. Μαρωνίτης

Ένα καλό ποίημα, μορφώνοντας σωστά τον υλικό του πόνο, μεταμορφώνεται κάποτε σε άστρο. Αυτή είναι η περίπτωσή μας εδώ. Ό,τι κι αν πει ο καλοπροαίρετος αναγνώστης πλάι στο άστρο αυτό στέκεται, στην καλύτερη περίπτωση, σαν πουλί, στη χειρότερη φουσκώνει σαν παγώνι. Ζητώ συγγνώμην για το ρόλο που χρειάστηκε να παίξω. Κι όμως νιώθω περίεργα ανακουφισμένος κι έτοιμος την άλλη φορά να εκπληρώσω την παλιά υπόσχεση μιλώντας πιο νηφάλια για την ανθρωπολογία του Σαχτούρη. Καλές γιορτές.

*Επιφυλλίδα του Δ. Ν. Μαρωνίτη, που έφερε τον τίτλο «Κάρτες και δώρα από το Μίλτο Σαχτούρη» και είχε δημοσιευτεί στην εφημερίδα «Το Βήμα» την προπαραμονή των Χριστουγέννων του 1978, ημέρα Σάββατο, πριν από 46 ολόκληρα χρόνια.