Γράφει ο Παναγιώτης Τσάκωνας

Η δημόσια συζήτηση στην Ελλάδα αντιμετώπισε με αμηχανία (εάν όχι με πανικό) την αδιαμφισβήτητη αναβάθμιση της θέσης και του ρόλου της Τουρκίας στα τεκταινόμενα στην Συρία και ειδικότερα το ενδεχόμενο κεφαλαιοποίησης της αναβαθμισμένης θέσης της μέσω μιας συμφωνίας με την προσωρινή κυβέρνηση της Δαμασκού (η οποία υποστηριζόμενη στρατιωτικά από την Τουρκία ανέτρεψε το καθεστώς Άσαντ) για την μεταξύ τους οριοθέτηση Αποκλειστικής Οικονομικής Ζώνης (ΑΟΖ).

Ο Έλληνας πρωθυπουργός (από κοινού με τον πρόεδρο της Κυπριακής Δημοκρατίας) ανέλαβε να γνωστοποιήσει το ενδεχόμενο συμφωνίας στο Συμβούλιο Κορυφής της Ε.Ε. ενώ τα δύο μεγαλύτερα κόμματα της αντιπολίτευσης προέτρεψαν την κυβέρνηση στο ενδεχόμενο συμφωνίας να διεκδικήσει ευρωπαϊκές κυρώσεις.

Μάλιστα ο ΣΥΡΙΖΑ προέτρεψε την ελληνική κυβέρνηση να εκμεταλλευθεί τα Συμπεράσματα του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου του Ιουνίου του 2019, τα οποία οδήγησαν στην επιβολή κυρώσεων σε φυσικά πρόσωπα και εταιρείες, λόγω των παράνομων τουρκικών ερευνών στην κυπριακή ΑΟΖ.

Δύο ημέρες νωρίτερα, σε επίσημη επίσκεψή της στην Άγκυρα, η επικεφαλής της Ευρωπαϊκής Επιτροπής αναγόρευε την Τουρκία σε «χώρα-κλειδί» όσον αφορά στη διαμόρφωση του μέλλοντος της Συρίας ανακοινώνοντας οικονομική βοήθεια 1 δις ευρώ για την κάλυψη της υγειονομικής περίθαλψης και της εκπαίδευσης των προσφύγων στην Τουρκία και την διαχείριση της μετανάστευσης και των συνόρων, συμπεριλαμβανομένης της εθελοντικής επιστροφής Σύρων προσφύγων.

Ελλάδα και Κύπρος να σκεφτούν «στρατηγικά»

Μήπως θα ήταν προτιμότερο Ελλάδα και Κύπρος, αντί για «τακτικού χαρακτήρα» κινήσεις καταγγελίας ενδεχόμενων ή πιθανών τετελεσμένων που θα επιχειρήσει να επιβάλει η Τουρκία στην Ανατολική Μεσόγειο, να σκεφτούν «στρατηγικά» και στη βάση της σύγκλισης των συμφερόντων τους με την Δύση (κυρίως τις ΗΠΑ) σχετικά με το πώς μπορεί να αντιμετωπιστούν οι μεγαλεπήβολες τουρκικές επιδιώξεις από μια αναβαθμισμένη λόγω των εξελίξεων Τουρκία;

Οι στόχοι της Τουρκίας

Ούσα η μεγάλη κερδισμένη την επαύριο της Συριακής κρίσης, η Τουρκία έχει θέσει μεγαλεπήβολους στόχους στην υπό διαμόρφωση νέα κατάσταση πραγμάτων στην μετά-Άσαντ Συρία.

Οι στόχοι αυτοί ενισχύονται από την πίστη του προέδρου Ερντογάν ότι η Τουρκία δεν αποτελεί απλώς μια «περιφερειακή δύναμη» αλλά μια «Κεντρική Δύναμη» στο διεθνές σύστημα, η οποία είναι ικανή –μέσω της χρήσης «σκληρής ισχύος» και ανάληψης στρατιωτικής δράσης— να αναπτύσσει ηγεμονικό ρόλο στην περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου.

Θα επιδιώξει συνεπώς η Τουρκία με διάφορους τρόπους να «κεφαλαιοποιήσει» την επιτυχή επιλογή της να υποστηρίξει τις δυνάμεις της HTS που με επικεφαλής τον Μοχάμεντ αλ Γκολάνι έχουν συστήσει την προσωρινή κυβέρνηση της Δαμασκού: μέσω της ανοικοδόμησης της Συρίας (κυρίως από τουρκικές κατασκευαστικές εταιρείες αλλά με αραβικά και πιθανότατα ευρωπαϊκά κεφάλαια)· μέσω ευνοϊκών για την Τουρκία αμυντικών συμφωνιών (παρόμοιες με αυτές που έχει συνάψει με το Αζερμπαϊτζάν, το Κατάρ, την Σομαλία και την Λιβύη) καθώς και μέσω της προώθησης ελεγχόμενων ή/και φιλικών προς την Τουρκία πολιτικών δυνάμεων στη νέα Συριακή κυβέρνηση.

Στον κατάλογο της κεφαλαιοποίησης των επιτυχημένων τουρκικών επιλογών θα μπορούσε ακόμη να προστεθεί η δυνατότητα ανάδειξης της Τουρκίας σε ενεργειακό κόμβο. Πράγματι, μέσω της δημιουργίας ενός αγωγού φυσικού αερίου στα δυτικά της Συρίας και σύνδεσής του με το υπάρχον δίκτυο Arab Gas Pipeline (που συνδέει τη Συρία, την Ιορδανία και την Αίγυπτο) η Τουρκία θα μπορούσε να προσφέρει στην Αίγυπτο, η οποία παράγει φυσικό αέριο, μια εμπορικά πιο βιώσιμη διαδρομή προς τις ευρωπαϊκές αγορές απ’ ότι η τρέχουσα εναλλακτική λύση με LNG.

Οι περιορισμοί

Ταυτόχρονα όμως οι επιδιώξεις της Τουρκίας υπόκεινται σε σοβαρούς περιορισμούς. Οι περιορισμοί αυτοί προκύπτουν κυρίως σε σχέση με αντιτιθέμενες στοχεύσεις και συμφέροντα της νέας αμερικανικής διοίκησης. Ειδικά στην περίπτωση της Συρίας συνδέονται με την αμερικανική στρατιωτική υποστήριξη της κουρδικής οργάνωσης YPG-PYD και την σημαντική απειλή που αυτή συνιστά για την Τουρκία, την οποία ο πρόεδρος Τραμπ φρόντισε μέσω του νέου υπουργού των εξωτερικών Ρούμπιο να μεγεθύνει αναφερόμενος ακόμη και στο ενδεχόμενο δημιουργίας Κουρδικού κράτους.

Είναι συνεπώς λογικό να αναμένουμε ότι τα συμφέροντα της νέας αμερικανικής διοίκησης θα παραμείνουν αποκλίνοντα με εκείνα της Τουρκίας στο άμεσο μέλλον καθώς η διατήρηση ενός εξαιρετικά σημαντικού προβλήματος (μιας «υπαρξιακής απειλής») προσφέρουν στον Τραμπ την δυνατότητα (και μέσω Ισραήλ) συνεχούς «μόχλευσης» και περιορισμού των επιδιώξεων της Τουρκίας.

Η νέα διοίκηση Τραμπ

Χρήσιμο είναι επίσης να θυμόμαστε ότι η νέα διοίκηση Τραμπ θα συνεχίσει να σκέπτεται με γνώμονα την αποτροπή περαιτέρω διείσδυσης της Κίνας στην Ανατολική Μεσόγειο. Θα επιδιώξει έτσι να ενισχύσει το γεωπολιτικό αποτύπωμα των ΗΠΑ στην περιοχή μέσω «αντιπροσώπων», δηλαδή μέσω κρατών τα συμφέροντα και οι στοχεύσεις των οποίων συγκλίνουν με εκείνα των ΗΠΑ.

Μπορεί η Τουρκία των «ίσων αποστάσεων» από Δύση και Ανατολή, της επαμφοτερίζουσας στάσης εντός της «Ατλαντικής Συμμαχίας», του δεδηλωμένου ενδιαφέροντος ένταξης στην ομάδα των BRICS, της ειδικής σχέσης με την Κίνα, την Ρωσία και το Ιράν, ο θερμός υποστηρικτής της Χαμάς και πολέμιος του Ισραήλ να αναλάβει τέτοιο ρόλο;

Ούτε μπορεί, ούτε πολύ περισσότερο μοιάζει να το επιθυμεί καθώς η συνεχιζόμενη απομάκρυνση της Τουρκίας από την Δύση δείχνει να μην περιορίζεται στην απουσία μιας δυτικόστροφης αντίληψης στο επίπεδο της ηγεσίας της αλλά μοιάζει να αφορά και την πλειοψηφία των τούρκων πολιτών.

Οι αποκλίσεις συμφερόντων ΗΠΑ – Τουρκίας και η Ελλάδα

Οι αποκλίσεις συμφερόντων και στοχεύσεων μεταξύ της νέας αμερικανικής διοίκησης και της Τουρκίας δεν οδηγούν όμως μόνον στον περιορισμό των επιδιώξεων της τελευταίας.

Δημιουργούν ταυτόχρονα «χώρο» και προοπτική σύγκλισης των συμφερόντων της νέας αμερικανικής διοίκησης με εκείνα της Ελλάδας και της Κυπριακής Δημοκρατίας.

Και τούτο για δύο τουλάχιστον λόγους: πρώτον, εξαιτίας του εμπεδωμένου και πλέον σταθερού –ελέω Ρωσικής εισβολής– δυτικόστροφου προσανατολισμού της Ελλάδας και της Κύπρου και δεύτερον, εξαιτίας της ύπαρξης ενός αρκετά σταθερού θεσμικού υποβάθρου, το οποίο αφορά σε δύο νομοσχέδια που προώθησε στο παρελθόν ο νέος αμερικανός υπουργός εξωτερικών Ρούμπιο: το East Med Act/2019 και η «Διακοινοβουλευτική Εταιρική Σχέση»/2021.

Η αδιαμφισβήτητη αναβάθμιση της Τουρκίας στην μετά-Άσαντ εποχή προσφέρει πράγματι ευκαιρίες αλλά συνοδεύεται και από σημαντικούς περιορισμούς.

Η απάντηση Ελλάδας και Κύπρου σε εικαζόμενες ή σχεδιαζόμενες κινήσεις της Τουρκίας στην Ανατολική Μεσόγειο καθίσταται αποτελεσματικότερη όταν μπορεί να διαγνώσει και να εκμεταλλευτεί τον χώρο όπου υφίσταται πραγματική σύγκλιση ελληνικών, κυπριακών και αμερικανικών συμφερόντων.

* Ο Παναγιώτης Τσάκωνας είναι καθηγητής διεθνών σχέσεων στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και επικεφαλής του προγράμματος εξωτερικής πολιτικής και ασφάλειας στο ΕΛΙΑΜΕΠ