Θα αναδυθεί η σταθερότητα από τα ερείπια της Μέσης Ανατολής;
Για πολλούς η επιστροφή Τραμπ στον Λευκό Οίκο ενισχύει την αβεβαιότητα. Ομως, ενώ κατά κανόνα πρέπει να περιμένουμε τα χειρότερα στη Μέση Ανατολή, βλέπω δυνατότητες ανάδυσης κάποιων νέων, θετικών αναδιατάξεων
Δεδομένων των συγκρούσεων στη Γάζα και στον Λίβανο και των απευθείας ανταλλαγών πυρών ανάμεσα στο Ισραήλ και το Ιράν, δύσκολα μπορεί να φανταστεί κανείς κάποια ελπιδοφόρα προοπτική για τη Μέση Ανατολή την επόμενη χρονιά. Για πολλούς παρατηρητές, η επιστροφή του Ντόναλντ Τραμπ στον Λευκό Οίκο απλώς ενισχύει την αβεβαιότητα. Ομως, ενώ κατά κανόνα πρέπει να περιμένουμε τα χειρότερα στη Μέση Ανατολή, βλέπω δυνατότητες ανάδυσης κάποιων νέων, θετικών αναδιατάξεων.
Αυτό δεν σημαίνει ότι απορρίπτω ή αγνοώ τις καταστροφικές απώλειες που έχουν υποστεί οι Παλαιστίνιοι στη Γάζα, την καταστροφή σε τμήματα του Λιβάνου, συμπεριλαμβανομένων των νότιων συνοικιών της Βηρυτού, ή την αποφασιστικότητα των Ισραηλινών – και όχι μόνο εκείνων που ανήκουν στη Δεξιά – να μην είναι ποτέ ξανά τόσο ευάλωτοι όσο ήταν στις 7 Οκτωβρίου 2023. Αυτοί που πρέπει να ασχοληθούν με την ειρήνευση στερούνται σήμερα εμπιστοσύνης, και είναι κατανοητό. Αλλά η ειρήνευση μάλλον δεν είναι ο σωστός στόχος για το επόμενο έτος. Αντίθετα, θα πρέπει να επικεντρωθούμε στον τερματισμό των συνεχιζόμενων συγκρούσεων και στην οικοδόμηση μιας βάσης σταθερότητας και ασφάλειας· αν αυτό γίνει σωστά, θα αποκαταστήσει μία βάση για την ειρήνευση.
Σε αυτό το σημείο, ίσως κόντρα στη λογική, διατηρώ κάποιες ελπίδες.
Η Χαμάς μπορεί να υπάρχει ακόμη, αλλά δεν διαθέτει πλέον στρατό και το μεγαλύτερο μέρος τής στρατιωτικής της υποδομής (αποθήκες όπλων, εργαστήρια, εγκαταστάσεις παραγωγής) έχει εξαφανιστεί. Περισσότερες από τις μισές σήραγγες της Χαμάς έχουν καταστραφεί, και η κοινή γνώμη στη Γάζα έχει στραφεί εναντίον της οργάνωσης, με μια πρόσφατη δημοσκόπηση της Zogby να δείχνει ότι μόνο το 7% των κατοίκων της Γάζας επιθυμεί να διατηρήσει τον έλεγχο του θυλάκου.
Μια εναλλακτική λύση στην κυριαρχία της στη Γάζα είναι λοιπόν εφικτή μέσα στην επόμενη χρονιά. Και δεν είναι μόνο η Χαμάς που έχει αποδυναμωθεί. Η Χεζμπολάχ είναι μακράν η πιο σημαντική πληρεξούσια δύναμη του Ιράν. Εχει εκπαιδεύσει όλες τις άλλες παραστρατιωτικές πληρεξούσιες οργανώσεις, έχει βοηθήσει στην ανάπτυξη της ικανότητάς τους να κατασκευάζουν δικά τους όπλα, έχει ενεργήσει ως στρατεύματα κρούσης του Ιράν στη Συρία και κράδαινε τις 150.000 ρουκέτες της ως αποτρεπτικό μέσο εναντίον ισραηλινών πληγμάτων στις ιρανικές πυρηνικές υποδομές. Αλλά αυτή η αποτρεπτική ισχύς έχει πλέον ουσιαστικά χαθεί.
Αν μη τι άλλο, ο «άξονας αντίστασης» υπό την ηγεσία του Ιράν έχει δεχθεί ένα βαθύ πλήγμα, όπως και το ίδιο το Ιράν μετά την καταστροφή της στρατηγικής αεροπορικής και πυραυλικής άμυνάς του από το Ισραήλ (ραντάρ S-300 που η Ρωσία δεν μπορεί να αναπληρώσει ή να ξαναφτιάξει σύντομα). Ορισμένοι κορυφαίοι ιρανοί σχεδιαστές στρατηγικής, λοιπόν, έχουν αρχίσει να μιλούν για ανάπτυξη πυρηνικού όπλου ώστε να ενισχυθεί η αποτρεπτική δύναμη της χώρας. Αλλά κάτι τέτοιο θα ήταν ιδιαίτερα επικίνδυνο, δεδομένης της επιστροφής του Τραμπ στον Λευκό Οίκο. Ο εκλεγμένος πρόεδρος ανέκαθεν ακολουθούσε σκληρή γραμμή έναντι του Ιράν και ο ισραηλινός πρωθυπουργός Μπενιαμίν Νετανιάχου έχει ήδη δηλώσει ότι ο ίδιος και ο Τραμπ έχουν μιλήσει και «συμφωνούν» όσον αφορά το ιρανικό πυρηνικό πρόγραμμα.
Τούτου λεχθέντος, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι η πολιτική του Τραμπ έναντι του Ιράν είναι η «μέγιστη πίεση», στόχος της οποίας δεν είναι απαραίτητα η αλλαγή καθεστώτος, αλλά η αλλαγή της συμπεριφοράς του καθεστώτος. Δεν είναι δύσκολο να τον φανταστεί κανείς να χρησιμοποιεί την απειλή ισραηλινής βίας και την αυστηρότερη επιβολή των κυρώσεων στο πετρέλαιο για να δει αν μπορεί να παραγάγει μια νέα πυρηνική συμφωνία. Εξάλλου, έχει επανειλημμένα πει ότι η επίτευξη μιας συμφωνίας με τους Ιρανούς θα ήταν ένας από τους στόχους της δεύτερης θητείας του.
Δεδομένου, βέβαια, ότι ο Χαμενεΐ υποστήριζε πάντοτε πως οι «αλαζονικές δυνάμεις» – κυρίως οι ΗΠΑ – δεν πρόκειται να ικανοποιηθούν ποτέ με τις ιρανικές παραχωρήσεις μέχρις ότου πάψει να υφίσταται η Ισλαμική Δημοκρατία, ίσως να μην είναι διατεθειμένος να υποχωρήσει σε αυτό το σημείο. Ομως η επιβίωση του καθεστώτος είναι η σημαντικότερη έγνοια του και κατά καιρούς έχει προβεί σε τακτικές αναδιπλώσεις μπροστά σε κάτι που θεωρεί ως υψηλό κόστος ή κίνδυνο. Δεν θα με εξέπληττε λοιπόν να δω τους Ιρανούς να απευθύνονται στον ρώσο πρόεδρο Βλαντίμιρ Πούτιν προκειμένου να μεσολαβήσει σε μια συμφωνία με τον Τραμπ. Δεδομένου του ενδιαφέροντος του Τραμπ για τον Πούτιν και της επιθυμίας του τελευταίου να δώσει στον Τραμπ μια νίκη ώστε να περιορίσει την υποστήριξη των ΗΠΑ στην Ουκρανία, οι Ρώσοι θα μπορούσαν κάλλιστα να σκεφτούν κάτι. Δεν είμαι σίγουρος πόσο πραγματικό και ουσιαστικό θα ήταν, αλλά δεν μπορεί να αποκλειστεί.
Ακόμη και αν μια συμφωνία μεταξύ της κυβέρνησης Τραμπ και του Ιράν αποδειχθεί αδύνατη, η αποδυνάμωση του ιρανικού άξονα και η μετατόπιση της ισορροπίας δυνάμεων στην περιοχή καθιστούν μια αναδιάταξη πιθανή.
Επιπλέον, ο Τραμπ έχει δηλώσει ότι θέλει να επεκτείνει τις Συμφωνίες του Αβραάμ – συγκεκριμένα, να συμπεριλάβει τη Σαουδική Αραβία μεταξύ των χωρών που έχουν εξομαλύνει τις διπλωματικές σχέσεις με το Ισραήλ. Οι Σαουδάραβες κατέστησαν σαφές στην κυβέρνηση Μπάιντεν ότι θα ήταν έτοιμοι για μια ειρηνευτική συμφωνία με τους Ισραηλινούς, υπό την προϋπόθεση ότι θα λάμβαναν μια αμυντική συνθήκη με τις ΗΠΑ και μια αξιόπιστη πορεία προς ένα παλαιστινιακό κράτος. Μπορεί ο Τραμπ να ανταποκριθεί σε αυτές τις απαιτήσεις;
Αν η κυβέρνηση Τραμπ θέλει μια συμφωνία με τη Σαουδική Αραβία, θα πρέπει να κάνει κάτι για τις προσπάθειες των ακροδεξιών υπουργών του Ισραήλ Ιταμάρ Μπεν-Γκβιρ και Μπεζαλέλ Σμότριτς να καταστήσουν αδύνατο ένα παλαιστινιακό κράτος. Αυτό σημαίνει, να βάλει τέλος στη συνεχιζόμενη εποικιστική δραστηριότητα και τις προσπάθειες να εξαναγκαστεί η Παλαιστινιακή Αρχή σε κατάρρευση. Σημαίνει, επίσης, να πιέσει – μόνη της και με βασικούς αραβικούς εταίρους – για πραγματικές μεταρρυθμίσεις της ΠΑ, πιθανώς με έναν πρόσφατα εξουσιοδοτημένο και ανεξάρτητο παλαιστίνιο πρωθυπουργό. Αυτός ήταν ένας στόχος της πρώτης κυβέρνησης Τραμπ και υποψιάζομαι ότι η Σαουδική Αραβία, τα Εμιράτα και άλλοι θα είναι πιο πρόθυμοι να πιέσουν γι’ αυτόν τώρα.
Παρότι μπορεί να φαίνεται παράδοξο, υπάρχει μια πιθανότητα να γίνει η περιοχή πιο σταθερή την επόμενη χρονιά. Φυσικά, πρόκειται για τη Μέση Ανατολή, όπου τα πράγματα μπορούν πάντα να πάνε στραβά. Το κατά πόσο η επερχόμενη αμερικανική κυβέρνηση μπορεί να εκμεταλλευτεί την αποδυνάμωση του Ιράν ώστε να επιτύχει μεγαλύτερη περιφερειακή σταθερότητα θα είναι μία από τις μεγαλύτερες πρώτες δοκιμασίες της.
Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις