Η Τουρκία, η Συρία και η ελληνική αμηχανία
Η σημαντική αναβάθμιση της Τουρκίας μετά τη μεγάλη ανατροπή στη Συρία φέρνει σε αμηχανία την ελληνική πλευρά
- Πούτιν: Ο Μπάιντεν μου είχε προτείνει να αναβάλει την ένταξη της Ουκρανίας στο ΝΑΤΟ
- «Το αεροπλάνο που έπεσε επλήγη από ρωσικό πύραυλο» λένε πηγές της κυβέρνησης του Αζερμπαϊτζάν
- Νέο χτύπημα του Ισραήλ στο νοσοκομείο Καμάλ Αντουάν - Πέντε νεκροί εργαζόμενοι
- Το τελευταίο μήνυμα επιβάτη στη σύζυγό του πριν την συντριβή του αεροσκάφους στο Καζακστάν
Τα παραδοσιακά κλισέ για μια Τουρκία που υποτίθεται ότι είναι διαρκώς σε κρίση και υποχώρηση έναντι της «ευρωπαϊκής» και «δυτικής» προστασίας και υποστήριξης που έχει η Ελλάδα δυσκολεύουν την κατανόηση των εξελίξεων στη Συρία και το πώς έχουν οδηγήσει σε μια σημαντική ανατροπή των πραγματικών συσχετισμών, με τρόπο που δημιουργεί νέα δεδομένα για την ελληνική πλευρά.
Αυτό φάνηκε και από τον μάλλον αμήχανο τρόπο με τον οποίο αντέδρασε η ελληνική πλευρά στα δημοσιεύματα του τουρκικού Τύπου για ενδεχόμενη έναρξη συζητήσεων για τουρκοσυριακή συμφωνία οριοθέτησης των ΑΟΖ, και μάλιστα με όρους που δεν αποκλείεται να λάβουν υπόψη τους το «Ψευδοκράτος» και θα πλήττουν κυριαρχικά δικαιώματα της Κυπριακής Δημοκρατίας.
Γιατί το ζήτημα δεν είναι απλώς τα συγκεκριμένα δημοσιεύματα και το εάν και πώς θα αποτραπεί ένα νέο «τετελεσμένο» πιθανώς σημαντικότερο αυτού που προέκυψε από το αντίστοιχο τουρκολιβυκό σύμφωνο. Το πραγματικό ζήτημα είναι η επίγνωση του μεγέθους της ανατροπής που έχει συμβεί σε σχέση με τη Συρία.
Γιατί ανεξαρτήτως του μπορεί κανείς να αποτιμήσει τα εσωτερικά κοινωνικά χαρακτηριστικά της «καθεστώτος Άσαντ», με την έξαρση των κοινωνικών ανισοτήτων, την κλιμάκωση του αυταρχισμού και της καταστολής, την ενδημική διαφθορά και την παντελή ανικανότητα για ανταπόκριση στις απαιτήσεις της συριακής κοινωνίας για δημοκρατία, συμπερίληψη και πρωτίστως κοινωνική δικαιοσύνη, εντούτοις στο γεωπολιτικό επίπεδο παρέμεινε μία χώρα η οποία διατηρούσε πλευρές της κληρονομιάς του Αραβικού Εθνικισμού. Αυτό σήμαινε ότι παρέμεινε μια χώρα που λόγω και του μεγέθους της ήταν αντίβαρο και στις προβολές ισχύος της Τουρκίας και σε πλευρές των δυτικών και ισραηλινών σχεδιασμών στην περιοχή.
Αυτή τη στιγμή τα πράγματα είναι πολύ διαφορετικά. Η Συρία διοικείται – και μάλλον θα διοικείται για αρκετό καιρό – από ένοπλες οργανώσεις, ισλαμιστικού προσανατολισμού, που σε σημαντικό βαθμό εξαρτώνται από την Τουρκία για τον εξοπλισμό και τη χρηματοδότησή τους. Άλλωστε, είναι προφανές ότι η προεργασία για την ακαριαία επίθεση και κατάληψη της εξουσίας, που περιλάμβανε και τον συντονισμό ανάμεσα στις αμιγώς φιλοτουρκικές δυνάμεις και την HTS , προϋπέθετε και τη συμμετοχή της τουρκικής πλευράς. Η Τουρκία ήδη ελέγχει τμήμα του Συριακού εδάφους, έχει άμεσο δίαυλο επικοινωνίας με την νέα πολιτική κατάσταση στη Δαμασκό, και βεβαίως διαθέτει έναν μεγάλο αριθμό Σύριων προσφύγων στο έδαφός τους – τους οποίους σε γενικές γραμμές δεν αντιμετώπισε ως «υβριδική απειλή» όπως η ΕΕ και τους οποίους θέλει να δει να επιστρέφουν –, την ώρα που έχει την τεχνολογική υποδομή για να πάρει μεγάλο μερίδιο από την ανοικοδόμηση της Συρίας (υπό την προϋπόθεση βεβαίως ότι οι χώρες του Κόλπου θα προσφέρουν τη χρηματοδότηση). Και όλα αυτά την ώρα που οι συστηματικοί ισραηλινοί βομβαρδισμοί στη στρατιωτική υποδομή της (όπως και η επέκταση της ισραηλινής ζώνης κατοχής) σημαίνουν ότι η Συρία αυτή τη στιγμή στερείται βασικών πλευρών κρατικής κυριαρχίας, πράγμα που επίσης αναβαθμίζει το ρόλο της Τουρκίας.
Την ίδια ώρα το γεγονός ότι οι μέχρι πρότινος αντιμετωπιζόμενοι ως τρομοκράτες κυβερνήτες της Συρίας απολαμβάνουν ήδη της ουσιαστικής αναγνώρισης από τη Δύση, που σταθμίζει πολύ περισσότερο το γεγονός ότι προσφέρουν συνεχείς εγγυήσεις ότι δεν αποτελούν αντίπαλο δέος στο Ισραήλ και δεν ενδιαφέρονται ιδιαίτερα για το τι γίνεται στην Παλαιστίνη, επίσης αφήνει μεγάλα περιθώρια στην Τουρκία να κατοχυρώσει τον ειδικό της ρόλο στη νέα Συρία, ιδίως από τη στιγμή που γνωρίζει και συνομιλεί από καιρό με τους νέους κυβερνήτες και άρα είναι ο βασικός εκπρόσωπος της «διεθνούς κοινότητας» στη συζήτηση μαζί τους.
Προφανώς όλα αυτά έχουν και ένα χαρακτήρα μεγάλου ρίσκου και οποιαδήποτε διολίσθηση της συνθήκης στη Συρία σε μία νέα παραλλαγή εμφυλίου πολέμου θα συμπαρασύρει και την Τουρκία, όμως σε αυτή τη φάση η Τουρκία απολαμβάνει τους καρπούς μιας πολιτικής που σε μια προηγούμενη φάση μπορεί και να αντιμετωπίστηκε ως τυχοδιωκτική. Ας μην ξεχνάμε ότι και η Ρωσία και το Ιράν, οι ηττημένοι της ανατροπής στη Συρία, διατηρούν έναν βαθμό επικοινωνίας με την Τουρκία που επίσης αντικειμενικά αναβαθμίζει τη θέση της Άγκυρας. Άλλωστε, η Τουρκία της εποχής Ερντογάν έκανε αρκετά βήματα στο να μπορέσει να παρουσιάσει μια πολιτική στην περιοχή που έχει στοιχεία «προβολής ισχύος» ή «επεκτατισμού» ως ένα ηγεμονικό σχέδιο, που εκτός όλων των άλλων περιλαμβάνει και διάφορα σχέδια ενεργειακής διασύνδεσης και αγωγών μέσω συριακού εδάφους που αφορούν μια σειρά από χώρες της περιοχής. Και μπορεί να υπάρχει το ανοιχτό ζήτημα της αντιπαράθεσης με τις ΗΠΑ σε σχέση με το μέλλον των κουρδικών περιοχών, όμως δεν θα πρέπει να ξεχνάμε ότι αυτό είχε να κάνει κυρίως με τη δυνατότητα των ΗΠΑ να έχουν λόγο στις εξελίξεις και όχι με την υποστήριξη του κουρδικού αιτήματος αυτοδιάθεσης.
Όλα αυτά δεν γίνεται να μην έχουν επιπτώσεις και στα ελληνοτουρκικά. Γιατί ακριβώς επειδή έχουμε να κάνουμε με μια προσπάθεια να μεταφραστεί σε αναβαθμισμένο γεωπολιτικό ρόλο μια πραγματική ισχύς (που έχει και δημογραφικές και παραγωγικές βάσεις), είναι σαφές ότι αυτό δεν θα περιοριστεί στα ζητήματα που αφορούν τη Συρία, έστω και εάν προφανώς αυτή τη στιγμή η προσοχή είναι στραμμένη εκεί.
Αυτό ακριβώς έρχεται να υπενθυμίσει και η ανακοίνωση για επερχόμενο τουρκοσυριακό σύμφωνο για τις ΑΟΖ. Γιατί δείχνει ότι η Τουρκία ήδη αξιοποιεί το νέο συσχετισμό για βήματα και σε σχέση με τα ελληνοτουρκικά. Πράγμα που δείχνει ότι η πολιτική των χαμηλών τόνων της τελευταίας τετραετίας και της εκκίνησης μιας διαδικασίας διαλόγου – που ακόμη δεν έχει αποδώσει πραγματικά αποτελέσματα πέραν της ίδιας της «αποκλιμάκωσης» – δεν σημαίνει αυτόματα και το τέλος των διεκδικήσεων. Μάλλον το ακριβώς αντίθετο: η Τουρκία τώρα αισθάνεται ότι μπορεί να τις προβάλλει από μια αναβαθμισμένη θέση.
Απέναντι σε όλα αυτά η απλή υπενθύμιση του διεθνούς δικαίου ή των ευρωπαϊκών και άλλων διεθνών θεσμών που χαρακτήρισε τις ανακοινώσεις της ελληνικής πλευράς, περισσότερο αμηχανία αποτυπώνει παρά αποφασιστικότητα. Και αυτό γιατί είναι σαφές ότι σε ένα τοπίο που αλλάζει και όπου πρώτη και καλύτερη η Δύση ανεχόμενη την συστηματική παραβίαση βασικών κανόνων διεθνούς και ανθρωπιστικού δικαίου από το Ισραήλ, έχει σχετικοποιήσει την έννοια του διεθνούς δικαίου και όπου ούτως ή άλλως η πολιτική ανατροπή στη Συρία αντιμετωπίζεται κατά βάση θετικά από ένα ευρύ φάσμα δυνάμεων – έστω και για διαφορετικούς λόγους – πολύ δύσκολα αυτή τη στιγμή μια απλή επίκληση της νομιμότητας θα μπορεί να έχει πραγματική αποτελεσματικότητα.
Την ίδια στιγμή, όλα αυτά απλώς υπογραμμίζουν ότι ένα ορισμένο αφήγημα που υποστήριξε ότι μια σειρά από στρατηγικές επιλογές της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής τα τελευταία χρόνια και που παρουσιάστηκαν ως ταυτόχρονη στράτευση στη «σωστή πλευρά της ιστορίας» και ως απόπειρα απομόνωσης της Τουρκίας ή ενίσχυσης αντισυσπειρώσεων απέναντί της, απλώς δεν αντέχει στην αναμέτρηση με την πραγματικότητα.
Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις