Τα στοιχεία της Eurostat ότι για το 2023 ο μέσος μισθός στην Ελλάδα, υπολογισμένος με όρους ισοτιμίας αγοραστικής δύναμης, ήταν ο χαμηλότερος στην Ευρώπη δεν ήρθε προφανώς ως κεραυνός εν αιθρία.

Εδώ και καιρό όλες οι στατιστικές δείχνουν ότι οι αυξήσεις στους ονομαστικούς μισθούς τα τελευταία χρόνια υπολείπονται σημαντικά της πραγματικής αύξησης του κόστους ζωής.

Αυτό έχει ως αποτέλεσμα το φαινομενικό παράδοξο να αυξάνονται οι ονομαστικοί μισθοί, τόσο ο κατώτερος όσο και ο μέσος μισθός, και οι μισθωτοί να διαπιστώνουν ότι τα φέρνουν όλο και πιο δύσκολα βόλτα.

Με αποτέλεσμα η ρητορική που έρχεται από κυβερνητικά χείλια για την επίτευξη ρυθμών ανάπτυξης υψηλότερων από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο να μην σημαίνει και πολλά τελικά.

Βλέπετε, οι άνθρωποι δεν ζουν με στατιστικές και δείκτες. Οι άνθρωποι ζουν ανάλογα με το πόσα πραγματικά μπορούν να ξοδέψουν άρα με το τι μπορούν να καλύψουν με αυτά που έχουν στην τσέπη.

Και αυτά, με πραγματικούς όρους, λιγοστεύουν ακόμη και εάν ο αριθμός φαντάζει μεγαλύτερος.

Γιατί την ίδια στιγμή ο πληθωρισμός στα είδη ζωτικής ανάγκης συνεχίζει να αυξάνεται, ενώ βασικό ρόλο παίζει ότι στην Ελλάδα έχουμε τα πρώτα σημάδια μιας στεγαστικής κρίσης, καθώς μειώνεται το ποσοστό ιδιοκατοίκησης την ώρα που και τα ενοίκια και το κόστος αγοράς νέας κατοικίας εκτινάσσεται.

Όμως, πίσω από όλα αυτά βρίσκεται και κάτι βαθύτερο που αφορά το πώς αντιμετωπίζονται οι μισθωτοί στη χώρα μας.

Το είχαμε δει και στην περίοδο μνημονίων όταν θεωρήθηκε ότι η χώρα μας θα γινόταν ανταγωνιστική με το να μειωθούν σημαντικά οι ονομαστικοί μισθοί. Με αποτέλεσμα βέβαια τη μαζική φυγή ιδίως επιστημόνων στο εξωτερικό που εξακολουθούμε να μην μπορούμε να βρούμε τρόπο να τους φέρουμε πίσω.

Μπορεί μετά σταδιακά να αυξήθηκαν οι ονομαστικοί μισθοί αλλά η αντίληψη ότι ο μισθός είναι κατά βάση κόστος και όχι επένδυση παρέμεινε βαθιά ριζωμένη σε όσους εμπλέκονται στη διαμόρφωση του κλίματος στην οικονομία.

Ας μην ξεχνάμε ότι για ένα σημαντικό μέρος των συχνά αυτόκλητων ελίτ της χώρας το να είσαι μισθωτός εργαζόμενος αποτελεί κατά βάση την ένδειξη μιας αποτυχίας. Γιατί εάν ήσουν αληθινά «πετυχημένος», στα δικά τους μάτια, τότε θα «έπαιρνες δουλειές», ενίοτε και «δουλίτσες» και δεν θα περίμενες το μισθό σου κάθε μήνα. Με αποτέλεσμα να βλέπει κανείς ο πλούτος στη χώρα να αυξάνεται άνισα και μικρό μέρος να καταλήγει στους μισθωτούς,

Μόνο που έτσι οδηγούμαστε να είμαστε μια κοινωνία εργαζόμενων που στην ουσία είναι φτωχοί. Ισως πάνω από το κατώφλι της φτώχειας αλλά καλύπτουν -αν τα καταφέρνουν- με δυσκολία βασικές ανάγκες. H εργασία έχει πάψει να αποτελεί ικανό παράγοντα για διέξοδο από την οικονομική δυσπραγία και εξασφάλιση καλού βιοτικού επιπέδου -και μάλιστα παρά το γεγονός ότι οι ώρες που δεσμεύει έχουν αυξηθεί, με την Ελλάδα για το 2023, να εμφανίζει μεταξύ των χωρών της ΕΕ27, τη δεύτερη υψηλότερη επίδοση σε ώρες εργασίας ανά εργαζόμενο.

Μια κοινωνία όπου ένα σημαντικό μέρος της απλώς θα τα βγάζει πέρα, χωρίς δικαίωμα στην ελπίδα και σε ένα καλύτερο αύριο. Μια κοινωνία που θα συνεχίσει να διώχνει ταλέντο στο εξωτερικό και που απλώς θα ανταγωνίζεται χώρες χαμηλού εργατικού κόστους, αδυνατώντας να ανταγωνιστεί σε επίπεδο παραγωγικότητας καθώς ολοένα και λιγότερο θα στηρίζεται σε κλάδους υψηλής προστιθέμενης αξίας. Μια κοινωνία όλο και πιο άνιση, όλο και πιο δυσαρεστημένη, όλο και πιο θυμωμένη.

Κάποιοι πιστεύουν ότι όλα αυτά δεν αποτελούν σοβαρά προβλήματα γιατί μετά το τραύμα των μνημονίων οι άνθρωποι αρκούνται απλώς να έχουν μια δουλειά. Κάποιοι άλλοι εκτιμούν ότι δεν πειράζει, και ότι στην τελική άμα κάνεις και δεύτερη δουλειά και απλώς γυρίζεις στο σπίτι για να καταρρεύσεις μπορεί και να σου μείνει κάτι στην άκρη. Και σίγουρα υπάρχουν και αυτοί που κάπου μέσα τους αισθάνονται «και πολλά τους δίνουμε».

Όμως, όποιος θέλει να δει πέρα από τη «φούσκα» της μειοψηφίας που αισθάνεται ότι τα πράγματα πάνε καλύτερα, τότε δεν χρειάζεται να κοιτάξει μακριά για να καταλάβει από πού θα έρθουν οι αυριανές κοινωνικές εκρήξεις.