Αλέξανδρος Ρίζος Ραγκαβής: Γραφικότητα Ανατολής
Καλό γούστο, κοφτερή ματιά, χιούμορ και κριτική χαμογελαστή της ζωής
Ο φίλος κ. Ρ. Αρ. Αγαθοκλής μάς είχε καλέσει στην Αρχαιολογική Εταιρεία να παρακολουθήσουμε μια διάλεξή του με θέμα: «Το νομοθετικόν έργον των Ελλήνων ηγεμόνων Μολδαβίας και Βλαχίας». Φαντάζομαι ότι το θέμα του το υπαγόρευσε η πολύμηνη παραμονή του ως Αντιπροσώπου της Ελλάδος στη Ρουμανία.
Κινημένοι απ’ τον εξαίρετο ομιλητή, γυρίσαμε κι εμείς στην εποχή των οικογενειών των μεγάλων Φαναριωτών, που έδιναν τους ηγεμόνες της Μολδοβλαχίας, τους μεγάλους διερμηνείς της Πύλης και του Καπουδάν πασά του Αρχιπελάγου· και που, μετά την Επανάσταση του 1821, στα πρώτα βήματα του αναγεννωμένου Έθνους, έδωσαν τους καθαρεύοντας λογίους και τους διπλωμάτες της εποχής του Καποδίστρια και του Όθωνος.
«ΤΟ ΒΗΜΑ», 18.6.1963, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»
Παρακινημένοι απ’ την ομιλία του κ. Αγαθοκλή και θέλοντας να μπούμε στην ατμόσφαιρα των ηγεμόνων της Μολδοβλαχίας, ανοίγουμε μια μοναδική πηγή: τα Απομνημονεύματα του Αλεξάνδρου Ρίζου Ραγκαβή, αυθεντικού Φαναριώτη, αυθεντικού απογόνου αυτών των μυθικών ηγεμόνων και, προ παντός, λαμπρού αφηγητή. Είναι απ’ τους καλύτερους συγγραφείς που έγραψαν στην καθαρεύουσα, και τα Απομνημονεύματά του είναι μια εκπληκτική σύνθεση: καλού γούστου, κοφτερής ματιάς, χιούμορ και κριτικής χαμογελαστής της ζωής.
Ανοίγουμε τον πρώτο τόμο των Απομνημονευμάτων του. Στο βασίλεμα της ζωής του ο Αλέξανδρος Ραγκαβής θυμάται τα παιδικά του χρόνια. Έτσι αναπολεί και την ανακήρυξη ως ηγεμόνα της Βλαχίας του θείου του πατέρα του, του Αλεξάνδρου Σούτζου, και το ταξίδι που έκαμε ο ίδιος ο Ραγκαβής με τους γονείς του στην Επικράτεια του θείου του ηγεμόνα.
Ο προκάτοχος ηγεμόνας, ο Ιωάννης Καρατζάς, είχε δραπετεύσει απ’ το Βουκουρέστι. Έχοντας συγκομίσει αρκετά πλούτη απ’ την ηγεμονία του σκέφτηκε να πάρη τα παιδιά του να πάη να ζήση στην Ιταλία, πριν πέση στη δυσμένεια της Πύλης και χάση το κεφάλι του, όπως είχε συμβή με αρκετούς προκατόχους του. Βέβαια είχε γίνει τότε μια συνθήκη που όριζε ότι η Πύλη δεν είχε δικαίωμα να ανακαλέση τον ηγεμόνα πριν περάσουν εφτά χρόνια. Αλλά τίποτα δεν την εμπόδιζε να τον δολοφονήση, κατά τη συνήθεια της εποχής.
«ΤΟ ΒΗΜΑ», 18.6.1963, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»
Έτσι χήρεψε, ξαφνικά, ο θρόνος του ηγεμόνα της Βλαχίας. Η Πύλη είχε το δικαίωμα να εκλέγη τον ηγεμόνα αυτόν από τέσσερις φαναριώτικες οικογένειες: των Σούτζων, των Μουρουζών, των Καλλιμαχών και των Καρατζά. Χαλασμός μέγας γινόταν, κάθε φορά που υπήρχε κενή θέση: ποια απ’ τις τέσσερις φαμίλιες να κερδίση την εύνοια του Σουλτάνου. Τα συμφέροντα ήταν μεγάλα, οικονομικά και πολιτικά. Οι ξένοι πρέσβεις στην Πύλη κοίταζαν κι αυτοί με κάθε τρόπο να κερδίση τη θέση ο ευνοούμενός τους.
Αυτή τη φορά ο Σουλτάνος όρισε διάδοχο του δραπέτη Καρατζά τον Αλέξανδρο Σούτζο, που είχε ηγεμονεύσει κι άλλη φορά, στα 1806. Ο Ραγκαβής λέει πως η εκλογή αυτή ήταν πράξη ευγνωμοσύνης του Ιωάννου Καποδίστρια. Όταν οι Τούρκοι κατείχαν τα Εφτάνησα, συλλάβανε τον πατέρα του Καποδίστρια με την κατηγορία ότι ετοίμαζε επανάσταση εναντίον τους, τον μεταφέραν στην Πόλη και ήταν έτοιμοι να του πάρουν το κεφάλι. Τότε ο Αλέξανδρος Σούτζος, που είχε πολλούς πασάδες φίλους του, έβαλε τα δυνατά του κι έσωσε τον πατέρα Καποδίστρια. Και ο γιος, ευγνωμονώντας όταν απόκτησε επιρροή πάνω στον Τσάρο, έπεισε τη ρωσική Κυβέρνηση να υποστηρίξη την υποψηφιότητα του Αλεξάνδρου Σούτζου, που έτσι έγινε για δεύτερη φορά ηγεμόνας της Βλαχίας.
Ας πάμε τώρα στο ίδιο το κείμενο του Ραγκαβή. Περιγράφει το σπίτι στο Φανάρι, του θείου του Σούτζου, που ό,τι είχε ορισθή Αυθέντης και κατάρτιζε την αυλή του πριν ξεκινήση για την ηγεμονία του. Ιδέτε γραφικότητα Ανατολής:
«Ο προσερχόμενος προς τον ηγεμόνα διήρχετο δι’ ευρέος προθαλάμου, όστις διά πάσης της ημέρας εμυρμηκία υπό αυλικών, και όπου εν άλλοις ίσταντο κλητήρες, πολυτελώς ενδεδυμένοι, έχοντες διά χειρών ράδβους, ας εκόσμουν αργυροί κωδωνίσκοι, και το όνομα του προσερχομένου γεγωνυία τη φωνή, και σχεδόν δι’ άσματος απαγγέλλοντες, εν ω εκίνουν τας κωδωνοφόρους των ράβδους. Το δ’ ένδον ευρύ δωμάτιον, το του ηγεμόνος, την διασκευήν μεν είχεν απλουστάτην, ως πάντα τα τότε εν Κωνσταντινουπόλει, παραπετάσματα πάνινα εις τα πολλά και ουχί μεγάλα παράθυρα, τάπητα εις το έδαφος, και περί παν το μήκος των τριών πλευρών του δωματίου εν συνεχές ανάκλιντρον (σοφάν) εστρωμένον. Ο δ’ Αυθέντης, ανήρ μικρόσωμος, τετράγωνος, λευκοπώγων, μεγαλοπρεπώς δυσκίνητος, αλλά το βλέμμα έχων οξύ και μάλλον ύπουλον, εκάθητο ουχί επί των ανακλίντρων αλλά, κατά παραδόξους ιδέας ανατολικής αξιοπρεπείας, εις το έδαφος, επί λεπτού χρυσοστίκτου στρώματος (σελτέ), μη έχοντος ευρυχωρίαν ίνα παρακαθήση και έτερος. Εκεί ο προσερχόμενος κύπτων εφίλει την χείρα του Αυθέντου μη μετακινουμένου, και μετά ταύτα ή ίστατο όρθιος εμπρός αυτού έχων τας χείρας εσταυρωμένας ή, αν ην οικειότερος ή εις των επισήμων, προσκαλούμενος δι’ ελαφρού σχήματος της χειρός του ηγεμόνος, εκάθητο εις ευλαβή απόστασιν από του ανακλίντρου».
Σ’ αυτόν τον συγγενή, τον μεγαλοπρεπώς δυσκίνητον ηγεμόνα, οδηγήσανε, παιδάκι, τον Αλέξανδρο Ραγκαβή να προσκυνήση, καθώς ήταν το χρέος. Και ο αφηγητής μάς λέει πως πολλοί αυλικοί θα ζηλέψανε εκείνη τη μέρα, επειδή ο Αυθέντης τού έτεινε να φιλήση «ουχί το άνω μέρος, το θέναρ της χειρός αυτού, αλλά το έσω της παλάμης, όπερ ην ένδειξις υπερτάτης ευνοίας».
Ο νέος Φαναριώτης, ο Ραγκαβής, περιγράφει εν συνεχεία τα διαμερίσματα της Κεράς, της συζύγου του ηγεμόνα, και τις επισκέψεις που της έκανε ο Αυθέντης για να διασκεδάση λίγο και να ξεσκάση απ’ τα επίσημα χρέη του. Τέτοιες διασκεδάσεις φαίνεται πως ήταν κατ’ εξοχήν οι μουσικές ακροάσεις. «Εις τούτο δ’ αύται συνίσταντο, ότι εις των ανωτέρων υπηρετών της Αυθεντικής τραπέζης, αρχιοινοχόος νομίζω ή άλλος τις τοιούτος, νέος εύσωμος και ευειδής, υπόληψιν δε καλλιφωνοτάτου μουσικού κεκτημένος, ήρχετο κατά διαταγήν να τραγωδήση προ της συναναστροφής ή και προ αυτού του Αυθέντου. Τότε δε, παρά το πέρας του ανακλίντρου ιστάμενος, χωρίς ιδέα καν να υπάρχη της ανάγκης μουσικού οργάνου εις υποστήριξιν της φωνής του, την χείρα θέτων επί του ωτίου εις ενίσχυσιν, φαίνεται, των φωνητικών του μυώνων, ήρχιζεν ή Το φιλέρημον τρυγόνι ή το Ψυχή αθλία, τα εξέχοντα τότε εν Κωνσταντινουπόλει και άκρα της τέχνης αριστουργήματα. Μέγας δ’ ην ο ενθουσιασμός ον εις πάντας ενέπνεε…»
Η αυλή του Αυθέντου Σούτζου είχε και τον ποιητή της «ήκιστα μεν απόγονον του Πινδάρου, αλλά γνήσιον απόγονον του Εξαρχοπούλου (σ.σ. ο αμοργιανός ποιητής Γεώργιος Εξαρχόπουλος του Ματθαίου, μια καθ’ όλα εκκεντρική προσωπικότητα), γελοίον νάνον».
Ο Αλέξανδρος Ραγκαβής αναθυμάται ύστερα και περιγράφει τη μεγάλη μέρα που ο Σουλτάνος ήταν να δεχθή και να «περιάψη» (σ.σ. αποδώσει, παραχωρήσει) επισήμως την εξουσία στον ηγεμόνα της Βλαχίας:
«Από της πρωίας μετέβη ο ηγεμών ιδιωτικός εις την Πύλην, και μετά την παρουσίασιν, καθ’ ην γονυπετής εφίλει τα περιάμματα (σ.σ. φυλαχτά, χαϊμαλιά) του στρώματος εφ’ ου ο αυτοκράτωρ εκάθητο, ενεδύθη τα εμβλήματα της νέας αρχής και επέστρεψεν εν μεγάλη και πανηγυρική παρατάξει (αλάι) επί χρυσοφαλάρου ίππου σοβών (σ.σ. κινούμενος με υπερηφάνεια και μεγαλοπρέπεια πάνω σε άλογο με χρυσά στολίδια στα χαλινάρια ή στα ηνία του), φέρων επί των ώμων μεν την καββανίτσαν, μηλωτήν ποδήρη (σ.σ. δερμάτινο πανωφόρι ή κάλυμμα που φθάνει έως το άκρο των ποδιών) εκ διαργύρου (σ.σ. επαργυρωμένου) υφάσματος, έχουσαν μακρυτάτας και οπίσω των ώμων ερριγμένας τας χειρίδας (σ.σ. μανίκια), επίσημον επενδύτην των αρχαίων Οθωμανών μεγιστάνων, ίσως και των ποτέ ιθαγενών ηγεμόνων της Δακίας· επί κεφαλής δε την κούκκαν, ερυθρόν των γενιτσάρων κράνος, επικεκοσμημένον διά μεγάλου λόφου λευκών πτερών ημικυκλικώς διατεθειμένων. Την δε συμπλήρωσιν της επισήμου στολής, συνισταμένην εις τόξον εν θήκη ερυθρά επιχρύσω, εις ομοίαν φαρέτραν περιέχουσαν βέλη, έφερεν υπασπιστής παρά τω ηγεμόνι, και εμπρός αυτού εκομίζοντο, εις την άκραν μακρών δοράτων σειόμεναι, αι τρεις ιππούρεις (σ.σ. θύσανοι από ουρές αλόγων ως διακριτικά), αίτινες ήσαν τα εμβλήματα της ανωτάτης και ημιανεξαρτήτου αξίας του ηγεμόνος. Προηγούντο δε και είποντο οι την αυλήν αποτελούντες ανώτεροι ή κατώτεροι άρχοντες, η ηγεμονική σωματοφυλακή, και προσέτι φρουρά οθωμανική, κρουομένων των τυμπανιδίων (τουμπελεκίων). Χιλιάδες δε θεατών επλήρουν τα παράθυρα και τας οδούς δι’ ων διήρχετο η σχεδόν βασιλική πομπή…»
[…]
*Επιφυλλίδα του ακαδημαϊκού Ηλία Βενέζη, που έφερε τον τίτλο «Οι ηγεμόνες» και είχε δημοσιευτεί στην εφημερίδα «Το Βήμα» την Τρίτη 18 Ιουνίου 1963.
Ο Αλέξανδρος Ρίζος Ραγκαβής, Φαναριώτης του 19ου αιώνα με ευρεία μόρφωση και γνώση ξένων γλωσσών, υπήρξε ένας ακάματος εργάτης του πνεύματος, ένας λόγιος με αδιάκοπη και πολυσχιδή δραστηριότητα.
Ο Αλέξανδρος, γιος του φαναριώτη λογίου Ιακώβου Ρίζου Ραγκαβή, γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη στις 27 Δεκεμβρίου 1809.
Αφού πέρασε μέρος των παιδικών του χρόνων στις Παραδουνάβιες Ηγεμονίες, ο Ραγκαβής σπούδασε στη Στρατιωτική Σχολή του Μονάχου με υποτροφία του βασιλιά της Βαυαρίας Λουδοβίκου Α’. Αποφοίτησε από την εν λόγω σχολή με το βαθμό του ανθυπολοχαγού του Πυροβολικού και υπηρέτησε ως αξιωματικός στον Ελληνικό Στρατό.
Γρήγορα, όμως, υπέβαλε την παραίτησή του και στράφηκε στην πολιτική καταλαμβάνοντας διοικητικές θέσεις στα υπουργεία Παιδείας και Εσωτερικών.
Ο Ραγκαβής διετέλεσε επίσης πρώτος γενικός γραμματέας της εν Αθήναις Αρχαιολογικής Εταιρείας, από το 1837 (έτος ιδρύσεως της Εταιρείας) έως το 1851. Στο διάστημα αυτό ο Ραγκαβής διορίστηκε καθηγητής Αρχαιολογίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών (1844).
Την περίοδο 1856-1859 ο Ραγκαβής διετέλεσε υπουργός Εξωτερικών στις κυβερνήσεις Δημητρίου Βούλγαρη και Αθανασίου Μιαούλη.
Το 1866 αναγορεύτηκε πρύτανης του Πανεπιστημίου Αθηνών, ενώ στα κατοπινά χρόνια διορίστηκε πρεσβευτής της Ελλάδας στις ΗΠΑ, την Κωνσταντινούπολη, το Παρίσι και το Βερολίνο.
Το 1887 ο Ραγκαβής αποσύρθηκε από την πολιτική.
Όσον αφορά τη συγγραφική δραστηριότητά του, ο πολυγραφότατος Ραγκαβής κάλυψε σχεδόν ολόκληρο το φάσμα των ειδών του γραπτού λόγου: ποιήματα, θεατρικά έργα, διηγήματα (Ο συμβολαιογράφος κ.ά.), μυθιστορήματα (Ο Αυθέντης του Μωρέως, το 1850, υπήρξε το πρώτο νεοελληνικό ιστορικό μυθιστόρημα), απομνημονεύματα, γραμματολογικά και κριτικά έργα, μεταφράσεις κ.ά.
Υπήρξε συνεργάτης στην έκδοση περιοδικών («Η Ευτέρπη», «Πανδώρα»), καθώς και μέλος κριτικής επιτροπής ποιητικών διαγωνισμών του Πανεπιστημίου Αθηνών.
Η ποίηση του Ραγκαβή παρουσίαζε αρχικά έντονα ρομαντικά στοιχεία (ο ίδιος υπήρξε κύριος εκπρόσωπος της Α’ Αθηναϊκής Σχολής), αλλά από τα μέσα του 19ου αιώνα και μετά, ακολουθώντας την τάση της εποχής, εγκατέλειψε το ρομαντισμό, υιοθέτησε μια γλώσσα αρχαΐζουσα και έφθασε τελικά στο νεοκλασικισμό, που τον διακρίνει μια εξαιρετική επιτήδευση και κομψότητα στη γλώσσα (χαρακτηριστικό παράδειγμα η εκτενής ποιητική σύνθεση Διονύσου πλους, του 1864).
Στο έργο του Περίληψις ιστορίας της νεοελληνικής φιλολογίας ο Ραγκαβής υπερασπίστηκε τη λόγια γλώσσα (καθαρεύουσα) και τη φαναριώτικη ποίηση, απορρίπτοντας παράλληλα τη δημοτική γλώσσα και το δημοτικό τραγούδι, καθώς και την κρητική λογοτεχνία και εν μέρει την επτανησιακή ποίηση.
Ο Αλέξανδρος Ρίζος Ραγκαβής απεβίωσε στην Αθήνα το 1892.
Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις