Πρωτοχρονιά: Η «καλή βραδυά» της παραμονής στην Πόλη
Η ιστορία του Παβακού
- Μάχη για τη ζωή δίνει 17χρονος - Είχε τραυματιστεί στο τροχαίο που έχασαν τη ζωή τους 2 άτομα
- «Επικήρυξε» με 100.000 δολάρια τον αντιπολιτευόμενο Γκονσάλες Ουρούτια η Βενεζουέλα
- Παράσημο από τον Μπάιντεν σε μια πολέμια του Τραμπ
- Δέσποινα Βανδή - Βασίλης Μπισμπίκης: Κόβουν την πρωτοχρονιάτικη πίτα - Σε ποιον έπεσε το φλουρί
Κάθε φορά που σχίζω —χρόνια τώρα— το τελευταίο φύλλο του ημεροδείκτη, η σκέψις μου γυρίζει πίσω. Και ξεφυλλίζω με παλμό και συγκίνησιν το βιβλίο κάποιων παληών αναμνήσεων. Η μορφή και η ιστορία του Παβακού ζωντανεύει βιαστικά και στο γρήγορο ξεφύλλισμά της περνά ωσάν οπτασία ένα κομμάτι ζωής και μια εποχή που ξυπνά πόθους, νοσταλγίες και λαχτάρες. Το παληό Βυζάντιο ορθώνεται αναγλυφικό και ξαναγυρίζουμε πίσω με την φαντασία και την σκέψιν μας στην Πόλη για να γιορτάσουμε την παραμονή της πρωτοχρονιάς, καθώς την εζήσαμε παλαιότερα χρόνια.
Το χειμωνιάτικο σούρουπο εύρισκε τότες έναν κόσμο χαρούμενο, σκορπισμένο στα σοκάκια και στους χριστιανικούς μαχαλάδες. Ήταν οι μικροί τραγουδισταί που θάρχιζαν να ψάλλουν τα πρωτοχρονιάτικα κάλαντα. Κρατούσαν πήλινες κολοκύθες κατασκευασμένες σε ταβούλια (σ.σ. τύμπανα) και τετράγωνες κλούβες στολισμένες με χάρτινα κομψοτεχνήματα και φωτισμένες με κεριά. Είχαν τρυφερότητα και πάθος στο πρωτοχρονιάτικο τραγούδι των. Τα κάλαντά των είχαν ένα βυζαντινό τόνο.
«ΕΛΕΥΘΕΡΟΝ ΒΗΜΑ», 1.1.1937, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»
Την ώρα αυτή που οι μαχαλάδες πλημμυρούσαν από χαρμόσυνες φωνές των μικρών τροβαδούρων και από τις βραχνές κάποτε μερικών υπερηλίκων «ατάκτων πυροσβεστών», άρχιζε στα σπίτια η τελετή της «καλής βραδυάς». Στα ξύλινα, ταπεινά στην εξωτερικότητά των, βυζαντινά σπίτια ήταν διάχυτη παντού η αρχοντιά και η παράδοσίς της. Τα τραπέζια στρωμένα πλούσια. Άπειρα λουλούδια της εποχής και άπειρα μικροσκοπικά χρωματιστά κεράκια — η χαρά των μικρών παιδιών. Η φωτιά έκαιε πλούσια στη θερμάστρα και στα μαγκάλια, κ’ επάνω στα στρωμένα τραπέζια πλήθος φαγητών και οπωρικών ανέμενε την συγκέντρωσιν όλων των μελών της οικογενείας. Αυτή η «καλή βραδυά» της παραμονής, παληά χριστιανική παράδοσις του Βυζαντίου, δημιουργούσε το αίσθημα της χαράς και της άπειρης μακαριότητος. Το Βυζάντιο και η Ανατολή αγκαλιασμένα. Και η χριστιανική αυτή παραμονιάτικη πανδαισία ωσάν να ήταν συνυφασμένη με την ομηρικήν «ειλαπίνην», τα πλούσια βασιλικά αρχαϊκά συμπόσια. Έξω οι τραγουδιστές των καλάντων με τις λεπτές και τις βραχνές φωνές εξακολουθούσαν την συμφωνίαν των. Οι μικροί της οικογενείας χοροπηδούσαν μέσα και το τραπέζι της «καλής βραδυάς» άρχιζε σε μια ατμόσφαιρα χαράς και ευθυμίας.
Κανείς δεν περίμενε τα μεσάνυχτα στην Πόλη για να χαιρετήση τον ερχομό του αγίου και την ανατολή του νέου έτους. Ο άγιος ήταν φθασμένος πάντοτε από ενωρίς στην Πόλη και ο καινούργιος χρόνος δεν ριψοκινδύνευε περιπέτειες μέσα στο σκοτάδι των μεσονυκτιακών ωρών. Έφθανε από το απόγευμα της παραμονής, την ώρα που οι καμπάνες θα εσήμαιναν τον εσπερινό και ηχούσαν τα ξύλινα σήμαντρα. Όλη αυτή η εικόνα ξαναζωντανεύει εις την σκέψιν μας στο ξεφύλλισμα του παληού βιβλίου των αναμνήσεων. Και η ιστορία του Παβακού περνά και πάλιν οραματιστικά από την σκέψιν μας και μας συγκινεί.
Κάθε μεσάνυχτα της «καλής βραδυάς», της παραμονής, την ώρα που έσβυναν οι ήχοι και οι φωνές των τραγουδιστών και άρχιζαν ν’ αραιώνωνται τα πλουσιοστρωμένα τραπέζια, έκαμε χρόνια την εμφάνισίν του ο Παβακούς. Ήταν ένα νέο παλληκάρι, ωχρό, με συμπαθητικά χαρακτηριστικά, που χτυπούσε τις πόρτες των σπιτιών μας, επάνω στα χριστιανικά Ταταύλα, ζητώντας να τραγουδήση τα κάλαντα. Και οι πόρτες άνοιγαν χωρίς δυστροπία. Μα ο νέος αυτός τροβαδούρος δεν είχε φωνή. Χτυπούσε ένα πελώριο ταβούλι και συνώδευε τους ήχους του με τους άναρθρους τόνους πα-βα-κου-πα-βα. Ήταν βουβός. Πώς ωνομάζετο κανένας δεν το ήξευρε. Ούτε ήξευρε την καταγωγή και την ιστορία του. Χρόνια και χρόνια έκαμε την πρωτοχρονιάτικη αυτή εμφάνισίν του και τον εσυνηθίσαμε και τον αναμέναμε με ανυπομονησία πάντοτε. Παραμονή, καλή βραδυά, κάλαντα χωρίς τον Παβακού —έτσι τον είχαμε ονομάση— ήταν αδύνατο να εννοηθή. Μα ένα χρόνο —ευτυχισμένο για την φυλή—, την παραμονή της πρωτοχρονιάς του 1913, μάταια αναμέναμε τον τραγουδιστή με τις άναρθρες φωνές. Τα μεσάνυχτα είχαν χτυπήση και ο Παβακούς δεν φαινότανε πουθενά, όταν για μια στιγμή ακούσθηκε μια φωνή μελωδική να τραγουδά την καλή πρωτομηνιά και πρωτοχρονιά με μια τρυφερότητα. Ανοίξαμε την πόρτα στον τραγουδιστή. Και κάτω από τα άπειρα φώτα της αιθούσης με το στρωμένο τραπέζι αναγνωρίσαμε το πρόσωπό του. Ένα ψιθύρισμα ξέφυγε από τα χείλη μας:
— Ο Παβακούς!
Και δυο-τρεις από τους προσκαλεσμένους εσταυροκοπήθηκαν. Είχε λοιπόν τόσο μελωδική και παθητική φωνή ο Παβακούς και την εφύλαγε κρυμμένη τόσα χρόνια τώρα προσποιούμενος τον άλαλο; Ο Παβακούς, που αντελήφθη την απορία και την κατάπληξίν μας, εχαμογέλασε. Και μας διηγήθηκε την ιστορία του. Ιστορία απλή αλλά συγκινητική. Μικρό παιδί είδε να μπαίνουν με το μαχαίρι έτοιμο να σφάξουν τον πατέρα του τρεις Τουρκολαζούς. Ηθέλησε να φωνάξη, μα ο τρόμος επήρε για χρόνια την φωνή του. Επέρασαν χρόνια και χρόνια. Και την χρονιά εκείνη, όταν έφθασε το άγγελμα της ελληνικής νίκης, ο Παβακούς έβγαλε μια κραυγή χαράς. Ο γλωσσοδέτης έπεσε και το μικρό παιδί, παλληκάρι τώρα, ξαναβρήκε πάλι την χαμένη του φωνή. Ο Παβακούς είχε όνομα: τον έλεγαν Αριστείδη.
Μα εις την μνήμην μας έμεινε ο παληός τύπος που προσπαθούσε δίχως φωνή να τραγουδήση την χαρά του καινούργιου χρόνου. Ο Αριστείδης μάς εφάνηκε ωσάν ένας τύπος κοινός και χωρίς καμμίαν έκφρασιν και κανένα ενδιαφέρον. Επέρασαν χρόνια και στο ξεφύλλισμα του παληού βιβλίου των αναμνήσεών μας οι χαρμόσυνες καμπάνες της παραμονής στην Πόλη και τα κάλαντα των τραγουδιστών με την λεπτή και την βραχνή φωνή μπερδεύονται με την μορφή και την ιστορία του Παβακού.
*Κείμενο του διακεκριμένου κωνσταντινουπολίτη δημοσιογράφου-χρονογράφου, θεατρικού συγγραφέα και διηγηματογράφου Βασίλη Ηλιάδη (1892-1971), που έφερε τον τίτλο Μια «καλή βραδυά» στην Πόλη και είχε δημοσιευτεί στην εφημερίδα «Ελεύθερον Βήμα» την Πρωτοχρονιά του 1937, ημέρα Παρασκευή.
Στις φωτογραφίες του παρόντος άρθρου, τα Ταταύλα, ιστορική συνοικία της Κωνσταντινούπολης, έπαλξη της ρωμιοσύνης επί αιώνες.
Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις