Υπάρχει στο «Φαρενάιτ 451» μια σκηνή που «ξεκλειδώνει» αρκετούς από τους διαδρόμους στον μυθιστορηματικό λαβύρινθο του Ρέι Μπράντμπερι. Είναι εκεί όπου η Κλάρα Φελπς ξεσπά σε δάκρυα όταν ακούει τον πρωταγωνιστή Γκάι Μόνταγκ να διαβάζει το απόσπασμα από την «Παραλία του Ντόβερ» του Μάθιου Άρνολντ: «Η θάλασσα της πίστης ήταν κάποτε κι αυτή γεμάτη, και οι ακτές της στρογγυλής γης τη σμίλευαν με δαντελωτά ακρογιάλια. Όμως, τώρα, το μόνο που φτάνει στα αυτιά μου είναι η μελαγχολία της, το μακρόσυρτο μουγκρητό των κυμάτων καθώς η ανάσα του νυχτερινού ανέμου τα παρασέρνει πίσω στον απέραντο τρόμο της αβύσσου, εκεί που στέκουν γυμνά τα ανήλιαγα θεμέλια του κόσμου… Ω, αγάπη, κάνε μας να είμαστε αληθινοί ο ένας προς τον άλλο! Γιατί αυτός ο κόσμος που απλώνεται μπροστά μας σαν μια χώρα του ονείρου, τόσο πολύχρωμος, τόσο όμορφος, τόσο καινούριος δεν κρύβει χαρά, μήτε αγάπη».

Τι έχει συμβεί και η κυρία Φελπς «λύνεται» μπροστά στις άλλες γυναίκες και τη σύζυγο του Μόνταγκ, τη Μίλντρεντ; Εκείνος υποτίθεται ότι διαβάζει ποίηση για να δείξει στην ομήγυρη πόσο ανεδαφική είναι -στη μοναδική ημέρα που επιτρέπεται στους πυροσβέστες του κράτους να επαναφέρουν ένα βιβλίο από τα παλιά. Συμβαίνει αυτό που συνεπάγεται η ποίηση για οποιονδήποτε αναγνώστη: η καθημερινή τύφλωση υποχωρεί, οι πόροι του συναισθήματος ανοίγουν και η γλώσσα γίνεται πράξη. Ικανή να ακυρώσει όλες τις απαγορεύσεις, όπως αυτές που υποδεικνύει στο εμβληματικό του έργο ο Μπάντμπερι, το οποίο κυκλοφόρησε στην αμερικανική αγορά το 1954. Ουσιαστικά στην περίπτωση της κυρίας Φελπς ξυπνάνε όλες οι καταπιεσμένες επιθυμίες για τέχνη και ομορφιά, όλα τα απωθημένα για την ποίηση που με μια απόφαση το κράτος έχει σβήσει από τη ζωή της.

Η σκηνή περιέχεται και στη διασκευή του Τιμ Χάμιλτον σε graphic novel, η οποία μας ενδιαφέρει εδώ. Είχε κυκλοφορήσει το 2009 από το «Μεταίχμιο», σε μετάφραση του Αλέξη Καλοφωλιά, και επανακυκλοφόρησε μέσα στο 2024. Η λεπτομέρεια που κάνει τη διαφορά είναι ότι τα κείμενα υπογραφεί και σ’ αυτή την περίπτωση ο ίδιος ο Μπράντμπερι, που συνεργάστηκε με τον εικονογράφο το 2009 στην πρωτότυπη έκδοση της «Hill and Wang». Γι’ αυτό και όσα περιμένει κανείς από τα επεισόδια του δυστοπικού μυθιστορήματος δεν λείπουν από τις 150 σελίδες. Στην αρχή είναι η ευχαρίστηση των πυρονόμων που καίνε τα βιβλία -διακρίνουμε στο καρέ τους τίτλους του Δαρβίνου και του Τζον Στάινμπεκ, για παράδειγμα. Ακολουθεί η απρόσμενη συνάντηση του πυροσβέστη Γκάι με την 17χρονη Κλαρίς, η οποία τον αποχαιρετά με την ερώτηση που θα λειτουργήσει σαν βραδυφλεγής μηχανισμός για τη «μεταστροφή» του: «Είσαι ευτυχισμένος;». Στην αρχή αρνείται, αλλά τρεις σελίδες αργότερα αποδέχεται ότι απλώς «φορούσε την ευτυχία του σαν μάσκα». Αφού αντικρίσει τη γυναίκα του Μίλντρεντ ημιθανή, χωρίς αίσθηση της πραγματικής ζωής, αρχίζει να συνειδητοποιεί ότι κάτι σάπιο υπάρχει στο βασίλειο της απαγόρευσης των βιβλίων. Η αυτοπυρπόληση μίας γυναίκας που δεν δέχεται να αποχωριστεί τα βιβλία της και η γνωριμία του με τον παλιό καθηγητή Φάμπερ θα οδηγήσουν στη δική του «εξέγερση». Ο Γκάι είναι ένας ακόμη ήρωας της δυτικής λογοτεχνίας που αμφισβητεί την ταυτότητά του πριν φτάσει στην αυτοσυνειδησία. Και το «Φαρενάιτ 451» άλλο ένα έργο χωρίς άσπρο και μαύρο στη διαβάθμιση των χαρακτήρων. Η ηδονιστική -αμερικανική- κοινωνία στην οποία ζουν όλοι έχει αποδεχτεί πλήρως τη διάσπαση προσοχής, την προσκόλληση στο τηλεοπτικό θέαμα (την «οικογένεια», όπως ονομάζεται) και την εξορία των ιδεών από τη δημόσια σφαίρα.

Τα χρώματα που κυριαρχούν στο σκίτσο είναι μουντά, εκτός από το έντονο πορτοκαλί στις σκηνές της φωτιάς. Ο Χάμιλτον γνωρίζει να δημιουργεί «ατμόσφαιρες» -όπως στη βροχερή ημέρα που ο Γκάι συναντάει την Κλαρίς κι εκείνη του δίνει μια πικραλίδα ή όταν γίνεται αναδρομή στα επιτεύγματα του 20ού αιώνα. Ξεχωριστός φυσικά και ο τόνος που δίνει στο graphic novel προς το τέλος, όταν ο Γκάι συναντάει τη μικρή κοινότητα των βιβλιόφιλων του δάσους, ο καθένας απ’ τους οποίους έχει απομνημονεύσει ένα μεγάλο βιβλίο. Τα χρώματα προσπαθούν να το υπαινιχθούν: η ελπίδα είναι η μνήμη.