«Η διπλωμάτισσα»: Μια γερμανίδα πρόξενος απέναντι από το Καστελόριζο
Στη «Διπλωμάτισσα», το νέο μυθιστόρημα της γερμανίδας Λούσι Φρίκε, η ηρωίδα του τίτλο έρχεται αντιμέτωπη με τον αυταρχικό λαϊκισμό της Τουρκίας και τα αδιέξοδα της ευρωπαϊκής μετανάστευσης
- Να μοιράζομαι το κρεβάτι με τον σκύλο μου; Σε ποιες περιπτώσεις πρέπει να τον εκπαιδεύσουμε
- Ονδούρα προς Τραμπ: Εαν κάνεις απελάσεις θα σου κλείσουμε τις βάσεις
- Σοκολάτα Ντουμπάι: Γιατί θα είναι η viral σοκολάτα και το 2025
- Τροπολογίες της τελευταίας στιγμής: Οι κακές συνήθειες που βλάπτουν τη Δημοκρατία δεν κόβονται
Η Φριντερίκε Άντερμαν είναι πέντε ετών όταν μετακομίζει με τη μητέρα της από το ψυχροπολεμικό Βερολίνο στο Αμβούργο. Μέχρι τότε έχει να θυμάται μόνο: «Μια διασταύρωση, στα φανάρια της οποίας περιμέναμε συχνά, ζεστά ψωμάκια σε μια χάρτινη σακούλα, [την] γκρίζα τραβηγμένη προς τα πάνω άκρη της πόλης, το ανέκφραστο πρόσωπο ενός συνοριοφύλακα, [την] μητέρα μου να κλαίει στην κουζίνα, άδεια μπουκάλια κόκκινου κρασιού στο τραπέζι… άντρες με κοστούμια που ερευνούσαν το διαμέρισμά μας, άνοιγαν άγαρμπα τα φύλλα των ντουλαπιών, άδειαζαν αναποδογυρίζοντας τα συρτάρια, ψαχούλευαν τα κουτιά των παιχνιδιών». Η Φρεντ, όπως είναι το υποκοριστικό της, από εσωτερική μετανάστρια της μεταπολεμικής Γερμανίας και κυνηγημένη της Στάζι θα καταλήξει πρέσβειρα της πατρίδας της στο Μοντεβιδέο της σύγχρονης εποχής. Και έτσι αυτοσυστήνεται όταν τη συναντάμε στο νέο μυθιστόρημα της Λούσι Φρίκε με τίτλο «Η διπλωμάτισσα» (εκδ. Κείμενα, στη μετάφραση του καλού γνώστη Τέο Βότσος): «Εγώ! Θυγατέρα μιας σερβιτόρας, που με μεγάλωσε ολομόναχη, σε μια εργατική συνοικία του Αμβούργου, σε μια εποχή στην οποία υπήρχαν ακόμα τέτοιοι οικιστικοί όροι».
Στην Αργεντινή καλείται να συμμετάσχει στην εκδήλωση μνήμης για την ενοποίηση των δύο Γερμανιών· μία από τις στιγμές που μάς χαρίζει το ειρωνικό χιούμορ απ’ το οποίο είναι φτιαγμένη («είχα φτάσει λοιπόν στον πάτο, στη διοργάνωση εκδηλώσεων»). Ο ρυθμός αλλάζει απότομα όταν πέφτει θύμα απαγωγής η Ταμάρα Μπύσερ, κόρη της επιδραστικής διευθύντριας της εφημερίδας «Ντι Βόχε» («Η Εβδομάδα»), Έλκε Μπύσερ. Η εναλλαγή διαθέσεων και «ταχύτητας» μέσα στο μυθιστόρημα θα συνεχιστεί καθώς η χρονογέφυρα της Φρίκε μεταφέρει την ηρωίδα της στην Κωνσταντινούπολη, δύο χρόνια αργότερα -αυτή τη φορά ως πρόξενο. Τρεις παράγοντες θα οδηγήσουν την Φρεντ να αμφισβητήσει την προσωπική διαδρομή της, ταυτισμένη με τις πολιτικές ισορροπίες και την επίπλαστη κανονικότητα: η υπόθεση της προφυλακισμένης Μεράλ, κουρδικής καταγωγής Γερμανίδας, του γιου της Μπαρίς, ο οποίος κατηγορείται για υποστήριξη τρομοκρατικής οργάνωσης, και του δημοσιογράφου Ντάβιντ, ο οποίος τίθεται υπό κράτηση, ενώ οι φήμες θέλουν τις γερμανικές και τουρκικές μυστικές υπηρεσίες σε ένα διαρκές αλισβερίσι πληροφοριών.
Η Φρεντ ζει στην επικράτεια του αυταρχικού λαϊκισμού χωρίς να το φωνάζει. Η ίδια η συγγραφέας είναι πολύ προσεκτική ώστε να μην καταλήξει διδακτική, αλλά οι ρωγμές στην αφήγηση ανοίγουν τη μεγάλη εικόνα. Να τι θυμίζει ο Μπαρίς στην πρόξενο: «Με ρώτησε αν γνώριζα τι είχε πει κάποτε ο Πρόεδρος (σ.σ.: Ερντογάν), τότε που ήταν ακόμα ένας απλός δήμαρχος…”Η δημοκρατία είναι το τρένο στο οποίο θα επιβιβαστούμε μέχρι να φτάσουμε στον στόχο μας”… Οι άνθρωποι αυτοί φτάσανε στον στόχο τους, κυρία πρόξενε, τον έχουν ήδη προ πολλού ξεπεράσει». Η ίδια, έτσι κι αλλιώς, αισθάνεται ότι ζει σε μια πόλη που ζητάει να χαθείς μέσα της, που ξεπερνάει τις δυνάμεις της. Και είναι σε στιγμές όπως αυτές που η Λούσι Φρίκε επιβεβαιώνει τη μεγάλη δύναμη της παρατήρησης στα βιβλία της (όπως και το προηγούμενό της, τις «Κόρες», επίσης από τις εκδ. Κείμενα). Μπορεί να μοιάζει αυθαίρετη, αλλά είναι δόκιμη η σκέψη ότι στην Κωνσταντινούπολη «το πραγματικό μέγεθος του πλούτου το αντιλαμβανόσουν μόνο από την πλευρά της θάλασσας». Από τον Βόσπορο, δηλαδή, εκεί όπου γίνεται ξεκάθαρο το αμφιθεατρικό ανάπτυγμα της πόλης, με τα πλουσιόσπιτα κοντά στην όχθη και τις «φαβέλες» στην κορυφή.
Το μυθιστόρημα είναι μια διαδρομή της ηρωίδας προς την αυτοσυνείδηση όταν τα ιερά και όσια, τα μέτρα και τα σταθμά της ευρωπαϊκής ευταξίας εκπίπτουν. Και πουθενά αλλού δεν γίνεται πιο καθαρή αυτή η εικόνα όσο στην ανάγκη να φυγαδεύσει η διπλωμάτισσα τους τρεις κρατουμένους από το παραθαλάσσιο χωριό Κας στο γειτονικό Καστελόριζο. Εκεί όπου αντικρίζει τα εξωτερικά σύνορα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, «για τον εξοπλισμό και την προστασία των οποίων δεν πληρώναμε μόνο με λεφτά αλλά δεχόμασταν και συμφωνίες που μας έκαναν να σιωπούμε». Μπροστά της βρίσκεται μια απόκρημνη ελληνική νησίδα και η ακατάλυτη πραγματικότητα. «Στην παραλία έβλεπα ανθρώπους να κάνουν μπάνιο και άκουγα γέλιο παιδιών κι ερωτευμένων. Πάνω από είκοσι χιλιάδες πρόσφυγες είχαν πνιγεί στη Μεσόγειο τα τελευταία εφτά χρόνια, μα οι διακοπές παρέμεναν ανεπηρέαστες. Οι λουόμενοι κρατούσαν στα χέρια ελαφρά μυθιστορήματα, στο δέρμα άλειφαν αντιηλιακό με δείκτη προστασίας 30. Τόσο απλή μπορούσε να είναι η ευτυχία».
Τι συμβαίνει, όμως, και το μυθιστόρημα της Φρίκε αποφεύγει τη σοβαροφάνεια, αλλά την ίδια στιγμή και την αβάσταχτη ελαφρότητα; Διασώζεται επειδή η συγγραφέας έχει αποφασίσει να του δώσει χαρακτηριστικά τραγικωμωδίας. Δεν πρόκειται για άλλη μια τραγωδία τον καιρό της παγκοσμιοποίησης, παρόλο που το πολιτικό αφήνει ανεξίτηλη σφραγίδα στο προσωπικό. Αλλά δεν πρόκειται και για άσκηση χιούμορ, παρόλο που το στοιχείο αυτό απαλύνει τις απολήξεις του καθωσπρεπισμού. Η Φρίκε παρουσιάζει την αμφιθυμία της ηρωίδας απέναντι στο ίδιο της το επάγγελμα -κατ’ επέκταση στον ίδιο της τον εαυτό. Εκτίθεται έτσι σε έμμεση ανάγνωση και η αμφιθυμία απέναντι στην ευρωπαϊκή πολιτική, όσο και αν το αξίωμα «περισσότερη Ευρώπη» δεν αμφισβητείται.
Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις